«Αγάπη μου, Κυριακή, πήγα να πεθάνω πριν χρόνια από τον σύζυγό μου και το ίδιο μου φέρθηκε η Αστυνομία Αγίας Παρασκευής. Σου εύχομαι καλό παράδεισο. Ασημίνα».
Τo σημείωμα αυτό, στο σημείο που δολοφονήθηκε η 28χρονη Κυριακή Γρίβα, υπογραμμίζει το πλήθος ιστοριών κακοποίησης που παραμένουν αθέατες αλλά και την ολιγωρία των Αρχών στην αναμέτρηση με το πρόβλημα. Γυναίκες που ξέφυγαν από τον ασφυκτικό κλοιό της κακοποίησης μιλούν για τη δική τους τραυματική εμπειρία, ενώ δύο μητέρες εξομολογούνται στα «ΝΕΑ» πως ο χαμός των κοριτσιών τους παραμένει ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί στο άκουσμα κάθε νέας γυναικοκτονίας.
Βασιλική Μ. – «Εκείνο το βράδυ φοβήθηκα πως θα με σκότωνε»
Η Βασιλική Μ. (τα πλήρη στοιχεία της στη διάθεση της εφημερίδας) ζούσε για καιρό τον εφιάλτη στα χέρια του κακοποιητή συζύγου της. Η πρώτη φορά που της άσκησε σωματική βία ήταν το 2007: «Είχαμε τσακωθεί λεκτικά, όταν με έριξε κάτω, μου επιτέθηκε με χαστούκια και κλωτσιές στην κουζίνα, ενώ στο δίπλα δωμάτιο βρισκόταν ο εννέα μηνών γιος μου στο καρεκλάκι φαγητού. Στη σχέση με κράτησε η σκέψη του γιου μου, καθώς μου υποσχέθηκε ότι δεν θα το ξανακάνει. Σε έναν μήνα έμεινα έγκυος στην κόρη μου».
Οταν στράφηκε στους γονείς της για βοήθεια, της συνέστησαν… υπομονή για χάρη των παιδιών, με την ελπίδα ότι ο κακοποιητής της «μπορεί να αλλάξει». Ομως δεν άλλαξε. «Ενώ έλειπαν τα παιδιά, άρχισε να μου πετάει τα ρούχα από το μπαλκόνι, τον έσπρωξα φωνάζοντας “τι είναι αυτά που κάνεις”, με έριξε στο κρεβάτι και άρχισε να με χτυπάει στο πρόσωπο με όση δύναμη είχε. Φοβήθηκα εκείνο το βράδυ πως θα με σκότωνε».
Πήγε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της, αποφασισμένη να υποβάλει μήνυση. «Εκείνος τους είπε πως αν του κάνω μήνυση θα μου κάνει και αυτός γιατί τον έσπρωξα και θα περάσουμε τη νύχτα μαζί στο κρατητήριο. Εγώ έτρεμα από φόβο και μόνο που τον έβλεπα μπροστά μου. Δεν του έκανα μήνυση και η Αστυνομία τον άφησε να φύγει. Είπε πως είναι πλημμέλημα και όχι αδίκημα, γιατί ήταν σφαλιάρες και όχι μπουνιές. Αντί να με συνοδέψουν σε ένα ασφαλές μέρος, με άφησαν να γυρίσω στο σπίτι μαζί του…». Στο άκουσμα κάθε νέας γυναικοκτονίας η Βασιλική ξαναζεί τις δύσκολες ώρες που πέρασε: «Κλείνω τα μάτια και ξαναβιώνω αυτά που σημάδεψαν το σώμα, την ψυχή και τη μνήμη μου. Οι προσβολές του είναι χαραγμένες στο μυαλό μου, ο σωματικός και ο ψυχικός πόνος που βίωνα τότε έχουν αλλάξει τον τρόπο που βλέπω τους ανθρώπους γύρω μου».
Ιουλία Δ. – «Κάθε μέρα ξυπνούσα με τον φόβο»
«Η βία έχει πρόσωπο: εκείνο του κακοποιητή. Οι άνθρωποι αυτοί είναι επικίνδυνοι, δεν σταματούν ποτέ γιατί δεν ξέρουν κάτι άλλο να κάνουν. Δεν ξέρουν ούτε να εισπράξουν αλλά ούτε και να δώσουν αγάπη», τονίζει στα «ΝΕΑ» η Ιουλία Δ., ενθυμούμενη τη δική της ιστορία κακοποίησης που ξεκίνησε το 2010 όταν γνώρισε τον τότε σύζυγό της. «Μόλις έμεινα έγκυος στο παιδί μας, ξετύλιξε το “ταλέντο” του στην κακοποίηση. Υπήρχαν ενδείξεις, αλλά εγώ τις προσπερνούσα. Σήκωνε τον τόνο της φωνής του και ήταν πολύ χειριστικός. Μετά την εγκυμοσύνη ξεκίνησαν οι περιορισμοί: να μη βγαίνω από το σπίτι, με σταμάτησε από τη δουλειά, απαγόρευσε κάθε επαφή με τους γονείς μου, άρχισε να μου επιβάλλει να κάνω παρέα με τους δικούς του φίλους. Με το παιδί μάς έβγαζε έξω μόνο την Κυριακή και επέλεγε εκείνος πού θα πάμε».
