Η Ιστορία, ιδίως η διεθνής, δεν ξεκινά να γράφεται την ώρα που καθίσταται πλέον ορατή αλλά, τις πιο πολλές φορές, αρκετά νωρίτερα – ενίοτε δε και μέσα από διαδικασίες που για αλλού ξεκίνησαν και αλλού, προσθετικά, κατέληξαν. Αυτό συνέβη και με τη λεγόμενη συνθήκη της «Εγκάρδιας Συνεννόησης», την Entente Cordiale, που τα 120 χρόνια της γιόρτασαν τη Δευτέρα με έναν πρωτοφανή και έμπλεο συμβολισμών τρόπο οι δύο χώρες που με την υπογραφή της άλλαξαν την πορεία της Ιστορίας: η Γαλλία και η Αγγλία: ανταλλάσσοντας φρουρές, όταν η Γαλλική Ρεπουμπλικανική Φρουρά έκανε την εμφάνισή της για πρώτη φορά στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ μπροστά στον διάδοχο του θρόνου, ενώ οι βρετανοί Γρεναδιέροι με τα μαύρα ψηλά καπέλα στάθηκαν, επίσης για πρώτη φορά, στα σκαλιά του Ελιζέ δίπλα στους γάλλους παραστάτες του Μακρόν.
Και για τις δύο αυτές χώρες με την τεράστια ιστορία, τη γνώση και την ενεργή χρήση των συμβολισμών όσο ελάχιστες στον κόσμο, το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά απλώς συμβολικό πρέπει να θεωρείται. Ιδίως σε αυτή την εποχή και σε αυτές τις συνθήκες.
Η «Εγκάρδια Συνεννόηση» τερμάτισε περίπου οκτώ αιώνες ασταμάτητων σχεδόν συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο αυτές παγκόσμιες δυνάμεις. Ομως δέκα μόλις χρόνια μετά την υπογραφή της, τον Απρίλιο του 1904, υπήρξε η συνθήκη που οδήγησε τελικά και σε κάτι πολύ πιο μελλοντοστραφές και πιο επείγον από τα αίτιά της: στη σύναψη της μεταξύ τους συμμαχίας εναντίον των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, στο ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σήμερα, οι θέσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας έναντι της Ρωσίας είναι κατ’ ουσίαν πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι εκείνες που έχει το Παρίσι με το Βερολίνο, το οποίο, ακόμα και τώρα, βλέπει τη Μόσχα με «άλλο μάτι» και δεν θέλει να κόψει τις γέφυρες με τον ίδιο τρόπο.
Οσο η ενωμένη Ευρώπη κοιμάται – και θα κοιμάται νομοτελειακά επειδή πολύ απλά δεν θέλει να κάνει αλλιώς καθώς δεν υπάρχει κοινή βούληση -, οι συνθήκες οδηγούν πλέον το Παρίσι και το Λονδίνο να ξεχάσουν τις πρόσφατες έριδες που προέκυψαν από ζητήματα τα οποία προ λίγων ετών είχαν αναχθεί, ανοήτως, σε μείζονα, όπως οι εντάσεις γύρω από το Brexit. Ποιος τις θυμάται πια υπό το κράτος των σημερινών γεγονότων; Ουδείς. Οι δύο χώρες έρχονται όλο και πιο κοντά, καθώς η Ρωσία έχει πλέον αναγκάσει την Ευρώπη να βρεθεί, θέλοντας και μη, αντιμέτωπη με τις αλήθειες που δεν τολμά να κοιτάξει κατάματα, ακόμα και τώρα. Μεγάλα λόγια ακούγονται απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Ομως από έργα, απολύτως τίποτα. Δεν έχει γίνει το παραμικρό για την αμυντική ευρωπαϊκή συνένωση – και ούτε πρόκειται. Η υποκριτική απόκλιση μεταξύ λόγων και έργων είναι πρωτοφανής και αδύνατο να γεφυρωθεί.
Και επειδή οι πολιτικές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων έναντι της ρωσικής απειλής ουδέν βαθύτερο κοινό έχουν, επανασχηματίζεται ο πραγματικός διαχωρισμός σε «Δυτική Ευρώπη» και «Μεσευρώπη»: η Γαλλία και η Βρετανία αντιπροσωπεύουν την πρώτη και η Γερμανία τη δεύτερη – και το ποιος ανήκει ή όχι στην ΕΕ θα έχει κάθε μέρα όλο και μικρότερη σημασία.
Η «Δυτική Ευρώπη» έχει πολύ πιο καθαρή πολιτική έναντι της Ρωσίας από τη «Μεσευρώπη», όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ουσία των συμμαχικών στρατιωτικών πλέον διατάξεων της Γηραιάς Ηπείρου, που από την ώρα που ανοίξουν, τα δεδομένα αλλάζουν εκ νέου ριζικά. Και αυτή δεν είναι η μόνη διαφορά. Η «Δυτική Ευρώπη», εφόσον τελικά ενεργοποιηθεί ως τέτοια, θα έχει, ακόμα και με το ενδεχόμενο της εκλογής Τραμπ, μια ειδική, καθοριστικής σημασίας σχέση με την Ουάσιγκτον. Βέβαιο πάντως είναι ότι η αλλαγή φρουρών ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου.