Παρακολουθώ με ενδιαφέρον την αλλαγή του πολιτικού λόγου που εκπέμπει η κυβέρνηση. Εστω και με καθυστέρηση μοιάζει να έχει κατανοηθεί ότι η επιστροφή του γνωστού αντισυστημισμού, από ολόκληρη την αντιπολίτευση, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα.
Από κυβερνητικής πλευράς αναδιοργανώνεται το μέτωπο εναντίον όχι πια μόνο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ αλλά και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, και ιδίως της Ελληνικής Λύσης. Η κυβέρνηση αποφάσισε οι αναφορές της να παραπέμπουν στη δεκαετία της κρίσης και αναζητεί τις σημερινές αναλογίες στον τρόπο με τον οποίο ανήλθαν οι πολιτικές δυνάμεις που τότε υπονόμευσαν την πολιτική σταθερότητα και την πορεία της χώρας.
Βεβαίως, το 2024 δεν είναι 2010. Η χώρα δεν αντιμετωπίζει μια χρεοκοπία, οι πολίτες δεν είναι αντιμέτωποι με την κατάρρευση των εισοδημάτων τους, με την οικονομική αβεβαιότητα και τον φόβο της απώλειας του βιοτικού επιπέδου τους. Ωστόσο, και σήμερα υπάρχουν προβλήματα και παράγονται συμβολισμοί και συναισθήματα αντίθετα με τους κυβερνητικούς στόχους, που μπορούν να μεγεθυνθούν. Κι υπάρχει πάντα η φθορά από τη διακυβέρνηση – συγκεκριμένες επιλογές, συμπεριφορές προσώπων, ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα επιλογών, δηλώσεων και αποφάσεων.
Το θέμα είναι ότι, όπως και το 2010, η πολιτική ζωή διαμορφώνεται πάνω σε ένα δίπολο: η κυβέρνηση έχει απέναντί της μια αντιπολίτευση τα κόμματα της οποίας αντλούν από μια κοινή ατζέντα. Τότε το μέτωπο ήταν μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Σήμερα, η κυβερνητική προσπάθεια με τις αρρυθμίες της και τα προβλήματά της έχει απέναντι ένα μέτωπο νέου αντισυστημισμού, που βάλλει κατά της οικονομικής διαχείρισής της, των μεταρρυθμιστικών επιλογών της, του δυτικού προσανατολισμού της (ιδίως στην κυβερνητική στάση απέναντι στα δύο ανοιχτά πολεμικά μέτωπα της εποχής μας, στην Ουκρανία και στο Ισραήλ) και, ασφαλώς, της ηθικής συγκρότησης της πολιτικής του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του – ενώ ταυτόχρονα έχει επιστρέψει η ατζέντα της συνωμοσιολογίας, που μοιάζει να την υιοθετούν και οι μη συνωμοσιολόγοι.
Διαβάζω διάφορα περί μεταρρυθμιστικής κόπωσης της κυβέρνησης. Κι όμως, το διάστημα των περίπου δέκα μηνών μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση έχει περάσει σημαντικούς νόμους: θεσμοθετήθηκαν οι γάμοι ομοφύλων, η δυνατότητα λειτουργίας παραρτημάτων μη κρατικών πανεπιστημίων, τα απογευματινά χειρουργεία στα νοσοκομεία, η επιστολική ψήφος, ψηφίστηκαν νόμοι για αντιμετώπιση της σχολικής, της αθλητικής και της κοινωνικής βίας, έχει δρομολογηθεί η αλλαγή του ποινικού κώδικα κ.λπ. Με εξαίρεση τους γάμους ομοφύλων, όπου υπεισήλθε η ιδεολογία, όλοι οι άλλοι νόμοι αντιμετωπίστηκαν από όλη την αντιπολίτευση αρνητικά. Η κυβέρνηση επικρίνεται διότι, λέει η αντιπολίτευση, εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα – και δεν προχωρεί σε ένα γενικευμένο σύστημα παροχών.
Απέναντι σε ένα σχέδιο και ένα πρόγραμμα, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχουμε:
- Εναν νεόκοπο πολιτικό στο κόμμα της άλλοτε ριζοσπαστικής Αριστεράς που θέλει να γίνει (σοσιαλιστής) πρωθυπουργός της Ελλάδας, επιδεικνύοντας την πολυτελή ζωή του.
- Ενα ΠΑΣΟΚ που έχει κόψει κάθε γέφυρα με το εκσυγχρονιστικό παρελθόν του.
- Εναν τηλεοπτικό έμπορο που πήρε ποσοστά λόγω αντίθεσης στον νόμο για τους γάμους των ομόφυλων ζευγαριών και έχει φτάσει όχι μόνο να καθορίζει την ατζέντα της συνωμοσιολογίας, με αφετηρία το δυστύχημα των Τεμπών, αλλά και άρχισε να υπόσχεται παροχές μπροστά στις οποίες ωχριά ο Σώρρας – συντάξεις, π.χ., τριών και τεσσάρων χιλιάδων.
Είναι μια αντιπολίτευση που λέει πολλά, αλλά στην ουσία δεν έχει πρόταση για το σήμερα και το αύριο. Ουδέποτε τηλευαγγελιστές, λυκειάρχες με μεσσιανικό λόγο και παλαιού τύπου συνδικαλιστές μπόρεσαν να αποκτήσουν ευρύτερα ακροατήρια με παρωχημένα λογύδρια, υπερβολές και βιντεάκια στο TikTok.