Η Αθήνα αλλάζει. Και η όψη της και τα στέκια της και τα ήθη της. Τόσο γρήγορα μάλιστα ώστε προσωπικές μου αναφορές που μου φαίνονται, αν όχι σημερινές, το πολύ-πολύ χθεσινές, έχουν περάσει ήδη στη μεγάλη περιοχή του βίντατζ και του ρετρό. Είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό, όση μελαγχολία κι αν προκαλεί σε πολλούς από εμάς. Οι πόλεις προσαρμόζονται στις ανάγκες των κατοίκων της. Αν νοσταλγούμε, που λέει ο λόγος, «το παλιό το αμαξάκι, τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως, τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός» ή έστω «κάτι νύχτες με φεγγάρι μέσ’ στα θερινά τα σινεμά μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά», δεν θα έπρεπε, πρώτα απ’ όλα, να είχαμε αλλάξει εμείς.
Οπως και να ‘χει, οι εικόνες μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια είναι πολύτιμο υλικό. Δεν τροφοδοτούν μόνο τη νοσταλγία αλλά συνθέτουν την ιστορία μίας πόλης αρχαίας και νεότατης συγχρόνως που σε κάποιες περιόδους, εκ των αναγκών και των συνθηκών, εξελίχθηκε βίαια. Γι’ αυτό και διάβαζα με μεγάλο ενδιαφέρον το θέμα του Γιάννη Ζουμπουλάκη στα χθεσινά «ΝΕΑ» για το αφιέρωμα της Ενωσης Σκηνοθετών – Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου «Landmarks 2: Το σινεμά στο κέντρο, η Αθήνα στο σινεμά». Πρόκειται για τέσσερις ενότητες προβολών, σε κεντρικούς κινηματογράφους, ταινιών που έχουν φόντο την πόλη: «Αληθινά Εγκλήματα στην Αθήνα», «Αθήνα Πόλη Λαβύρινθος», «Αθέατη Αθήνα», «Queer Αθήνα».
Εξαιρετική ιδέα και αξιόλογες οι ταινίες του αφιερώματος. Ωστόσο, παρατήρησα κάτι. Αν εξαιρέσεις τη «Μαγική Πόλη» (1954) του Νίκου Κούνδουρου, οι υπόλοιπες ταινίες είναι παραγωγές της δεκαετίας του 1970 και μετά. Που σημαίνει ότι απουσιάζει μια ολόκληρη εικοσαετία η οποία συμπίπτει με την εποχή που η πόλη άλλαζε με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Και επίσης με την περίοδο της ακμής τού, λεγόμενου, εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου.
Σε αυτόν τον κινηματογράφο όμως έχει καταγραφεί με τρόπο εξαιρετικό η Αθήνα της εποχής. Να θυμηθώ ταινίες; Να αρχίσω από τη «Στέλλα» όπου ο χωματόδρομος με τα χαμόσπιτα στον οποίο ο Φούντας μαχαιρώνει τη Μελίνα είναι η οδός Καλλιδρομίου, ενώ επίσης στις σκηνές της παρέλασης βλέπουμε το κέντρο και τα μαγαζιά του στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950; Το Κολωνάκι με μονοκατοικίες στη «Θεία από το Σικάγο»; Τη σχεδόν άδεια από αυτοκίνητα λεωφόρο Συγγρού και την εντελώς άδεια Ποσειδώνος στις αυτοκινητάδες των δαλιανιδικών μιούζικαλ; Ή μήπως το «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα»; Ολη η ταινία μία τοιχογραφία της Αθήνας στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι τελευταίες αθηναϊκές αυλές πριν περάσει από πάνω τους η μπουλντόζα της αντιπαροχής, το όνειρο για το «διαμερισματάκι», η οικιακή βοηθός πανταχού παρούσα, ακόμη και στα σπίτια μέτριας οικονομικής κατάστασης. Ενώ δεν θυμάμαι σε πόσες ταινίες αναφέρεται ο «καινούργιος» δρόμος για το Σούνιο.
Ναι, ίσως το συγκεκριμένο αφιέρωμα έχει μια θεματολογία στην οποία μπορεί να μη χωράει κάποια από αυτές τις ταινίες. Οι περισσότερες όμως υπάγονται σε μία άλλη κατηγορία που θα μπορούσε να είχε τίτλο «Η πόλη της επίπλαστης αθωότητας». Η οποία εξακολουθεί να μας πείθει, παρότι γνωρίζουμε την πλαστότητά της.
Για το Παλάς
Ενας ακόμη εμβληματικός κινηματογράφος κλείνει μετά από έναν, σχεδόν, αιώνα λειτουργίας. Πρόκειται για το Παλάς στο τέρμα Παγκρατίου. Και άρχισαν πάλι οι επικήδειοι με παράλληλα σχόλια για την αδιαφορία του κράτους που θέλει να μετατρέψει την Αθήνα σε μια τουριστική Ντίσνεϊλαντ, και να πάλι το gentrification και το Airbnb και όλα αυτά τα δαιμονοποιημένα.
Ψυχραιμία, παιδιά. Πρώτα από όλα, αυτή τη μουρμούρα την ακούω από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τότε που άρχισαν να αλλάζουν χρήση οι κινηματογραφικές αίθουσες και να γίνονται σουπερμάρκετ. Τότε έλεγαν ότι φταίει η τηλεόραση που κέρδιζε την παρτίδα με το σινεμά. Τα δε σουπερμάρκετ ήταν η μεγάλη μπίζνα της εποχής. Σήμερα, με τις δεκάδες πλατφόρμες, αναρωτιέμαι πόσοι πλέον πάνε στον κινηματογράφο τόσο τακτικά ώστε να μπορούν να συντηρήσουν μια αίθουσα. Και πόσοι από αυτούς δεν καταφεύγουν στην ευκολία του multiplex. Πριν λοιπόν κλάψουμε για μία αίθουσα που κλείνει, ας σκεφτούμε τι κάναμε εμείς για τη συντήρησή της.