Βραβευμένη προσφάτως με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του 24ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας, η ταινία «Η αρπαγή», η οποία από την ερχόμενη Πέμπτη ανοίγει στις αίθουσες σε διανομή One From the Heart, εστιάζει στον εκτροχιασμό της ζωής της Λίντια (Χαφσία Χερζί), μιας νεαρής μαίας αφοσιωμένης στη δουλειά της, η οποία για πολλούς λόγους παγιδεύεται σε μια αλληλουχία ψεμάτων τα οποία προκαλούν ανατροπή στη ζωή όλων των γύρω της.
Με οδηγό ένα αρτίως δομημένο σενάριο, η σκηνοθέτρια Ιρις Καλτενμπάκ, στο ντεμπούτο της, φλερτάρει με διάφορα είδη: ψυχολογικό θρίλερ, φιλμ νουάρ, ψυχολογικό δράμα. Ετσι, δημιουργεί μια καθηλωτική ατμόσφαιρα αμφισημίας και μαζί έναν μοναδικό χαρακτήρα στο πρόσωπο της μοναχικής Λίντια. «Από τα χρόνια της εφηβείας είχα μεγάλο πάθος για τον κινηματογράφο, παρακολουθούσα πολλές ταινίες» είπε στα «ΝΕΑ» η νεαρή σκηνοθέτρια. «Οταν ήρθε η στιγμή της απόφασης για το τι θα ακολουθήσω, βρισκόμουν διχασμένη ανάμεσα στη δικηγορία και τη σκηνοθεσία. Σε πρώτο χρόνο ακολούθησα νομικές σπουδές και ταυτόχρονα έβλεπα πολλές ταινίες του Κριστόφ Κισλόφσκι, των οποίων ο σεναριογράφος έτυχε να είναι και ποινικολόγος· ήταν ένας τρόπος για να συνδυάζω και τα δύο». Ωσπου τελικά την απορρόφησε το ένα.
Η «Αρπαγή» είναι η πρώτη σας ταινία, και μάλιστα με πολύ δύσκολο θέμα. Για ποιον λόγο θελήσατε να μπείτε αμέσως τόσο πολύ στα βαθιά;
Φιλόδοξο σίγουρα, αλλά μια πρώτη ταινία είναι τελικά μια πρώτη ταινία. Πολλές φορές οι θεατές δεν το γνωρίζουν κιόλας ότι η ταινία που βλέπουν είναι η πρώτη αυτού που τη γύρισε· δεν είναι άλλωστε υποχρεωμένοι να το γνωρίζουν. Επέλεξα το συγκεκριμένο θέμα γιατί μου άρεσε πολύ η πολυπλοκότητά του, όπως επίσης ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας.
Πώς θα ορίζατε το αμφιλεγόμενο στην ηρωίδα που πρωταγωνιστεί;
Πολλοί λόγοι. Από τη μια είναι ένας χαρακτήρας που κάνει κάτι τραγικό· εγκλωβίζεται σε ένα τραγικό ψέμα· κάνει κακό στη φίλη της παρότι την αγαπά. Επομένως εκεί υπάρχει ένα δίπολο ανάμεσα στη αγάπη που της τρέφει και στο κακό που καταλήγει να της κάνει. Επίσης είναι ένας χαρακτήρας που όσο τελικά ψεύδεται τόσο πιο πολύ αποκαλύπτει τον πραγματικό της εαυτό. Και μέσα από την ερωτική σχέση της, όσο περισσότερο ψεύδεται προς τον φίλο της τόσο περισσότερο εκφράζει την αγάπη της. Καμιά φορά συμβαίνει το ψέμα να εκφράζει την αγάπη. Ολα αυτά τα στοιχεία έχουν μέσα τους αυτό που εγώ θεωρώ αμιφιλεγόμενο.
