Οι εκλογές κρίνονται «στις λεπτομέρειες», σύμφωνα με αποστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη σε συνεργάτες του, «δηλαδή στο τι κάνει ο καθένας μας και στο πόσο καλά το κάνει».
Είναι μερικές «λεπτομέρειες» της εκλογικής στρατηγικής του αυτές που έχουν αναπροσαρμοστεί στα δεδομένα του νέου, πολωτικού σκηνικού ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης της 9ης Ιουνίου. Ο ίδιος επιλέγει ένα κράμα «δοκιμασμένων» και νέων κινήσεων για τις επόμενες οκτώ εβδομάδες, τροποποιώντας τη μέχρι σήμερα τακτική του.
Μπορεί στη μεγάλη εικόνα να δείχνει ότι επιστρατεύει το προεκλογικό μοντέλο του 2023 και του 2019, δίνοντας εμφατικά στην ευρωκάλπη χαρακτηριστικά εθνικής αναμέτρησης, ωστόσο αυτά που θα κριθούν τελικά είναι η επιλογή του να… πειράξει σημαντικές λεπτομέρειες.
Η απόφασή του να στηρίξει την καμπάνια σε ένα προσωπικό στοίχημα, δύο διλήμματα και τρία μέτωπα.
Το ρίσκο
Δεν είναι μόνο ότι θέτει εαυτόν στην πρώτη γραμμή της προεκλογικής κούρσας.
Το ίδιο έκανε και το 2019 και το 2023. Αυτή τη φορά επιλέγει μόνος του να μπει στο «κάδρο» του εκλογικού αποτελέσματος, ζητώντας προσωπική ενίσχυση, να χρεωθεί συνεπώς τυχόν «αποτυχία» ακόμα κι αν δεν ανατραπούν οι πολιτικοί συσχετισμοί.
Η προτροπή στους ψηφοφόρους να ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους, ή ακριβέστερα η προβολή του αποτελέσματος σε προσωπικό στοίχημα, δόθηκε από το Ζάππειο. «Κρύβεται και το δικό μου όνομα», όπως είπε, πίσω από τους υποψηφίους και τις δεσμεύσεις της ΝΔ.
Πρόκειται για προσπάθεια αφύπνισης των δυνάμεων που συμπορεύθηκαν με τη ΝΔ το 2023 και οδήγησαν σε διπλή σαρωτική νίκη. Μια προσπάθεια ταύτισης της ψήφου στη ΝΔ με μια ψήφο στον ίδιο ως Πρωθυπουργό.
Ακόμα και γαλάζια στελέχη όμως, τα οποία αναγνωρίζουν ότι σημαντικά ακροατήρια φλερτάρουν με τη… χαλαρότητα ή και με μία ψήφο – «μάθημα» στην κυβέρνηση, αιφνιδιάστηκαν με την πρωθυπουργική κίνηση.
Αλλοι μιλούν γενικόλογα για αυξημένο ρίσκο, άλλοι… θυμούνται το «πάθημα» των αυτοδιοικητικών εκλογών τον περασμένο Οκτώβριο, όταν η ΝΔ βίωνε τις πρώτες βαριές ήττες της, με – εκ του αποτελέσματος – λάθη στην προεκλογική στρατηγική (η εντεινόμενη πίεση στους ψηφοφόρους, η ισχυρή κομματικοποίηση των αναμετρήσεων κ.ο.κ.).
Ο ίδιος δείχνει ότι προσωποποιεί τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και την προεκλογική «μάχη», βασιζόμενος στη δυσκολία της αντιπολίτευσης να απορροφήσει αυτόματα την κυβερνητική φθορά.
Οι αντίπαλοι
Κι όμως βάζει στο «κάδρο» όχι έναν αλλά τρεις αντιπάλους.
Ετσι, αλλάζει το «δεν ασχολούμαστε καθόλου με την αντιπολίτευση», όπως ήταν η επωδός του στις τελευταίες προεκλογικές περιόδους.
Τότε βρισκόταν σε πρώτο πλάνο σχεδόν αποκλειστικά η γαλάζια ατζέντα (δεσμεύσεις, «κορδέλες» έργων, προγραμματικός λόγος) συνοδεία «πυρών» ευρύτερα στο αντιπολιτευτικό πεδίο.
