Εξοικονόμηση μονάδων αίματος αλλά και πόρων και καλύτερη διαχείριση του… κόκκινου χρυσού προς όφελος των ασθενών φέρνει σχέδιο του υπουργείου Υγείας που δρομολογείται με ταχείς ρυθμούς. Ετσι, αρχής γενομένης από την Αττική, υλοποιείται άμεσα η κεντρική επεξεργασία του αίματος από το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ), όπου και θα αποθηκεύονται και θα διακινούνται 200.000 μονάδες από τις συνολικά 550.000 που συγκεντρώνονται σε όλη την επικράτεια.
Μια σημαντική λεπτομέρεια, δε, είναι πως η αναδιαμόρφωση του συστήματος αιμοδοσίας προβλεπόταν ήδη σε νόμο που είχε ψηφιστεί το 2005 – δηλαδή, πριν από περίπου μία 20ετία -, όμως έκτοτε παραμένει στα λόγια. Οπως εντούτοις σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του ΕΚΕΑ, Παναγιώτης Κατσίβελας, από τις 15 Μαΐου η εικόνα θα αλλάξει άρδην προς όφελος των ασθενών – με έμφαση στους μεταγγιζόμενους πολίτες που συχνά έρχονται αντιμέτωποι με τις ελλείψεις αίματος.
Το πρώτο βήμα, όπως εξηγεί ο ίδιος, είναι ότι αφενός θα επεξεργάζεται το Κέντρο το αίμα, διαχωρίζοντάς το σε τρία μέρη – ερυθρά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλιά και πλάσμα. Πρόκειται για διαδικασία που κατά παράβαση γίνεται έως και σήμερα από τις υπηρεσίες αιμοδοσίας των νοσοκομείων, αποθηκεύοντας έπειτα εκεί το αίμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια «μαύρη τρύπα» στην κεντρική διαχείριση των μονάδων.
«Πλέον όμως τα νοσοκομεία θα παραδίδουν τις μονάδες αίματος στο ΕΚΕΑ και έπειτα θα παραλαμβάνουν τις αντίστοιχες ποσότητες βάσει των πραγματικών αναγκών τους. Συνεπακόλουθα θα δημιουργηθεί μία παρακαταθήκη αίματος για τη διαχείριση των αναγκών του ευρύτερου συστήματος Υγείας» προσθέτει ο κ. Κατσίβελας.
Εξοικονόμηση
Μάλιστα, η κεντρική επεξεργασία του αίματος αναμένεται να επιφέρει δραματική μείωση στα κόστη (υπολογίζεται κατά 50%), όπως έχει συμβεί και με τους κεντρικούς ελέγχους αίματος που διενεργούνται στο ΕΚΕΑ. «Για να διαπιστώσει κανείς την εξοικονόμηση που θα προκύψει, αρκεί να συνυπολογίσει πως ο κεντρικός διαγωνισμός για αντιδραστήρια αντισωμάτων (ορολογικός έλεγχος για μεταδιδόμενα μέσω μετάγγισης νοσήματα ) επιφέρει ετησίως έκπτωση 3 εκατ. ευρώ».
Παράλληλα όμως βρίσκεται σε εξέλιξη και η υλοποίηση εφαρμογής ενός κεντρικού πληροφοριακού συστήματος. Προς το παρόν σε αυτό έχουν ήδη ενταχθεί το Θριάσιο Νοσοκομείο και το Αρεταίειο, ενώ έως τα τέλη Αυγούστου αναμένεται, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, να έχουν συνδεθεί όλα τα νοσοκομεία της Αττικής. Σε δεύτερο χρόνο, στο ίδιο σύστημα θα συγκεντρώνονται όλες οι νοσοκομειακές υπηρεσίες αιμοδοσίας της χώρας.
«Από τότε που ανέλαβα, τον Μάρτιο του 2020, έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ καθημερινά τους μοριακούς ελέγχους και συνεπακόλουθα τις ποσότητες αίματος που μπαίνουν στο σύστημα. Ωστόσο δεν έχω καθημερινή εικόνα για το πόσο αίμα καταναλώνεται. Με το νέο πληροφοριακό σύστημα όμως θα χαρτογραφείται η διαδρομή του αίματος από τη φλέβα του αιμοδότη έως τη φλέβα του ασθενή» εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΚΕΑ, συμπληρώνοντάς πως σε ορίζοντα ενός έτους η ψηφιακή αναβάθμιση του Κέντρου θα έχει ολοκληρωθεί στο σύνολό της.
Αύξηση στους εθελοντές αιμοδότες
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές γίνονται σε μια κομβική στιγμή, δεδομένου πως τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μία σταδιακή αύξηση στους εθελοντές αιμοδότες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επάρκεια κάλυψης των εγχώριων αναγκών.
Αναλυτικότερα και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η χώρα μας το 2023 συγκέντρωσε για τη φροντίδα και θεραπεία των ασθενών 570.974 μονάδες αίματος εκ των οποίων 550.974 μονάδες συλλέχθηκαν από την κοινωνία.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι εντούτοις πως από τις 570.974 μονάδες αίματος που συγκεντρώθηκαν το 2023, οι 378.904 μονάδες συγκεντρώθηκαν από εθελοντές αιμοδότες – ήτοι 68,7% της συνολικής συλλογής αίματος. Μάλιστα, πέρυσι συγκεντρώθηκαν 30.162 μονάδες περισσότερες από το 2022, που το ποσοστό του εθελοντικού αίματος ήταν 65% – προέκυψε δηλαδή μια βελτίωση της τάξης του 3,7%.
Παρ’ όλα αυτά (και) πέρυσι παρελήφθησαν 20.000 μονάδες από τον Ελβετικό Ερυθρό Σταυρό, αποκλειστικά για τα άτομα με μεσογειακή αναιμία. Η αιτία, σύμφωνα με τη διοίκηση του Κέντρου, είναι πως στη χώρα μας δεν έχει εμπεδωθεί η συνείδηση του σταθερού αιμοδότη με συνέπεια και διάρκεια ώστε να καλύπτονται επαρκώς οι ανάγκες των 100.000 μονάδων που χρησιμοποιεί η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών