Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα υποστηρίζει η αντιπολίτευση, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ζούμε στην κόλαση ή, μάλλον, σε μια «νεοφιλελεύθερη δυστοπία», κατά την προσφιλή διατύπωση εκείνων που πιστεύουν στις ανελεύθερες ουτοπίες. Για να συνοψίσω λοιπόν, η κυβέρνηση παρακολουθεί τους αντιπάλους της, συγκαλύπτει τη «δολοφονία» 57 νέων ανθρώπων στα Τέμπη, αφήνει την ακρίβεια ανεξέλεγκτη να καλπάζει, επιτρέπει (αν δεν οργανώνει κιόλας) τη διαρροή προσωπικών δεδομένων των ψηφοφόρων και την εκμετάλλευσή τους από δικούς της πολιτευόμενους και, τέλος, έχει παραδώσει αυτοπροσώπως την υπερήφανη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, πισθάγκωνα δεμένη, στους Δυτικούς για να την κάνουν ό,τι θέλουν.
Αν πιστέψουμε τον Στέφανο, τον Νικόλα και τα άλλα τα παιδιά, αυτό το μείγμα των δεινών που έφερε στη χώρα ο Μητσοτάκης (και η Μαρέβα, βεβαίως, ας μη την ξεχνάμε και αυτή…) έχει κατά κάποιο τρόπο ακυρώσει την ισχύ του αποτελέσματος των τελευταίων εκλογών. Το βλέπουμε στους δρόμους, δεν είναι έτσι; Ο κόσμος βράζει, ασφυκτιά, αγανακτεί και αναζητεί μια διέξοδο. Τότε όμως γιατί τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης υπολείπονται τουλάχιστον δέκα μονάδες της ΝΔ στις μετρήσεις; Και γιατί πλακώνονται μεταξύ τους για μια δεύτερη θέση, που δεν θα τη χωρίζει απόσταση αναπνοής από τον πρώτο, αλλά δέκα μονάδες και βάλε; Πώς εξηγείται δηλαδή το χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας όπως την περιγράφει η αντιπολίτευση και της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι και τη μετρούν οι δημοσκόποι;
Η απάντηση της αντιπολίτευσης, είτε ευθέως είτε μέσα από τα δόντια, είναι ότι φταίνε τα ΜΜΕ, που φυσικά τα ελέγχει η κυβέρνηση. Γι’ αυτό, που λέτε, βλέπετε να επιτίθενται λυσσαλέα στον Κασσελάκη (όχι επειδή είναι αστείος και άσχετος), γι’ αυτό επίσης δεν προβάλλουν τις αλλεπάλληλες νίκες που πετυχαίνει ο Ανδρουλάκης εις βάρος του Μητσοτάκη. Ολα αυτά είναι βέβαια ανοησίες, ιδίως όταν αυτά λέγονται στην εποχή που τα καταραμένα τα σόσιαλ διαμορφώνουν την ατζέντα και οι κανόνες της ελευθεροτυπίας επιτρέπουν ακόμη και να εκδίδεται καθημερινή εφημερίδα που κατηγορεί συστηματικά τον Πρωθυπουργό ως παιδεραστή. Σήμερα το πρόβλημα είναι η υπερπληροφόρηση, όχι ο έλεγχός της, επειδή κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Είναι αστείο λοιπόν να αναλύουμε το σημερινό τοπίο των ΜΜΕ με όρους της δεκαετίας του 1980 και αξιοθρήνητο για οποιονδήποτε επικαλείται παρωχημένες δικαιολογίες, προκειμένου να καλύψει την πολύ απλή και σκληρή αλήθεια ότι δεν αρέσει. Αυτό συμβαίνει όμως με την αντιπολίτευση.
Ανάλογη στάση διαπιστώνουμε και σε ατομική κλίμακα, όπως στην περίπτωση του προεδρικού εξαδέλφου* του ΣΥΡΙΖΑ Γεώργιου Τσίπρα. Με το πολλά βαρύ ύφος που τον χαρακτηρίζει, ο εξάδελφος Γιώργος υποστήριξε σε τηλεοπτική συζήτηση ότι δεν τρέχει τίποτα αν πληρώνουμε όλοι οι φορολογούμενοι τις ζημιές που προκαλούν στα σχολεία τους οι μαθητές και, επίσης, ότι δεν είναι σωστό να επωμίζονται το οικονομικό οι γονείς των μαθητών που ευθύνονται για τις καταστροφές. Αυτά είπε, με την προκλητικότητα και την αλαζονεία του στυλ «γιατί, ρε φίλε, τι έγινε;». Τα ανέπτυξε κιόλας κατά τη συζήτηση, δεν ήταν στιγμιαίο γλωσσικό ολίσθημα, ήταν η άποψή του.
Την επομένη όμως, όταν ο προεδρικός εξάδελφος κατάλαβε τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει και συνειδητοποίησε ότι έπαθε ό,τι είχε πάθει και ο Κατρούγκαλος στις περσινές βουλευτικές εκλογές, τα γύρισε, και μάλιστα τελείως ξεδιάντροπα. Δεν είπε, φέρ’ ειπείν, ότι παρεξηγήθηκαν οι δηλώσεις του, ότι εννοούσε κάτι διαφορετικό, αυτά που λέγονται συνήθως όταν κάποιος ανακαλεί δηλώσεις του. Αρνήθηκε ότι είχε πει όσα του απέδιδαν και, όταν του παρουσίασαν το σχετικό απόσπασμα από την εκπομπή στην οποία τα είχε πει, κατηγόρησε τη μονταζιέρα (sic) των ΜΜΕ. Χρειαζόταν να πει ένα τέτοιο φτηνό ψέμα; Θα μπορούσε θαυμάσια, όπως ο Γκράουτσο, να πει ότι, ναι, αυτές τις απόψεις έχει, αλλά αν δεν μας αρέσουν έχει και άλλες. Μαρξιστής δεν είναι στο κάτω κάτω;
*Πρόκειται για τιμητικό τίτλο πλέον και όχι για αξίωμα, δεδομένου ότι πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλος