Ο Σπύρος Μελάς (στη φωτογραφία), ο ιδιόμορφος πολιτικά, αλλά έξοχος λογοτεχνικά λόγιος και συγγραφέας, είχε γράψει μια επιφυλλίδα με θέμα: «Δεν έχω θέμα», ένα αριστούργημα ύφους και ευφυΐας.
Η αφεντιά μου αυτή την εποχή, ύστερα από 53 χρόνια θητεία στις επιφυλλίδες του «ΒΗΜΑΤΟΣ» και των «ΝΕΩΝ», έχω το αντίστροφο θέμα: μέσα στη θύελλα των γεγονότων της εποχής μας, αν είσαι γραφιάς, με την υποχρέωση να καλύψεις για την εφημερίδα τρεις, όπως εγώ, σελίδες την εβδομάδα, δεν λείπουν τα θέματα. Είμαι ένας πολίτης και επαγγελματίας δάσκαλος και γραφιάς. Ως δάσκαλος είμαι υποχρεωμένος να ακολουθώ ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, με το οποίο συχνά διαφωνώ ιδεολογικά (όπως πιστεύω ο καθένας), αλλά το δασκαλίκι είναι μια άκρως ισορροπημένη προσπάθεια να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του προγράμματος της πολιτείας, χωρίς να προδώσεις τις απόψεις σου.
Συχνά χρησιμοποίησα τη μέθοδο της αντιπαράθεσης. Αφού ανέπτυξα την επίσημη άποψη, ανέπτυξα χοντρικά και την άλλη, άλλης ιδεολογίας, οικονομικής λογικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Σε μια εποχή που είχα μαθητές από οικογένειες με τελείως διαφορετικές πολιτικές θέσεις, όπως κομμουνιστές (πρωτοδίδαξα το 1965), άκρως ιδεαλιστικές ή άκρως υλιστικές σε θέματα Παιδείας, αφού συχνά στις τακτικές συναντήσεις με τους γονείς, βρισκόμουν λόγω του επαγγέλματος, της κοινωνικής θέσης, της δημόσιας τοποθέτησης, μπροστά σε αριστερούς, φασίστες, άθεους, αναρχικούς, θρησκόληπτους, ευρωπαϊστές, αμερικανοτραφείς και φανατικά ελληνολάτρες παραδοσιακούς. Στις ορισμένες μέσα στο σχολικό έτος συναντήσεις με τους γονείς αντιμετώπιζα ερωτήσεις συχνά επιθετικές για τον τρόπο προσέγγισης καίριων προβλημάτων της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, βρισκόμουν αντιμέτωπος με οικογενειακές απόψεις, παραδόσεις, τύχες, περιπέτειες των γονιών των μαθητών.
Την εποχή της Χούντας είχα μαθητές με τους πατεράδες τους στην εξορία και άλλους γιους και θυγατέρες αξιωματικών έντονα εκτεθειμένων χουντικών. Από την άλλη είχα συνάδελφο εκπαιδευτικό θεολόγο που είχε τεράστιο πρόβλημα, όταν στην καθιερωμένη από το πρόγραμμα πρωινή προσευχή κάποιος μαθητής δε σηκωνόταν από το θρανίο, χωρίς να είναι προκλητικός, αλλά εμφανώς διαφοροποιημένος από μια συνήθη σχολική καθημερινή δραστηριότητα. Πολλά παιδιά βαριούνται πρωινιάτικα να κάνουν προσευχή, αλλά όταν το πρόγραμμα το απαιτεί, το υφίστανται, αλλά αισθάνονται σχεδόν ζήλεια που δεν μπορούν, λόγω αγωγής και οικογενειακής συνήθειας, να ακολουθήσουν την τολμηρή ενέργεια του συμμαθητή τους. Αντιμετώπισα συχνά γονείς που έρχονταν, άλλοι να διαμαρτυρηθούν που το παιδί τους καθόταν στο θρανίο με έναν άλλο, πιο «ιδιαίτερο» μαθητή και άλλοι για τους αντίθετους λόγους. Υπήρχαν μαθητές των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου που έρχονταν και άπλωναν στο θρανίο, μαζί με το πρόχειρο και τα μολύβια, εικονίτσες με αγίους.
