Κάποια στιγμή θα έπρεπε να μιλήσουμε για ένα πολύ ουσιαστικό και διαρκώς ανανεούμενο καθημερινώς «θέμα», όπως φαίνεται – τι φαίνεται; Ολοφάνερα αποδεδειγμένο – να διερχόμαστε μια περίοδο τρομακτικής έξαρσής του. Εννοούμε όλα αυτά τα χαμογελαστά, όταν δεν εμφανίζονται ξεκαρδισμένα στα γέλια, πρόσωπα, κυρίως στον χώρο της πολιτικής, που νομίζουν ότι πιστώνονται με μια τόση επιτυχία με όσα λένε και πράττουν ώστε να τους επιτρέπεται να εμφανίζονται ως «ούφο», σε σχέση με όσα συμβαίνουν τόσο στο άμεσο περιβάλλον τους όσο και σε εξόχως δραματικά, αν και μακρινά σε σχέση με τα ίδια, περιβάλλοντα.
Και δεν εννοούμε, και δεν μας ενδιαφέρει, ούτε καταγγέλλουμε την απεχθέστερη μορφή κοινωνικής υποκρισίας, τη μια στιγμή να δηλώνουν συγκλονισμένοι με μια καταστροφή ή με ένα έγκλημα και την επόμενη, ακριβώς την επόμενη στιγμή, να συμπεριφέρονται με έναν τρόπο που μοιάζει όχι μονάχα να μην έχουν συγκλονιστεί, αλλά αν η καταστροφή και το έγκλημα επαναλαμβάνονταν στο διηνεκές, στην ουσία δεν θα ίδρωνε καν το αφτί τους. Γίνεται πολύς λόγος το τελευταίο διάστημα, κυρίως στον χώρο της πολιτικής, για το στοιχείο της ενσυναίσθησης με πρώτους στην καταπάτησή του όσους τη μετέρχονται ως έναν απαραβίαστο όρο ώστε το ενδιαφέρον για τα κοινά να μοιάζει γνήσιο και ειλικρινές.
Κυρίως αν λάβει κανείς υπόψη του τις αστραπιαίες μεταμορφώσεις τους σε σχέση με τον οδυνηρό συγκλονισμό που τον διαδέχεται η απροκάλυπτη ικανοποίηση όταν εξυπηρετούνται τα «προσωπικά», κομματικά τους συμφέρονται, σάμπως και όλο το πρόβλημα όσον αφορά τα κακώς κείμενα να μην είναι η επούλωσή τους, αλλά κατά πόσο συμβάλλουν με την καταγγελία τους να πρωτεύει ο πολιτικός σε έναν αγώνα που ενώ φαίνεται να αποσκοπεί να βοηθήσει τους άλλους, σημασία έχει να στεφθείς ο ίδιος ως νικητής. «Ντροπής πράγματα» θα έλεγε ο απλός, καθημερινός άνθρωπος, που με όσα και αν έχει ζήσει, βιώσει και υποστεί δεν δέχεται η εξαργύρωση των αξιών ή της όποιας αλήθειας ή ακόμη του οποιουδήποτε θυμού, οργής ή καταγγελίας να προηγείται της ανάγκης κάτι επιτέλους να συμβεί, κάποια αλλαγή προς το στοιχειωδώς καλύτερο. «Μα πιστεύετε ειλικρινά πως αν δεν περίσσευε αυτό το είδος της κοινωνικής υποκρισίας, θα ήταν τα πράγματα καλύτερα;» θα αναρωτηθεί ένας φύσει και θέσει καλοπροαίρετος άνθρωπος. Αναμφισβήτητα, ναι.
Οπως συμπίπτουν οι αποφάσεις όσων διαχειρίζονται την τύχη της ανθρωπότητας να επιλέγονται συχνά οι πιο οδυνηρές για τους ίδιους τους ανθρώπους, το ίδιο η συνειδητή, αν και μη ορατή, έλλειψη συμμετοχής σε αυτή τη διαδοχή καταγγελιών για όσα αδιανόητα συμβαίνουν με την εξυπηρέτηση ενός στενού και στεγνού προσωπικού συμφέροντος – και στην περίπτωση κομματικού, αφού μιλάμε για πολιτικούς – θα δημιουργούσε αναπόφευκτα τις προϋποθέσεις για μια ισορροπία ώστε το ηθικά πρακτέο να ταυτίζεται με το πρακτικά ωφέλιμο.
Αν ο όρος «επιτυχία» αποτιμώνταν σε σχέση με το τι θα κατορθωνόταν την κάθε στιγμή, αν όχι για το σύνολο των ανθρώπων, τουλάχιστον για ένα πολύ σεβαστό ποσοστό τους, ενώ θα λογαριαζόταν καταγέλαστος και με τη σειρά του θα προκαλούσε ειρωνικά, ξεκαρδιστικά γέλια όποιος, αν και λογαριάζοντάς την ως προσωπική του υπόθεση, θα διεκδικούσε να επιχαίρουμε και όλοι οι άλλοι, θα πραγματοποιούνταν μια πραγματικά ουσιαστική ανατροπή σε ένα διαιωνιζόμενο απάνθρωπο καθεστώς. Διαφορετικά όταν οι λέξεις σχετικοποιούνται σε τέτοιο βαθμό ώστε, αν και παραμένεις ουσιαστικά αναίσθητος διεκδικείς δάφνες ως συγκλονισμένος και ενώ η ανθρωπότητα αποτυγχάνει καθημερινώς, εσένα σου επιτρέπεται να αισθάνεσαι επιτυχημένος – γιατί αλήθεια; -, μόνο κλάματα θα έπρεπε να προκαλούνται.