Η τάση να μη λέμε όλη την αλήθεια ή να φτιάχνουμε κόσμους και να υποδυόμαστε πράγματα που δεν είμαστε είναι κατά τη γνώμη σας ένα γενικότερο φαινόμενο σήμερα; Τι πιστεύετε από την εμπειρία σας;
Ανέκαθεν στην κοινωνική ζωή υποδυόμασταν κάποιους ρόλους, φορούσαμε κάποιες μάσκες. Απλώς σήμερα αυτό έχει μεγεθυνθεί μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί, συχνά, αποζητάμε μια ταυτότητα που είναι μακρινή από τον πραγματικό μας εαυτό, πιο απλοποιημένη ίσως, γιατί στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος έχει τις πτυχές του, έχει διαφορετικές χροιές. Στα κοινωνικά δίκτυα υπάρχει μια πραγματικότητα με μια πιο απλή ταυτότητα και στην τελική φτάνουμε να ψευδόμαστε για να την προσφέρουμε σε όσους μάς παρακολουθούν.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με τη Χαφσία Χερζί που κρατά αυτόν τον δύσκολο και περίπλοκο ρόλο; Πώς την καθοδηγήσατε, αν την καθοδηγήσατε, πώς επικοινωνήσατε μεταξύ σας σε σχέση με τη δημιουργία αυτής της ηρωίδας;
Βασιστήκαμε κυρίως σε αυτά που δεν λέγαμε. Η Χαφσία Χερζί έχει από μόνη της ένα μυστήριο, το οποίο προσπάθησα να διατηρήσω όσο το δυνατόν περισσότερο. Οσες φορές συζητήσαμε υπήρχε απόλυτη σαφήνεια και νομίζω ότι στο γύρισμα παρατηρήσαμε και οι δύο αυτή τη μεγάλη διαδρομή που κάνει η ηρωίδα της. Αλλά το κάναμε βήμα βήμα. Βάλαμε έναν μεγεθυντικό φακό σε κάθε σκηνή και αναζητήσαμε το πώς από τα μικρά πράγματα, από τα μπανάλ πράγματα, θα καταλήξει ο χαρακτήρας της να εγκλωβιστεί σε αυτόν τον μηχανισμό που την οδηγεί στο ψέμα και στη συνέχειά του. Επομένως με ακρίβεια και συγκεκριμένο τρόπο τής έδινα πάντα την ελευθερία για να κάνει ό,τι εκείνη νόμιζε στην πρώτη λήψη και από εκεί προσπαθούσα να την οδηγήσω, αν χρειαζόταν, σε κάποιες άλλες κατευθύνσεις. Και της υποσχόμουν ότι πάντα η τελευταία λήψη της ίδιας σκηνής θα είναι εντελώς ελεύθερη. Είχε πάντοτε ενδιαφέρον, γιατί ανάμεσα στις δύο ελεύθερες λήψεις της κάθε σκηνής, την πρώτη και την τελευταία, οι ενδιάμεσες ποτέ δεν ήταν ακριβώς ίδιες· ίσα ίσα, δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους.
Η σχέση σας με τη Χαφσία Χερζί ακούγεται πολύ δημιουργική και πολύ ευφάνταστη στον τρόπο διαχείρισης. Καταλάβατε πότε δυσκολευόταν σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο; Φυσικά αυτή την απάντηση μόνο η ίδια η ηθοποιός θα την έχει, εσείς όμως τι εκλάβατε από τη συνεργασία σας μαζί της;
Σίγουρα υπήρξαν δυσκολίες που κι εγώ παρατήρησα· η ίδια η Χαφσία έλεγε πως θα μπορούσε να είναι αυτή η ηρωίδα, η Λίντια. Επομένως πολύ συχνά την υπερασπιζόταν λέγοντας ότι σε μια άλλη ζωή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει όντως συμβεί. Αρα η δυσκολία νομίζω ότι αφορούσε την εγγύτητα που είχε με την ηρωίδα. Το να υποδύεται αυτόν τον ρόλο ήταν μια προσπάθεια που της κόστιζε και στο τέλος ένιωσε σαν να απελευθερώνεται από ένα βάρος. Νομίζω ότι ο ρόλος της Λίντια ενέχει ιδιαίτερη ενοχικότητα και πολλές ηθικές γραμμές για να τις περπατήσει κανείς. Από τις ερμηνευτικές σκηνές της Χαφσία θα ξεχώριζα τον μονόλογό της, στον οποίο οικειοποιείται τον τοκετό της φίλης της και δεν ξέρεις πότε η Λίντια βρίσκεται στην αλήθεια και πότε στο ψέμα.
Ως κινηματογραφίστρια, και δη νέα, τι είναι αυτό που κυρίως σας ενδιαφέρει;
Αυτό που με ενδιαφέρει στον κινηματογράφο είναι η έννοια της κάθαρσης, της ενσυναίσθησης, το πώς να προσεγγίζει κανείς χαρακτήρες που ίσως είναι βασανισμένοι αλλά είναι και πολυσχιδείς, όπως είμαι εγώ, όπως είναι οι γύρω μου, όπως είναι όλοι. Με ενδιαφέρει μια προσέγγιση χαρακτήρων χωρίς την απόπειρα να τους εξηγήσει κανείς ψυχολογικά αλλά μόνο θέτοντας ερωτήματα μέσα από τη μουσική, μέσα από μια φωνή, μέσα από τον ή την ηθοποιό. Γιατί όταν κάνεις μια ταινία, αυτομάτως παίρνεις θέση, γιατί δίνεις ζωή μέσα από την κινηματογραφική πράξη σε κάτι που σε ενδιαφέρει, σε κάτι που κατά μία έννοια υπερασπίζεσαι. Κάθε επιλογή θέματος που αποφασίζουμε εμείς οι κινηματογραφιστές να διαχειριστούμε έχει μια πολιτική και ηθική διάσταση. Από τη στιγμή που αποφασίζω να ασχοληθώ με κάτι, θέλω να του δείξω ενδιαφέρον, αγάπη, κατανόηση. Γιατί άλλο είναι η απουσία κρίσης, άλλο η απουσία δέσμευσης.