Ενα έτος μετά την εμφάνισή της, η «υπόθεση των Τεμπών» έχει αλλάξει τροπή και χαρακτήρα. Το ανθρώπινο και συλλογικό δράμα έδωσε τη θέση του σε μια επίπλαστη κανονικότητα, που δεν αποδείχτηκε, όμως, οριστική. Αδέξιοι – κάποιοι θα έλεγαν και ύποπτοι – κυβερνητικοί χειρισμοί, απουσία κάθαρσης – ίσως και προσπάθεια να μην υπάρξει –, αποκαλύψεις για γεγονότα που είχαν αποκρυβεί ή υποτιμηθεί – όλα αυτά ξανάφεραν την υπόθεση στο προσκήνιο ως αίτημα πλέον σχεδόν πάνδημο: να ριχτεί φως στις συνθήκες του δυστυχήματος και στο πλέγμα των ευθυνών, που δεν είναι ούτε πραγματολογικά ορθό ούτε ηθικά αρμόζον να περιοριστούν στο λάθος ενός ανθρώπου. Από τότε που αποκαλύφθηκε, χωρίς να αμφισβητηθεί, η παρέμβαση κάποιου αόρατου χεριού στο ηχητικό της τραγωδίας, η εφημερίδα που κρατάτε στα χέρια σας θέτει με επίταση λογικά και αναγκαία ερωτήματα για το «μοντάζ» των συνομιλιών, για τον σιδηροδρομικό διαγωνισμό που δεν υλοποιήθηκε, για τις κινήσεις και τις μεταστροφές της κυβέρνησης. Αυτοί που διοικούν όχι απλώς θα μπορούσαν, αλλά θα ήταν, κανονικά, υποχρεωμένοι να δώσουν, ή έστω να επιχειρήσουν να βρουν, απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, που δεν αντικαθιστούν ούτε την έρευνα ούτε τον ρόλο της Δικαιοσύνης. Οσο δεν γίνεται αυτό, θα φουσκώνει η υποψία – η πεποίθηση – περί συγκάλυψης, θα αυξάνεται η κοινωνική δυσφορία και θα πέφτει νερό στον μύλο των συνωμοσιολόγων. Γιατί αυτοί επικρατούν σήμερα, δυστυχώς, και στη Βουλή και στην κοινωνία, με καθοριστική συμβολή της κυβέρνησης που επέλεξε τους χαρακτηρισμούς και τη μικροπολιτική αντί για την ευθύνη και την αλήθεια.
Με αντίστοιχο τρόπο άλλαξε, έξι μήνες από το χτύπημα της Χαμάς και την επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα, η παγκόσμια αίσθηση για αυτά τα δραματικά γεγονότα. Τον αρχικό αποτροπιασμό για τη βαναυσότητα μιας απρόκλητης σφαγής αμάχων και την ομόφωνη, εκτός θυλάκων φανατισμού, στήριξη στο Ισραήλ και στο δικαίωμά του να διαφυλάξει την ασφάλεια και την ακεραιότητά του έχει πλέον διαδεχτεί, ακόμα και από πλευράς ιστορικών ή συγκυριακών συμμάχων του, η αίσθηση – η πεποίθηση – ότι το Ισραήλ –σωστότερα: η κυβέρνησήτου και ιδίως ο μοιραίος επικεφαλής της – έχει ξεπεράσει κάθε όριο και διαπράττει αδιανόητα εγκλήματα. Το λένε τα γεγονότα –οι τυφλοί βομβαρδισμοί, οι σφαγές γυναικόπαιδων, η επιμονή στο ξεκλήρισμα ενός ολόκληρου λαού, η απουσία όχι απλώς τύψεων αλλά της παραμικρής ενσυναίσθησης από σύσσωμη την πολιτική τάξη και από την πλειοψηφία της ισραηλινής κοινωνίας – και το επιβεβαιώνουν, το ένα μετά το άλλο, όργανα της διεθνούς έννομης τάξης: το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (που ζητεί να δικαστεί το Ισραήλ για εγκλήματα πολέμου στη Γάζα), το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (που έκανε δεκτή την προσφυγή και θεώρησε ισχυρές τις ενδείξεις για εγκλήματα πολέμου), το Ανώτατο Δικαστήριο της Μεγάλης Βρετανίας (που έκρινε παράνομη την πώληση όπλων σε μια χώρα που διαπράττει εγκλήματα), το Συνταγματικό Δικαστήριο του Ισραήλ (που διέγνωσε υπέρβαση εξουσίας από την κυβέρνηση Νετανιάχου), ακόμα και η αμερικανική κυβέρνηση (που απειλεί με τέλος της βοήθειας αν δεν σταματήσουν οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου). Από θύμα το εβραϊκό κράτος κατέστη, μέσα σε λίγους μήνες, θύτης στα μάτια της πολιτισμένης ανθρωπότητας.
Η τέχνη της πολιτικής είναι «να δίνουμε χρόνο στον χρόνο» έλεγε ο Μιτεράν. Ομως ο χρόνος είναι Ιανός: άλλοτε φως στο σκοτάδι κι άλλοτε λύκος στη στέπα.