Τι θα επηρεάσει περισσότερο τα ποσοστά που θα γράψει η ΝΔ το βράδυ των ευρωεκλογών; Ανάλογα με το θέμα που κυριαρχεί στην επικαιρότητα, ή που ιεραρχεί ο καθένας ως σημαντικότερο, δίνεται και μια διαφορετική απάντηση στο ερώτημα.

Η αντιπολίτευση, ας πούμε, δείχνει να πιστεύει ότι θα τα καθορίσει η κατάσταση του κράτους δικαίου – για την οποία έχει ανεβάσει τα ντεσιμπέλ. Μια διαγώνια ματιά στα γκάλοπ οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ακρίβεια ρίχνει τα γαλάζια νούμερα. Δημοσκόποι, συνδυάζοντας ποιοτικά στοιχεία και σκληρούς δείκτες των ερευνών τους, λένε ότι τα Τέμπη έχουν γίνει επιταχυντής της δυσαρέσκειας.

Κάποιοι βάζουν στο τραπέζι και την αρνητική αξιολόγηση των κυβερνώντων σε μια σειρά από τομείς πάνω στους οποίους βασίστηκαν τα προεκλογικά τους αφηγήματα, σαν εκείνον της ασφάλειας. Το κοινό στοιχείο των παραπάνω εκτιμήσεων είναι πως όλες ποντάρουν σε ζητήματα που διαχειρίστηκε η κυβέρνηση από την προηγούμενη τετραετία. Φαίνεται, λοιπόν, πως έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν της πρώτης της θητείας. Λογαριασμούς τους οποίους ενδέχεται να κληθεί να πληρώσει την 9η Ιουνίου.

Ακρίβεια

Στα τέλη του 2021 οι οικονομίες ΕΕ και ΗΠΑ κατέγραφαν τον υψηλότερο πληθωρισμό της τελευταίας εικοσαετίας. Η Ελλάδα ακολουθούσε την τάση. Το 2022, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν 9,3%. Το 2023 επιβραδύνθηκε στο 4,2%.

Παρά την υποχώρησή του, οι υψηλές τιμές έμειναν. Ετσι, εδώ και καιρό οι συμμετέχοντες στις δημοσκοπήσεις δηλώνουν ότι το νούμερο ένα πρόβλημά τους είναι η ακρίβεια, ενώ κυβερνητικοί σημειώνουν οφ δε ρέκορντ πως στο αυξημένο κόστος ζωής ελλοχεύει ο πραγματικός κίνδυνος για το κόμμα τους στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Η ανησυχία τους έχει βάση, ισχυρίζεται έμπειρος πολιτικός αναλυτής, αφού «ένα από τα πρώτα κριτήρια της πλειονότητας των ελλήνων ψηφοφόρων όταν ψηφίζουν είναι η οικονομική τους κατάσταση». Αρα, όσο εκείνοι δεν βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να επιστρέφει στα προ πληθωριστικής κρίσης επίπεδα, οι δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση δεν θα μειώνονται, πιστεύει.

Υποκλοπές

Μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ πανηγύρισε ως «νίκη των θεσμών και του κράτους δικαίου απέναντι στο παρακράτος των υποκλοπών», η υπόθεση που προκάλεσε τη σοβαρότερη ενδοκυβερνητική κρίση της περιόδου 2019 – 2023 επανήλθε στο προσκήνιο.

«Παρότι η εννοιολόγηση του κράτους δικαίου ακούγεται αφηρημένη, σύσσωμη η αντιπολίτευση επιχειρεί να της δώσει πολιτική μορφή» παρατηρεί έτερος πολιτικός αναλυτής. Ωστόσο, σύμφωνα με γνωστό δημοσκόπο, οι παρακολουθήσεις per se δεν φαίνεται προς το παρόν να μουτζουρώνουν την κυβερνητική εικόνα στα μάτια των περισσότερων ψηφοφόρων.

