Η Κριστίν Λαγκάρντ και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες δεν είχαν άλλα περιθώρια παρά να στείλουν σαφές μήνυμα στις αγορές για μείωση των επιτοκίων μέσα στο καλοκαίρι. Τρομάζουν και δεν το κρύβουν στο ενδεχόμενο οι αποφάσεις τους να βυθίσουν στην ύφεση την Ευρώπη. Στοιχεία όπως η απροσδόκητη μείωση στη ζήτηση εταιρικών δανείων που δημοσιεύτηκαν πριν από μερικές μέρες, περιορίζοντας τις προσδοκίες για επικείμενη ανάκαμψη της παραγωγής, συνέβαλαν και αυτά, όπως και μια ξεχωριστή έρευνα, που έδειξε ότι οι εταιρείες της Ευρώπης θα επιβραδύνουν τις μισθολογικές αυξήσεις μέσα στο έτος. Η επικεφαλής της ΕΚΤ το είπε τόσο ξεκάθαρα για πρώτη φορά, «δεν θα περιμένουμε να επιστρέψουν όλα στο 2% για να δράσουμε», σημάδι ότι περισσότερο την προβληματίζει η επιβράδυνση της οικονομίας. Ο πληθωρισμός της ευρωζώνης μειώθηκε από το ανώτατο επίπεδο του 10,6% το 2022, στο 2,4% τον Μάρτιο που μας πέρασε.
Στην Ελλάδα με τον πληθωρισμό να επιμένει πάνω από το 3%, αλλά και σε αντίθεση με άλλες χώρες να καταγράφει ανάπτυξη πάνω από 2%, η εξέλιξη είναι σημαντική. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το δημοσιονομικό περιβάλλον έχει γίνει ήδη ασφυκτικό και από το 2025 θα γίνει ακόμα περισσότερο. Μόνη ανάσα παραμένει η μεγέθυνση της οικονομίας. Με οποιονδήποτε τρόπο (κυρίως μεταρρυθμίσεις). Η μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ μπορεί να συμβάλει όμως καθοριστικά. Το ότι οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αγορές των ελληνικών προϊόντων, θα βοηθηθούν από την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής είναι και αυτό βέβαιο, δεδομένων των συγκεκριμένων – εξαρτώμενων – χαρακτηριστικών που εμφανίζει από τις συγκεκριμένες χώρες η ελληνική οικονομία.
Θα επιτρέψει παράλληλα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα να σηκώσει ανάστημα. Ηδη οι εγχώριες τράπεζες βλέποντας μια μικρή επιβράδυνση της ήδη μικρής ζήτησης για δάνεια, έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν τα κριτήρια δανειοδότησης, όπως έδειξαν τα στοιχεία πρώτου τριμήνου. Ξαφνικά έχουν κάνει την εμφάνισή τους στεγαστικά δάνεια που χρηματοδοτούν το 90% της αγοράς ενός σπιτιού, όταν επί χρόνια ο κόφτης έμπαινε στο 50%-70%. Προφανώς βοήθησε και το επιδοτούμενο από το Δημόσιο πρόγραμμα «Σπίτι μου» (9.800 εγκρίσεις). Σε κάθε περίπτωση κάτι κουνήθηκε. Μαζί άρχισαν να μειώνουν και τα επιτόκια, πριν ξεκινήσει να το κάνει η ΕΚΤ, εκμεταλλευόμενες το περιθώριο που τους δίνουν τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων.
Προφανώς έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε για να πούμε ότι η τραπεζική πίστη συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας με επιθετικό τρόπο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ετησίως οι νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων πριν από το 2010 ξεπερνούσαν τα 12 δισ. ευρώ και τώρα με το ζόρι το 1,3 δισ. ευρώ. Ωστόσο εάν δεν υπάρξει θεαματική αλλαγή της κατάστασης στο μέτωπο της τραπεζικής χρηματοδότησης άμεσα και με δεδομένα τα προβλήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης του πολιτικού ρίσκου, τότε πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να κρατήσουμε το βασικό πλεονέκτημα που έχουμε σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, που δεν είναι άλλο από τη μεγάλη διαφορά ανάπτυξης που καταγράφουμε μέχρι σήμερα. Και αυτά δεν πρόκειται να μας τα λύσει η Κριστίν Λαγκάρντ.