Στα 60 χρόνια εκπαιδευτικού βίου δάσκαλος είχα μαθητή που ο πατέρας του είχε σκοτώσει τη μητέρα του, γιατί τη συνέλαβε με τον εραστή της στην Ηλιούπολη! Και είχα μαθήτρια που ο πατέρας της είχε εκτελεστεί από τη Χούντα. Και ήταν συμμαθήτρια με γιο αξιωματικού της Γενικής Ασφάλειας. Δεν ήταν, ευτυχώς, πολλοί οι γονείς που έρχονταν να ζητήσουν να αλλάξει θρανίο το παιδί τους, επειδή καθόταν με μαθητή γονιού του καθεστώτος. Και άλλοι, πληροφορημένοι από τους φακέλους που απαιτούσαν να αλλάξει τάξη το παιδί τους, επειδή ήταν συμμαθητής με γιο εξόριστου αριστερού, απλώς δημοκράτη.
Ενας δάσκαλος, όπως εγώ, σε ένα ιδιωτικό σχολείο στην Ηλιούπολη έπρεπε να αντιμετωπίσω συχνά δύσκολες καταστάσεις, όταν γονείς απαιτούσαν το παιδί τους να αλλάξει σχολικό περιβάλλον, είτε διότι βρίσκονταν οι γονείς σε αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο, είτε είχαν συμμαθητές τέκνα πολιτικών που βρίσκονταν στη φυλακή. Θυμάμαι πως, όταν ήρθε κάποιος γενικός επιθεωρητής και ζήτησε από τον σύλλογο να του αναφέρουμε προβλήματα, εγώ έθεσα αυτό το πρόβλημα και ο προϊστάμενος μου είπε: «Μη με ανακατεύεις με αυτά, εγώ ήρθα να προγραμματίσω την ύλη της Γραμματικής και της Ιστορίας».
Εγώ, λόγω οικογενειακής παράδοσης (ο πατέρας μου, φιλόλογος, είχε εξοριστεί το 1955) είχα σημαδεμένα χαρτιά. Οταν, λοιπόν, την περίοδο της Χούντας μαθητής μου βρέθηκε στην Μπουμπουλίνας, ζήτησα να μάθω τους λόγους κράτησής του από τον υπεύθυνο λοχαγό. Με αντιμετώπισε με περιφρόνηση. Τότε έβγαλα από την τσάντα μου ένα κείμενο με θέμα την 25η Μαρτίου, έκθεση προγραμματισμένη από το υπουργείο Παιδείας. Το έδωσα στον αξιωματικό κι όταν του είπα πως το κείμενο που διάβασε ήταν του μαθητή που ήταν στο κρατητήριο, έπαθε κολάψους. Αλλά δεν τον λυπήθηκα, του έδωσα κι άλλο κείμενο, κατακόκκινο από λάθη, ανόητο, βλακώδες, για το ίδιο θέμα κι όταν του είπα πως αυτός ο μαθητής που το είχε γράψει ήταν γιος δημάρχου διορισμένου από τη Χούντα, έβαλε τα κλάματα.
Τόλμησα τότε κάτι που, αν υπήρχε κάποιος έξυπνος καθεστωτικός, ακόμη και γονιός, θα είχα απολυθεί! Κάποια στιγμή διάβασα στην τάξη από το επίσημο βιβλίο μια περίοδο που κατέγραφε (τρομάρα της) τις απόψεις της εκπαιδευτικής τύφλας της Χούντας και μετά διάβασα το ανάλογο κεφάλαιο από το καταργημένο βιβλίο της εποχής Παπανούτσου, ενός όχι αριστερού, αλλά φωτισμένου αστού εκπαιδευτικού. Κι όμως, τόλμησα να το κάνω και όταν ήρθε να με επιθεωρήσει ένας διορισμένος επιθεωρητής κι έπαιξα ένα σκληρό παιχνίδι. Διάβασα το κεφάλαιο που έπρεπε να διδαχθεί από το βιβλίο της εποχής Παπανούτσου. Εγινε ανοιχτή συζήτηση από τα παιδιά που αγνοούσαν, βέβαια, την πηγή. Οταν τέλειωσε η συζήτηση και ο κύριος επιθεωρητής σηκώθηκε και συνεχάρη τα παιδιά και για τη γλώσσα τους και για τις απόψεις, κατάλαβα ότι αγνοούσε το βιβλίο. Αφησα το μάθημα να τελειώσει με τους επαίνους του και στους μαθητές και στον καθηγητή και, όταν γυρίσαμε στο γραφείο, του αποκάλυψα την απάτη. Εβαλε τα κλάματα, γιατί άφησε να εννοηθεί πως υπήρξε δάσκαλος πριν από τη Χούντα και είχε διδάξει ανάλογα εγχειρίδια.
Πρέπει να το αναγνωρίσω, κανείς εκπαιδευτικός δεν κατήγγειλε τέτοιες κασκαρίκες εις βάρος των αγράμματων χουντικών.