Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει για την Ελλάδα πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ έως το 2029. Επίσης προβλέπει μείωση του δημόσιου χρέους κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, στο 158,8% για φέτος και στο 138,8% έως το 2029, που είναι ο χρονικός ορίζοντας των προβλέψεων σύμφωνα με τη νέα του έκθεση για τις δημοσιονομικές εξελίξεις («Fiscal Monitor»). Το Ταμείο περιμένει επίσης αποκλιμάκωση για τα δημόσια έσοδα της Ελλάδας, τα οποία εκτιμάται ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ θα φτάσουν το 46,9% φέτος και το 47% το 2025. Στη συνέχεια αναμένεται να αποκλιμακωθούν στο 46,1%, στο 44,9%, στο 43,9% και στο 43,7% για τα έτη 2026, 2027, 2028 και 2029 αντίστοιχα. Οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να φτάσουν το 2024 το 47,7% και το 2025 το 47,8%. Στη συνέχεια προβλέπεται ότι θα αρχίσουν να αποκλιμακώνονται στο 47,1%, στο 46,2%, στο 45,3% και στο 45,1% το 2026, 2027, 2028 και 2029 αντίστοιχα.
Στη γενική του έκθεση για τις δημοσιονομικές προοπτικές – στην οποία σημειωτέον το Ταμείο δεν έχει λάβει υπόψη τις νέες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή – το ΔΝΤ προειδοποιεί επίσης για τα υψηλά χρέη και ελλείμματα των κυβερνήσεων στην εποχή μετά την πανδημία. Αυτά, όπως αναφέρει, βρίσκονται πλέον υψηλότερα από τα επίπεδα πριν από το ξέσπασμα του COVID-19. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται επίσης στο 2024 ως έτος εκλογών για πολλές χώρες, κάτι που επηρεάζει τη δημοσιονομική πολιτική.
Δημοσιονομική εξυγίανση
Το ΔΝΤ κάνει τις δικές του προτάσεις για να επιτευχθεί δημοσιονομική εξυγίανση. Ζητεί να πάψουν άμεσα να εφαρμόζονται κοστοβόρες πολιτικές στήριξης που είχαν υιοθετηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Καλεί επίσης τις κυβερνήσεις να αρχίσουν να εγκαταλείπουν τις επιδοτήσεις στις τιμές των καυσίμων και της ενέργειας, τις οποίες το ΔΝΤ τις χαρακτηρίζει ως αναποτελεσματικές και οπισθοδρομικές. Αντί αυτών, ζητεί να ανακατευθυνθούν πόροι σε προγράμματα κοινωνικής προστασίας που θα στηρίζουν τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς των χωρών αυτών. Ακόμη ζητείται από τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες αγορές να κάνουν νέες προσπάθειες για εξορθολογισμό των κρατικών δαπανών ειδικά όσον αφορά μισθούς στο Δημόσιο και την περαιτέρω υποστήριξη της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών δαπανών μέσω πολιτικών ψηφιοποίησης.
Οι παράγοντες ΗΠΑ και Κίνα
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από το Ταμείο στην οικονομία των ΗΠΑ και της Κίνας. Η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και η αύξηση των επιπέδων χρέους σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική υψηλών επιτοκίων από τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες για τον έλεγχο του πληθωρισμού συνέβαλαν στην αύξηση μακροπρόθεσμα των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Για την Κίνα επισημαίνεται ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξης και των οικονομικών θα μπορούσαν να επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία και το εμπόριο, προκαλώντας δημοσιονομικές προκλήσεις για χώρες με ισχυρές εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις.
Οι ανάγκες κρατικής χρηματοδότησης από τις αγορές αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα σε πολλές χώρες, γεγονός που δείχνει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει ιδιαίτερα ευάλωτη στο πώς διαμορφώνονται οι συνθήκες ρευστότητας.