Στις 20 Μαΐου 1967 δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker» ένα υπέροχο άρθρο γραμμένο από τον συγγραφέα Michael J. Arlen που ξεκινούσε κάπως έτσι: «Καλοκαίρι τώρα, ή περίπου. Τα παιδιά ανυπομονούν για την τελευταία μέρα του σχολείου. Οι γυναίκες στον δρόμο φοράνε εκείνα τα κυματιστά βαμβακερά φουστάνια τους, βλέπεις παντού ηλιοκαμένους, στα μαγαζιά ακούς τον ήχο των κλιματιστικών, στην τηλεόραση ξαναπαίζει τη “Λάσι” και το “Σταρ Τρεκ”. Σημείωσα να παρακολουθήσω στο NBC την εβδομαδιαία εκπομπή “Vietnam Weekly Review” για να δω τι έχουν να πουν για τον θλιβερό αυτό πόλεμο, και μετά βγήκα βόλτα».
Ο αρθρογράφος περιγράφει εκείνη την όμορφη ζεστή μέρα με όλους τους ήχους και τις εικόνες μιας ειρήνης που είχε την πολυτέλεια να σουλατσάρει φορώντας κονκάρδες για την υποστήριξη ενός δικού της πολέμου, που όμως μαινόταν κάπου στη Νοτιοανατολική Ασία. Και τελικά η εκπομπή για το Βιετνάμ δεν παίχτηκε, γιατί στη θέση της μπήκε λάιβ αγώνας μπέιζμπολ. «Κάποιες φορές», έγραφε ο Arlen, «αναρωτιέμαι τι σκέφτονται για τον πόλεμο όλοι αυτοί της τηλεόρασης. Σίγουρα κάτι σκέφτονται. Ολοι κάτι σκεφτόμαστε. Σίγουρα τους νοιάζει.
Να, για παράδειγμα, την περασμένη Δευτέρα ο Ουόλτερ Κρόνκαϊτ μας ανήγγειλε πρόσχαρα τη “Σημερινή μας ανταπόκριση από το Βιετνάμ” και παρακολουθήσαμε μια μικρή ομάδα στρατιωτών ν’ ανεβαίνει έναν λόφο και ξαφνικά να τρέχει πανικόβλητη· και ο ήχος ενός πυροβόλου γινόταν όλο και πιο δυνατός και μετά τους κοιτούσαμε (από το σαλόνι μας), αληθινούς άντρες, να τραυματίζονται και να σκοτώνονται. Και έναν νεαρό, ένα αγόρι όχι πάνω από 19-20 χρονών, όμορφο, “κλασικό Αμερικανό”, να στέκεται στην άκρη, φοβισμένος. Και κάποια φωνή να του ουρλιάζει “τρέχα εκεί πάνω, τρέχα, τρέχα!” κι αυτός να στέκεται ακίνητος, έντρομος».
Υποψιασμένος ο Arlen για όλα όσα δεν λέγονταν στις «σύντομες ανταποκρίσεις από το Βιετνάμ», κατέληγε: «Εντάξει, φτάνει. Είναι σχεδόν καλοκαίρι τώρα, και τα παιδιά μου μαλώνουν για το ποιος θα κάνει ιστιοπλοΐα και ποιος ιππασία, θα μαγειρεύουμε στον κήπο, θα παίζουμε τένις, θα πίνουμε και θ’ απολαμβάνουμε ηλιοβασιλέματα. Θα γράψω κάτι καλό, θα διαβάσω κάτι καλό. Και γύρω μου ήσυχοι δρόμοι, θαρραλέα μεσοαστικά διαμερίσματα – και τι κρύβεται πίσω τους; Στρατιώτες που πεθαίνουν; Παιδιά που πεθαίνουν; Και στην τηλεόρασή μου, άλλο ένα παιχνίδι μπέιζμπολ». Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ο πρώτος που «μεταδόθηκε» τηλεοπτικά – που μεταδόθηκε δηλαδή η εκδοχή που επιτρεπόταν. Και ήταν η πρώτη φορά που η ανείπωτη αγριότητα του πολέμου μπήκε, έστω κι αποστειρωμένη, στα σαλόνια ενός κόσμου που πια δεν ήξερε, και ούτε ήθελε να ξέρει, τι σημαίνει πόλεμος. Αλλά σήμερα;
Είναι και πάλι καλοκαίρι τώρα, ή περίπου. Βγάλαμε τα ανοιξιάτικα, σκεφτόμαστε πασχαλινές διακοπές (ναύλοι, βενζίνες, ξενοδοχεία), τα παιδιά ανυπομονούν για την τελευταία μέρα του σχολείου, και μια νύχτα, ενώ ίσως χαζεύουμε κάτι στο Νέτφλιξ ή τρώμε με φίλους, ανάβει στο κινητό μας η είδηση ότι 300 ρουκέτες πετούν από το Ιράν προς το Ισραήλ. Τώρα. Ορμητικά, απρόσκλητα, ανοίγει έτσι η πόρτα μιας παράλληλης πραγματικότητας κι ο κόσμος του πολέμου, κόσμος παλιός σαν τον άνθρωπο, εισβάλλει βίαια στη δική μας pax occidentalis. Κι αυτόν τον κόσμο ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε να τον ξέρουμε. Γρήγορα κλείνουμε το κινητό, αλλάζουμε κανάλι, γυρίζουμε σελίδα, σφαλίζουμε τις ασφάλειές μας και ξαναγυρίζουμε στην ταινία μας. Γρήγορα γιατί, το ξέρουμε, όπου να ‘ναι η οθόνη θα ξανακάνει μπιπ.
Οι πόλεμοι είναι πραγματικοί και δεν κάθονται ήσυχα στην άλλη άκρη του κόσμου. Σαν δέσμες φωτός πάνω σε σκοτεινό ουρανό πέφτουν απρόσκλητοι πάνω μας, κι εμείς όλο κάτι κλείνουμε, κάτι απομονώνουμε, για να μπορέσουμε να συγκρατήσουμε τη δική μας πραγματικότητα – γιατί, ναι, στην εποχή της υπερπληροφόρησης η αληθινή τέχνη είναι να ανοιγοκλείνεις τις πόρτες σου. Αλλιώς δεν γίνεται, αλλιώς θα τρελαθείς. Και όλο τις κλείνουμε, ελπίζοντας μια μέρα να μη φρακάρουν και μείνουν ορθάνοιχτες.