«Οπως συνέβαινε και όταν είχαν αποκαλυφθεί, είναι θέμα που δεν αγγίζει τον μέσο πολίτη, ο οποίος θεωρεί ότι αφορούν το πολιτικό σύστημα και μόνο» εξηγεί. Ακόμη κι αν δεν αποδεικνύονται κρίσιμος παράγοντας ενόψει ευρωκάλπης, βέβαια, προστίθενται στα υπόλοιπα ζητήματα που η κυβέρνηση παίρνει κακό βαθμό. Εξού και εύλογα κάποιοι στη ΝΔ φοβούνται πως θα μπορούσε να αρχίσει να αυξάνεται ο αριθμός αυτών που απαντούν στους ερευνητές των εταιρειών δημοσκοπήσεων ότι τους ενδιαφέρουν οι υποκλοπές.

Τέμπη

Η οργή για το σιδηροδρομικό δυστύχημα διαχέεται οριζόντια στο κομματικό σύστημα, διαπιστώνουν επαγγελματίες των μετρήσεων. Ομως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως «τα Τέμπη εξελίχθηκαν σε επιταχυντή της κυβερνητικής φθοράς» αναφέρει ο παραπάνω δημοσκόπος.

Στη δική του ανάλυση, «πρόκειται για γνήσια έκφραση λαϊκής αγανάκτησης, η οποία γιγαντώθηκε μετά την Εξεταστική Επιτροπή» – μετά, δηλαδή, τους χειρισμούς οι οποίοι έδωσαν σε πολλούς την αίσθηση ότι η κυβερνητική πλειοψηφία ήθελε απλά να τελειώνει με τις ευθύνες που αναλογούν στην κυβέρνηση – αν όχι να τις συγκαλύψει.

«Και τα Τέμπη να μην υπήρχαν, πάντως, πάλι η κυβέρνηση θα είχε πολιτικό κόστος» προσθέτει.

«Γιατί οτιδήποτε γινόταν την προηγούμενη τετραετία αντιμετωπιζόταν με το επιχείρημα “θέλετε να διαχειριστούμε εμείς την κρίση ή ο ΣΥΡΙΖΑ;”, ενώ πλέον η κυβέρνηση συγκρίνεται μόνο με τον εαυτό της και έχει χαθεί η ανοχή της κοινής γνώμης». Με άλλα λόγια: τα προβλήματα και οι κοινωνικές αντιδράσεις λειτουργούν σωρευτικά, όπως είθισται στις δεύτερες θητείες. Η κυβέρνηση μπαίνει σε κάθε μέτωπο με σημάδια από το προηγούμενο και βγαίνει κουβαλώντας και τα παλιά και τα νέα.

Ασφάλεια

Επικαιρότητα και γκάλοπ είναι συγκοινωνούντα δοχεία, υποστηρίζουν οι ρεαλιστές δημοσκόποι. Στις δημοσκοπήσεις αναπαράγεται ο δημόσιος διάλογος που γίνεται τη στιγμή της διεξαγωγής τους, δηλαδή. Αν κοινή γνώμη και μίντια συζητούν ένα ειδεχθές έγκλημα, ή οποιουδήποτε τύπου αποτυχίες της ΕΛ.ΑΣ., η συντριπτική πλειονότητα των δημοσκοπικών δειγμάτων θα απαντά πως η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί και θα κρίνει αρνητικά τις κυβερνητικές επιδόσεις στην αντιμετώπισή της.

Η εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας είναι μια προεκλογική υπόσχεση που δόθηκε εμφατικά από την Κεντροδεξιά πριν από τις τρεις τελευταίες κάλπες. Γι’ αυτό, οι απαιτήσεις των πολιτών από κάθε νεοδημοκράτη υπουργό ΠΡΟ.ΠΟ. αποδεικνύονται και υψηλότερες.

Πάντως, όσοι μελετούν συστηματικά τις δημοσκοπικές διαφάνειες επισημαίνουν ότι «αν ρωτήσεις “ποιον εμπιστεύεστε περισσότερο στα ζητήματα ασφάλειας;”, ο Μητσοτάκης έρχεται πρώτος με διαφορά». Αυτό, επιμένουν, σημαίνει πως η απουσία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης συνεχίζει να αποτελεί το μεγαλύτερο ατού της κυβέρνησης.