Τα απομνημονεύματα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που μόλις κυκλοφόρησαν στη Γερμανία, δεν μας επαναφέρουν μόνο στην πιο δραματική περίοδο της νεότερης ιστορίας μας, στα χρόνια της χρεοκοπίας, των μνημονίων και της καταστροφικής επιρροής στην αρχή και διαχείρισης της εξουσίας στη συνέχεια από τους λαϊκιστές και τα πολιτικά άκρα. Επιπλέον, υπενθυμίζουν τα πρόσωπα εξαιτίας των οποίων η χώρα κινδύνεψε να βρεθεί εκτός Ευρώπης, χωρίς ασπίδες και στοιχειώδεις άμυνες, έρμαιο μιας τυφλής οργής που ήταν αναπόφευκτο να ξεσπάσει και της απόλυτης αδυναμίας της να διαχειριστεί εξωτερική επιβουλή.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις της Ανγκελα Μέρκελ υπήρξε μισητό πρόσωπο για την Ελλάδα, αφού πολιτικά επέμενε στην πίεση της χώρας μας να εγκαταλείψει, οριστικά ή έστω προσωρινά, το ευρώ, προκειμένου να μην αποσταθεροποιηθεί εξαιτίας της ελληνικής κρίσης η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η θέση του δεν μας άρεσε αλλά ήταν ρεαλιστική. Εβλεπε μια χώρα του ευρώ να αρνείται την πραγματικότητα και δεν ήθελε η άρνηση αυτή να πλήξει το κοινό νόμισμα, ουσιαστικά δηλαδή το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ηταν ήσυχος όταν την Ελλάδα διαχειρίζονταν λογικές πολιτικές δυνάμεις αποφασισμένες να μη χειραγωγηθούν από τα άκρα που επέμεναν ότι η πραγματικότητα δεν υπήρχε, φοβόταν όμως όταν στην Ελλάδα κυριαρχούσε η κοινωνική αναταραχή και έπαιρνε κεφάλι η τάση που θα έδινε την εξουσία στους εκπροσώπους των άκρων και σε όσους περίμεναν να επωφεληθούν απ’ αυτά.
Ευλόγως, τον προβλημάτιζε ο Αλέξης Τσίπρας, ως ηγέτης της ριζοσπαστικής Αριστεράς και, ουσιαστικά, του αντιμνημονίου. Τον πρωτογνώρισε, όπως γράφει, το 2013, όταν με δική του πρωτοβουλία συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Και ένιωσε κι αυτός όπως νιώθαμε εμείς εδώ, στην Ελλάδα, όταν ασκούσαμε κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ και στον αρχηγό του: ήταν αδύνατο η χώρα να σωθεί χωρίς μέτρα λιτότητας και χωρίς μεταρρυθμίσεις, ήταν αδύνατο να συνεχίσει να πορεύεται χωρίς πρόγραμμα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Γι’ αυτό άλλωστε, ευθύς όπως ήταν, ο Σόιμπλε ευχήθηκε στον Τσίπρα να μην κερδίσει τις εκλογές για το καλό του.
Η άρνηση του Τσίπρα να δει την πραγματικότητα ήταν εύλογο ότι θα έβαζε την Ελλάδα σε μεγάλες περιπέτειες. Ο Σόιμπλε το διατύπωνε με σαφήνεια, το λέγαμε ορισμένοι, λίγοι, και στην Ελλάδα, που τότε μας χαρακτήριζαν γερμανοτσολιάδες, προδότες, κουίσλινγκ – και δεν τολμούσαμε να εμφανιστούμε δημοσίως. Τα πράγματα έγιναν όπως τα περιμέναμε. Ο Σόιμπλε εντυπωσιάστηκε με το δογματισμό και την αποφασιστικότητα του Γιάνη Βαρουφάκη, το σταριλίκι του, τον εγωκεντρισμό του. Εμείς εδώ είχαμε καταλάβει πού πήγαιναν τα πράγματα όταν ο Βαρουφάκης, σε μια φάση ουδέτερη, είχε ζητήσει από την Κρήτη τη στήριξη του κόσμου την ώρα της ρήξης, όπως είχε πει. Η φράση του Γερούν Ντάισελμπλουμ, πρώην επικεφαλής του Eurogroup, ότι «ποτέ ένας υπουργός Οικονομικών δεν προκάλεσε τόσο μεγάλη ζημιά στη χώρα του σε τόσο σύντομο διάστημα», στην οποία παραπέμπει ο Σόιμπλε είναι ο πιο ακριβής απολογισμός του περάσματός του.
Ο Αλέξης Τσίπρας, τελικά, προσχώρησε στο στρατόπεδο του ρεαλισμού επειγόντως, μετά το δημοψήφισμα και την κωλοτούμπα. Προφανώς είδε τον κίνδυνο να πλησιάζει και προσαρμόστηκε, υπογράφοντας (και αυτή τη φορά τηρώντας) ένα ακόμα μνημόνιο. Ηταν ένα μάθημα προσαρμογής – αλλά κόστισε πολλά στη χώρα. Οχι μόνο σε χρήμα. Ο Τσίπρας έφερε στην πολιτική την τοξικότητα, το μίσος, αναβίωσε εμφυλιοπολεμικές συνθήκες στηριγμένος αποκλειστικά σε ιδεοληψίες και στους ιδεοληπτικούς συνεργάτες του. Ποτέ ξανά.