Δεν έμεινε, όμως, στους περιορισμούς. Η βία κλιμακώθηκε. «Ασκούσε σωματική βία, μου έσκιζε τα ρούχα, με έσπρωχνε. Ξεκίνησε να χτυπάει το παιδί. Κάθε μέρα ξυπνούσα με τον φόβο “τι θα βρει πάλι σήμερα για να κάνει φασαρία”. Δεν ήθελα να ξυπνήσω. Μου έσπασε το χέρι, μου επέβαλε να πετάξω την ακτινογραφία και τη διάγνωση για να μην υπάρχουν αποδείξεις για την κακοποίησή μου, κάτι που τελικά δεν έκανα ώστε να έχω ένα αποδεικτικό στοιχείο εις βάρος του», περιγράφει.
Πλέον προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της, ζώντας μαζί με το παιδί της σε ασφαλές μέρος. Απευθυνόμενη σε γυναίκες που βιώνουν όσα εκείνη έζησε, υπογραμμίζει: «Το μόνο που πρέπει να φοβούνται είναι ο εαυτός τους, γιατί αυτός είναι που δίνει χώρο στον κακοποιητή να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Να μην περιμένουν βοήθεια από κανέναν παρά μόνο από τον εαυτό τους. Να μη φοβούνται, να καταγγέλλουν, να συλλέγουν αποδείξεις, να μαζεύουν χρήματα ώστε να οργανώσουν τη φυγή τους».
Αλεξάνδρα Μάκου – «Δεν θέλουμε άλλα κορίτσια θύματα»
Για τραύμα που με κάθε νέα γυναικοκτονία βαθαίνει μιλά η Αλεξάνδρα Μάκου, η μητέρα της αδικοχαμένης Γαρυφαλλιάς που δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της στη Φολέγανδρο: «Δεν θέλουμε άλλα κορίτσια θύματα γυναικοκτονιών. Πρέπει κάπου να σταματήσει αυτό. Λυπάμαι πάρα πολύ γι’ αυτά τα κορίτσια που φεύγουν έτσι άδικα και για τις οικογένειες που μένουν πίσω. Λυπάμαι και ντρέπομαι».
Η ίδια επιμένει στη νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία». «Να θεσπιστεί ο όρος. Να γίνει ένα πρώτο βήμα αναγνώρισης αυτού του φαινομένου. Δεν έχουμε μόνο γυναικοκτονία, αλλά και γενοκτονία. Είναι ένα γένος πίσω από αυτά τα κορίτσια, τη Γαρυφαλλιά, την Ερατώ, την Καρολάιν, την Κατερίνα, την Ντόρα. Εμείς προσπαθούμε να γίνουμε η φωνή τους, να γίνουμε τα βήματά τους μήπως και αλλάξει τίποτα σε αυτόν τον τόπο. Και το φωνάζω: Οχι άλλη Γαρυφαλλιά».
Για όσα έγιναν στους Αγίους Αναργύρους σημειώνει ότι «αποτυπώνουν όλη την παθογένεια της κοινωνίας μας. Ερχονται κορίτσια να μου καταγγείλουν ανθρώπους που τους κακοποιούν και τους έχω πει άπειρες φορές να πάμε στην Αστυνομία. Μου λένε “φοβάμαι να πάω στην Αστυνομία, θα μου πουν γιατί πήγα και γιατί να κάνω μήνυση, αυτός θα είναι ελεύθερος αύριο το πρωί, δεν φοβάσαι περισσότερο;”. Δηλαδή, οι Αρχές αποτρέπουν την καταγγελία. Ορίστε, πήγε η κοπέλα, κατήγγειλε και τι έγινε», καταλήγει.
Κούλα Αρµουτίδου – «Zω από την αρχή τη δολοφονία της Ελένης»
Η Κούλα Αρμουτίδου, μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, από την πλευρά της, λέει πως κάθε φορά που μαθαίνει για μια νέα γυναικοκτονία ξυπνούν οι μνήμες από τη χειρότερη μέρα της ζωής της. «Είναι σαν να ζω από την αρχή τη δολοφονία της Ελένης. Μου ξύνουν τις πληγές μου. Νιώθω μέσα μου να με έχει πλημμυρίσει αίμα. Αίμα του παιδιού μου που το χτυπούσαν με κάθε μορφής βία. Τώρα που δολοφόνησαν την Κυριακή, είναι σαν να χτυπούσαν εμένα. Είναι τρομερό να βλέπεις το πλάσμα που με τόση αγάπη μεγάλωσες και έφερες στη ζωή, να σου το στερούν κάτω από τέτοιες συνθήκες και φρικτά βασανιστήρια δύο νταήδες, δύο φρικτοί δολοφόνοι. Δεν μαλακώνει ο πόνος με τίποτα. Εχεις ένα αναμμένο κάρβουνο μέσα στην ψυχή σου που καίει τα πάντα. Δεν υπάρχει ζωή σε μας και δεν θα υπάρξει ποτέ», σημειώνει με θλίψη.
Παράλληλα επισημαίνει την ολιγωρία που επέδειξαν οι Αρχές και στην περίπτωση της Ελένης: «Το 2017 που το παιδί μου πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα Ρόδου, ένας αξιωματικός και ένας αστυφύλακας το πέταξαν σαν σκουπίδι. Πήγε να καταγγείλει και ούτε καν στο βιβλίο συμβάντων δεν κατέγραψαν την καταγγελία. Και την Κυριακή δεν την προστάτεψαν».