Διαβάζοντας τη δέσμη μέτρων που εξήγγειλε το υπουργείο Παιδείας για την καταπολέμηση του bullying και της παραβατικότητας στα σχολεία, συνειδητοποίησα πόσο έχω μεγαλώσει (καλά, δεν περίμενα αυτό, μου το φωνάζει η πλάση και ο καθρέφτης μου χρόνια τώρα, αλλά λέμε). Επανήλθε, λένε, η πενταήμερη αποβολή. Από πού; Χαμπάρι δεν είχα πάρει ότι είχε φύγει. Και επίσης το όριο των απουσιών που επίσης δεν ήξερα ότι μας είχε αποχαιρετήσει. Κι εγώ θυμάμαι τη δική μας αγωνία μήπως και πέσουμε από το «Διαγωγή κοσμιωτάτη» στο «Διαγωγή κοσμία». Και τώρα που το βλέπω από απόσταση, ο γκαϊλές μας δεν ήταν το στίγμα της υποβάθμισης στη δεύτερη κατηγορία της συμπεριφοράς, αλλά το ότι ξεπεράσαμε τα όρια και εκτεθήκαμε, ενώ υποτίθεται ότι ήμασταν «μανούλες» στο να σταματάμε τις ταρζανιές και τους κανιβαλισμούς όχι στο παρά πέντε αλλά στο παρά μισό, έτσι ώστε να σώζουμε τα προσχήματα.
Εκανα το Γυμνάσιο (που τότε ήταν εξατάξιο, δηλαδή συμπεριελάμβανε και το σημερινό Λύκειο) μισό επί χούντας και μισό στη Μεταπολίτευση. Και η αλήθεια είναι ότι από την Τετάρτη Γυμνασίου και μετά, βοηθούντος του γενικού κλίματος, είχαμε ξεσαλώσει. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες για να μην εκτεθώ, αλλά, για να το πω κομψά, ζήσαμε μια άγρια εφηβεία. Αλλωστε, η δεκαετία του 1980, η δεκαετία που η ηλικία μας είχε μπροστά το «δύο», ήταν αυτή της μεγάλης αλλαγής και της ακόμη μεγαλύτερης εξωστρέφειας (επίσης για να το πω κομψά). Ηταν τα χρόνια που πέσανε πολλά ταμπού στην Ελλάδα και ξεπεράστηκαν πολλές προκαταλήψεις. Σε σχέση με τις μανάδες μας, μιλάω για εμάς τα κορίτσια, ήταν σαν να ζήσαμε τη νιότη μας σε διαφορετικό αιώνα, ήμασταν η γενιά της σεξουαλικής απελευθέρωσης – τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα. Θέλω να πω ότι οι σχολικές ποινές των μαθητικών μας χρόνων, ούτε «φύτουλες» μας έκαναν ούτε εμπόδισαν την ανάπτυξη του ελεύθερου πνεύματός μας. Ισα ίσα που, κατά κάποιον τρόπο, μας απελευθέρωσαν μέσα από τη διαδικασία του προσδιορισμού ορίων.
Πριν από λίγα χρόνια, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είχαν καταργηθεί όλοι οι θεσμοί της αριστείας. Είχαμε, δηλαδή, ένα σχολείο όπου ούτε επιβραβεύονταν οι διακρίσεις ούτε τιμωρούνταν οι παραβάσεις. Μα υποτίθεται ότι το σχολείο είναι η «προπόνηση» ενός παιδιού για να βγει στην κοινωνία. Η επιβράβευση και η τιμωρία είναι μέρος της φιλοσοφίας της εκπαίδευσης. Ενας τρόπος για να καταλάβουν οι έφηβοι την «αντανάκλαση» που έχουν ο «καλός» και ο «κακός» εαυτός τους. Τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες των πράξεών τους.
Η συναίσθηση και η συνειδητοποίηση της συνέπειας είναι αυτό που νομίζω ότι λείπει στην εποχή μας. Αυτό που κάνει να σηκώνεται η μπουνιά του κακοποιητή εναντίον του θύματός του – για να δώσω ένα παράδειγμα μέσα από την επικαιρότητα. Τι θέλουν δηλαδή όσοι αντιδρούν στον υποτιθέμενο τιμωρητικό χαρακτήρα των νέων μέτρων; Να φτάνουν τα παιδιά μέχρι τα δεκαοκτώ τους «εκπαιδευμένα» στην ατιμωρησία και σε κάτι που κάνει το άλογο και, μόλις τελειώσουν το σχολείο, να συνειδητοποιούν διά της επιφοίτησης τι σημαίνει συνέπεια; Ναι, ξέρω, να αποκτούν κοινωνική συνείδηση και ενσυναίσθηση όσο είναι ακόμη στο σχολείο. Μην ξεχνάμε όμως ότι μιλάμε για παιδιά. Και τα παιδιά δεν κατανοούν κάποιες έννοιες αν δεν τις δουν να σκάνε στη μούρη τους. Αυτό ακριβώς κάνει η αποβολή – απ’ όσο θυμάμαι, δηλαδή, γιατί είχα πάρει κάμποσες.
Οι θεοί της σφαγής
Μιλάω με φίλους που δουλεύουν στην εκπαίδευση και μου περιγράφουν τι συμβαίνει όταν καλούν τους γονείς να συζητήσουν ύστερα από ένα περιστατικό βίας μεταξύ των παιδιών τους. Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για γονείς «θύτη» ή «θύματος», η συζήτηση, ύστερα από λίγη ώρα υποτιθέμενου πολιτισμού, πολλές φορές ξεφεύγει και οι γονείς ξεκατινιάζονται μεταξύ τους. Βγάζουν τα απωθημένα τους, κάνουν τις δικές τους προβολές, απευθύνουν οι μεν στους δε προσβολές. Είναι τότε που οι προφάσεις τινάζονται στον αέρα και κυριαρχεί ο υφέρπων «θεός της σφαγής», που τόσο εύστοχα περιγράφει στο ομώνυμο θεατρικό έργο της η Γιασμίν Ρεζά.