Οι Αρχές της Δημοκρατία της Τσετσενίας αποφάσισαν περιορισμούς στους ρυθμούς της μουσικής, οι οποίοι θα πρέπει να συμμορφωθούν με τους αυστηρούς πολιτιστικούς κανόνες της περιοχής και έτσι ανακοίνωσαν ότι όποια κομμάτια θεωρούνται πολύ γρήγορα ή πολύ αργά, θα απαγορεύονται.
Την ανακοίνωση έκανε ο υπουργός Πολιτισμού, Μούσα Νταντάγιεφ, ο οποίος κατόπιν εντολών και σε συνεργασία με τον ηγέτη της χώρας, Ραμζάν Καντίροφ γνωστοποίησε την απόφαση να περιοριστούν όλες οι μουσικές, φωνητικές και χορογραφικές συνθέσεις σε ρυθμό που κυμαίνεται από 80 έως 116 bpm (Beats Per Minute).
«Εγώ ανακοίνωσα την τελική απόφαση, που συμφωνήθηκε με τον επικεφαλής της Δημοκρατίας της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ, ότι στο εξής όλα τα μουσικά, φωνητικά και χορογραφικά έργα πρέπει να ανταποκρίνονται σε ρυθμό 80 έως 116 bpm», δήλωσε ο Νταντάγιεφ, σύμφωνα με το TASS.
Σύμφωνα με την οδηγία του Καντίροφ, η Τσετσενία θα διασφαλίζει πλέον ότι οι μουσικές και χορευτικές δημιουργίες των Τσετσένων, θα ευθυγραμμίζονται με την «τσετσενική νοοτροπία και τον μουσικό ρυθμό», με στόχο να μεταφέρουν «στον λαό και στο μέλλον των παιδιών μας την πολιτιστική κληρονομιά του τσετσενικού λαού», πρόσθεσε ο Νταντάγιεφ.
«Ο δανεισμός της μουσικής κουλτούρας από άλλους λαούς είναι ανεπίτρεπτος», δήλωσε ακόμα ο Νταντάγιεφ.
Τι σημαίνουν οι περιορισμοί στον ρυθμό
Το νέο πρότυπο ρυθμού, το οποίο είναι σχετικά αργό στο πλαίσιο της λαϊκής μουσικής, ανακοινώθηκε σύμφωνα με τους The Moscow Times μετά τη συνάντηση του υπουργού Πολιτισμού με τοπικούς και δημοτικούς καλλιτέχνες.
Οι ντόπιοι καλλιτέχνες διατάχθηκαν να «ξαναγράψουν» τη μουσική τους μέχρι την 1η Ιουνίου για να προσαρμοστούν στις αλλαγές. «Διαφορετικά, δεν θα τους επιτραπεί η δημόσια εκτέλεση», έγραψε το υπουργείο Πολιτισμού σε ανακοίνωσή του στο Telegram.
Πολλά είδη της εγχώριας και παραδοσιακής μουσικής βρίσκονται ήδη στο εύρος 80-116 BPM.
Ο περιορισμός σημαίνει ότι θα απαγορευτούν πολλά τραγούδια και θα απέκλειε πολλά σύγχρονα και δυτικά είδη μουσικής όπως η ποπ και η τέκνο.
Ο Καντίροφ είναι ηγέτης της Τσετσενίας από το 2007 και έχει κατηγορηθεί ότι κατά την περίοδο της θητείας του έχει κυβερνήσει με αυταρχικό τρόπο, προσπαθώντας να καταπνίξει κάθε μορφή διαφωνίας.
Επίσης, έχει κατηγορηθεί για ένα κύμα βίας κατά των ΛΟΑΤΚΙ+, συμπεριλαμβανομένων αναφορών για εκκαθαρίσεις κατά των ομοφυλοφίλων, τις οποίες ο ΟΗΕ περιέγραψε ως «πράξεις δίωξης και βίας πρωτοφανούς κλίμακας».