Ως γνωστόν, οι οικονομικοί στόχοι της χρονιάς μπαίνουν με την ψήφιση του προϋπολογισμού. Για το 2024 ο κρατικός προϋπολογισμός που ψηφίστηκε στα μέσα Δεκεμβρίου προέβλεπε ρυθμό ανάπτυξης 2,9%. Την περασμένη Παρασκευή σε ένα απολογιστικό δελτίο οικονομικών εξελίξεων το υπουργείο Οικονομικών υιοθέτησε, χωρίς να αιτιολογεί το γιατί, τις χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν, που προέβλεπαν ανάπτυξη 2,3% για το τρέχον έτος. Η διαφορά μεταξύ των δύο προβλέψεων δεν είναι μικρή, φτάνει το 0,6% του ΑΕΠ. Μετά βεβαιότητας δε επηρεάζει όλους τους στόχους της οικονομικής πολιτικής και θα αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα συνταχθεί το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Οπότε ένα πρόβλημα στο ξεκίνημα της χρονιάς υπάρχει. Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβράδυνση με την οποία έκλεισε το ΑΕΠ το 2023 επηρεάζουν σημαντικά και το 2024.
Στο ίδιο χαμηλότερο ποσοστό (2,3%) ανάπτυξης ήταν και η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος που ανακοινώθηκε χθες από τον διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα. Αυτή τη φορά ωστόσο είχαμε και την αιτιολόγηση. Ο κεντρικός τραπεζίτης ιεράρχησε σε πέντε βασικές αιτίες τους κινδύνους για την οικονομία, δύο εξωτερικούς και τρεις εγχώριους. Για τις δύο πρώτες, την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την αυξημένη αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων, προφανώς δεν ελέγχουμε την έκβασή τους. Ούτε τον επιπρόσθετο των φυσικών καταστροφών, ωστόσο για τα άλλα δύο ελέγχεται η πορεία τους από την κυβέρνηση. Ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε συγκεκριμένα τους κινδύνους από την τυχόν καθυστέρηση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης με τα πρώτα καμπανάκια να έχουν ηχήσει. Επίσης αναφέρθηκε στον κίνδυνο εμφάνισης μεταρρυθμιστικής κόπωσης με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα.
Το ερώτημα ωστόσο είναι πως προχωράμε. Και για αυτό είχε απαντήσεις ο διοικητής της ΤτΕ. Κάνει λόγο για πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 2% κάθε χρόνο, δηλαδή σφιχτό και ασφαλές ταμείο. Ο διοικητής επιμένει στην ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και την επαναξιολόγηση των φοροαπαλλαγών ώστε να τις απολαμβάνουν αυτοί που τις δικαιούνται, αλλά θυμίζει και τη μεγάλη αλλαγή που έρχεται στο δημοσιονομικό πλαίσιο. Ως γνωστόν, από το 2025 ο στόχος των δαπανών θα πρέπει να τηρείται κατά γράμμα και κάθε απόκλιση ή υπέρβαση, για παράδειγμα, για την καταβολή ενός επιδόματος, θα πρέπει να συνοδεύεται από τη λήψη ενός νέου μέτρου ισόποσης αύξησης των εσόδων. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για στενό κορσέ. Λέει και άλλα, όπως την ενσωμάτωση μεταναστών, την ενίσχυση των δεξιοτήτων, τη μείωση των κινήτρων πρόωρης συνταξιοδότησης και μια προσοχή στις μισθολογικές αυξήσεις που δεν συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα. Αναφέρει μεταρρυθμίσεις όπως την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, την εξάλειψη των ολιγοπωλιακών πρακτικών, αλλά και την αντιμετώπιση του υψηλού ιδιωτικού χρέους που βρίσκεται εκτός τραπεζικού τομέα.
Ενα ολόκληρο δηλαδή πρόγραμμα διακυβέρνησης περιγράφει ο Γιάννης Στουρνάρας, τη στιγμή που όσο και να το αρνείται η κυβέρνηση, ένα «κράτει» παρατηρείται. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι όλα σχεδόν τα μέτρα που προτείνει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κινούνται στον προνομιακό χώρο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία αν τα εφαρμόσει είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μπορέσει να πετύχει τον στόχο της ανάπτυξης όχι μόνο για φέτος, αλλά και για υπόλοιπα χρόνια.