Προφανώς δεν μένει στην άκρη ο «θετικός» λόγος σε τοπικό και πανελλαδικό επίπεδο, αντίθετα θεωρούνται σημεία – κλειδιά της προεκλογικής στρατηγικής. Ωστόσο ο Μητσοτάκης «νομιμοποιεί» επί της ουσίας συγκεκριμένους αντιπάλους.
Μέχρι πρότινος δεν κατονόμαζε, τώρα το κάνει. Μετά τη δημοσκοπική επανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση επιλέγει τον Στέφανο Κασσελάκη ως βασικό αντίπαλο. Στόχος, οι συγκρίσεις – χάριν κομματικής συσπείρωσης.
Στη ΝΔ θεωρούν πως ένα συγκρουσιακό πεδίο με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά με τις παραπομπές στο παρελθόν της Κουμουνδούρου ως ένα κόμμα, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς, που «δεν άλλαξε» από την εποχή Τσίπρα, προσφέρει ευκαιρία συσπείρωσης τόσο του παραδοσιακού ακροατηρίου της ΝΔ όσο και κεντρογενών ψηφοφόρων. Λένε πολλά οι πρόσφατες αναφορές Μητσοτάκη στο ρεύμα του «Μένουμε Ευρώπη».
Παράλληλα οι τάσεις γαλάζιας αποσυσπείρωσης από τις αρχές του έτους και οι διαρροές δεξιότερα κρατούν στο νεοδημοκρατικό ραντάρ τον Κυριάκο Βελόπουλο. Και μάλιστα με μία νέα γραμμή ταύτισης Κασσελάκη και Βελόπουλου σε «ανέξοδες υποσχέσεις» ιδίως στην οικονομία και στις «θεωρίες συνωμοσίας».
Οσο για τον Νίκο Ανδρουλάκη ούτε το τρίτο κόμμα μένει έξω από το πρωθυπουργικό στόχαστρο.
«Τίποτα αναπάντητο» είναι η οδηγία Μητσοτάκη για τις επιθέσεις από το ΠΑΣΟΚ, ενόσω κυβερνητικά στελέχη κάνουν στο παρασκήνιο αιχμηρές διαπιστώσεις σε ό,τι αφορά τα δημοσκοπικά του νούμερα.
Το επιχείρημα
Ο Μητσοτάκης επιλέγει επίσης «βαριά» διλήμματα μπροστά σε μία εκλογική αναμέτρηση, η οποία, παραδοσιακά, αντιμετωπίζεται από τους ψηφοφόρους με πιο «ελαφριά» κριτήρια. Ακριβώς για αυτό, υπό τον φόβο «αδράνειας» ή… τιμωρίας, συνδέει ευθέως την ευρωκάλπη αφενός με την εσωτερική σταθερότητα, αφετέρου με τις διεκδικήσεις της χώρας στην Ευρώπη. Σε αυτά τα δύο δίνει χαρακτηριστικά διλήμματος.
Μια στάση που φαίνεται πάντως να προβληματίζει ορισμένους νεοδημοκράτες.
Κυβερνητικό στέλεχος μιλάει για την ανάγκη να τηρηθούν ισορροπίες στην ένταση και το περιεχόμενο των προεκλογικών μηνυμάτων. Το βάρος πρέπει να πέσει, όπως λέει, στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης με τους πολίτες: «Να μη χρεωθούμε μια τεχνητή πόλωση ή διατύπωση διλημμάτων που δεν έχουν αντίκρισμα».
Το ερώτημα, όπως απασχολεί αρκετούς γαλάζιους, είναι εάν τα προεκλογικά σινιάλα μπορεί να ακούγονται ως αυτάρεσκα και άρα δεν εξυπηρετούν τον στόχο των επαναπροσεγγίσεων. Η αγωνία δεν είναι αδικαιολόγητη και όχι μόνο επειδή η κυβέρνηση διανύει περίοδο πίεσης σε σειρά ανοιχτών «μετώπων».
Ενδεικτικοί δύο πρόσφατοι δημοσκοπικοί δείκτες (Alco/Alpha): η πλειονότητα (57%) διαφωνεί με το αίτημα Κασσελάκη για παραίτηση Μητσοτάκη και εκλογές με διεθνείς παρατηρητές. Σκιαγραφείται δηλαδή ένα μέτωπο λογικής, υπέρ της σταθερότητας.
Ταυτόχρονα η πλειονότητα (65%) δεν πείθεται από το επιχείρημα ότι τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα για τη ΝΔ στις ευρωεκλογές θα δημιουργήσει ζήτημα σταθερότητας στη διακυβέρνηση.