Αν αύριο είμαι εγώ, μαμά, αν αύριο δεν επιστρέψω, κατάστρεψε τα πάντα.
Αν αύριο έρθει η σειρά μου, θέλω να είμαι η τελευταία.
Απόσπασμα από ποίημα της περουβιανής
ακτιβίστριας Κριστίνα Τόρες – Κακέρες
Ηταν κι εκείνη νέα, είχε κι εκείνη ένα πρόσωπο όμορφο και χαμογελαστό, στοίχειωσε κι αυτό, άθελά του, μια ολόκληρη χώρα. Την έλεγαν Τζούλια Τσεκετίν, ήταν 22 χρόνων, σπούδαζε μηχανικός βιοϊατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας, ετοιμαζόταν να πάρει το πτυχίο της όταν εξαφανίστηκε, στις 11 Νοεμβρίου του 2023. Η σορός της βρέθηκε οκτώ ημέρες αργότερα, πεταμένη σε μια χαράδρα, καλυμμένη με πολλές μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Ο δράστης συνελήφθη την επομένη κοντά στη Λειψία, στη Γερμανία, κάπου 1.000 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος. Προσπαθούσε να διαφύγει, αλλά ο ίδιος είχε ξεμείνει από χρήματα και το αυτοκίνητό του από βενζίνη, βρέθηκε ακινητοποιημένο στη ΛΕΑ ενός αυτοκινητοδρόμου. Τον λένε Φίλιπο Τουρέτα, είναι 22 χρόνων, είχαν γνωριστεί με την Τζούλια στο πανεπιστήμιο, είχαν σχέση για περίπου έναν χρόνο, εκείνη τον είχε εγκαταλείψει στο τέλος του καλοκαιριού, δεν άντεχε άλλο τον κτητικό και χειριστικό χαρακτήρα του, εξακολουθούσε όμως καμιά φορά να τον βλέπει, ίσως να τον λυπόταν γιατί της έλεγε πως δεν άντεχε μακριά της, πως είχε πάθει κατάθλιψη και σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Τη σκότωσε με 26 μαχαιριές, «στο πρόσωπο, τον λαιμό, τα χέρια, τα πόδια», στο πάρκινγκ μιας βιομηχανικής ζώνης, κάποιος είδε κάτι και πήρε το 100, «αλλά όλα τα περιπολικά της περιοχής ήταν απασχολημένα», κάποιος άλλος είχε δει και νωρίτερα τους δύο νέους να τσακώνονται κι εκείνη να φωνάζει «Με πονάς!» σε ένα τοπικό McDonald’s, αλλά δεν είχε θεωρήσει σκόπιμο να παρέμβει.
Ούτε το πρώτο θύμα γυναικοκτονίας στην Ιταλία ήταν η Τζούλια, ούτε το τελευταίο. Για την ακρίβεια, ήταν το 106ο από τις αρχές της χρονιάς, σε μια χώρα που μετράει κατά μέσο όρο μία γυναικοκτονία κάθε 72 ώρες. Κάτι περίεργο συνέβη ωστόσο με τη συγκεκριμένη, ίσως ήταν η ηλικία του θύματος και του δράστη, ίσως ήταν οι μέρες που το κοινό έμεινε να παρακολουθεί καθηλωμένο τις έρευνες και την αναζήτηση, μάλλον όμως ήταν περισσότερο η οικογένεια της Τζούλια που αποφάσισε να μετατρέψει το πένθος της σε βήμα. Σε μία επιστολή της που δημοσιεύτηκε στην «Corriere della Sera» στις 20 Νοεμβρίου, κατόπιν σε όλες τις δημόσιες παρεμβάσεις της, η αδελφή της, η Ελενα, διαβεβαίωσε πως ο δολοφόνος της δεν είναι ένα τέρας, πως οι δολοφόνοι που χαρακτηρίζουμε συνήθως κατ΄ αυτόν τον τρόπο «δεν είναι άρρωστοι, είναι οι καθ’ όλα υγιείς γιοι της πατριαρχίας».
Στην κηδεία της Τζούλια, που πραγματοποιήθηκε παρουσία πλήθους κόσμου, ανάμεσά τους και πολλών επισήμων, στη Μονή της Αγίας Ιουστίνης, στην Πάντοβα, στις 5 Δεκεμβρίου, ο πατέρας της, ο Τζίνο Τσεκετίν, που είχε ήδη χάσει τη σύζυγό του ενάμιση χρόνο νωρίτερα από καρκίνο, κάλεσε τους άνδρες να γίνουν «παράγοντες της αλλαγής» και κατήγγειλε εκείνους που «υπερασπίζονται την πατριαρχία όταν κάποιος βρίσκει τη δύναμη να την αποκαλέσει με το όνομά της». Το σύνθημα «Για την Τζούλια, καταστρέψτε τα πάντα», που λάνσαρε η αδελφή της εμπνεόμενη από ένα ποίημα της περουβιανής ακτιβίστριας Κριστίνα Τόρες – Κακέρες, έγινε μια πραγματική πολεμική ιαχή, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, κάθε ηλικίας, το φώναξαν στις 25 Νοεμβρίου, Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, στον Μεγάλο Ιππόδρομο της Ρώμης.
Λένε πως η αφύπνιση που προκάλεσε το έγκλημα αυτό συνετέλεσε σημαντικά ώστε να σπάσει κάθε ρεκόρ προσέλευσης στις κινηματογραφικές αίθουσες της Ιταλίας, ξεπερνώντας ακόμα και τον «Οπενχάιμερ» ή την «Μπάρμπι», η ταινία «Μένει ακόμα το αύριο» της Πάολα Κορτελέσι – ένα μαυρόασπρο νεορεαλιστικό δράμα, μπολιασμένο όμως με μπόλικη σάτιρα, που τοποθετείται στη Ρώμη του 1946 και δείχνει την επίπονη χειραφέτηση μιας «μάνας κουράγιο», η οποία εξεγείρεται ενάντια στη βία που υφίσταται αδιαμαρτύρητα από τον σύζυγό της μόνον όταν συνειδητοποιεί ότι η κόρη της έχει επιλέξει ασυνείδητα τον ίδιο δρόμο. Λένε πως υπάρχει στην ταινία αυτή μία χορογραφημένη σκηνή βίας, υπό τους ήχους ενός τραγουδιού που μιλάει για την αγάπη, που μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλη εκείνης της σκηνής από τον «Μεγάλο Δικτάτορα», όπου ο Τσάρλι Τσάπλιν χορεύει με μία υδρόγειο στα χέρια – σύντομα πιθανόν να αποκτήσουμε ιδίαν άποψη, η ταινία θα ανεβεί στο Netflix.
Λένε, σε κάθε περίπτωση, πως στη συλλογική συνείδηση της Ιταλίας υπάρχει πια ένα «πριν» και ένα «μετά» τη δολοφονία της Τζούλια Τσεκετίν. Η κυβέρνηση ψήφισε νέα μέτρα πρόληψης της έμφυλης βίας. Η αδελφή της, με τη στήριξη πολλών ηθοποιών, μουσικών, συγγραφέων, influencers και απλών πολιτών, δίνει μάχη πλέον ώστε να αναγνωριστεί νομικά ως επιβαρυντική περίσταση η γυναικοκτονία. Ας μην περιμένουμε και πολλά, πάντως, από τους κυβερνώντες, από τους πολιτικούς, από τους αστυνομικούς, ή μάλλον, ας μην περιμένουμε περισσότερα από όσα περιμένουμε από εμάς τους ίδιους: εικόνες της κοινωνίας είναι, και μας μοιάζουν.