Ο Ομφαλός της Γης, το σύμβολο ενότητας του αρχαίου ελληνισμού επί πολλούς αιώνες, και έδρα του περίφημου Μαντείου του Απόλλωνος, έμελλε να αποτελέσει το σημείο συνάντησης με τον διάσημο αρθρογράφο του Reuters Χιούγκο Ντίξον, ο οποίος απέδειξε – όπως και σε κάθε κουβέντα μας – την προσήλωσή του στα γεγονότα που διαμορφώνουν τον κόσμο, αλλά και τα πιο στενά όρια της γειτονιάς μας.
Κατευθυνόμενος στους Δελφούς, το βλέμμα τριγυρνά και – μην μπορώντας να αντισταθεί – πιάνεται στο «μανιφέστο» της άνοιξης, με τις καταπράσινες εκτάσεις, τα ανθισμένα λουλούδια και μια θέα που σου κόβει την ανάσα. Σε ένα τέτοιο σημείο καθίσαμε, με τον διακεκριμένο οικονομικό αναλυτή να βγάζει τον μπερέ του και να αγναντεύει το Γαλαξίδι και τη θάλασσα που απλώνεται μπροστά του. Αμέσως μετά, ξεκίνησε μια κουβέντα για την «Οδύσσεια» της ελληνικής οικονομίας, τη «Σκύλλα» και τη «Χάρυβδη» των προγραμμάτων διάσωσης και των ανακεφαλαιοποιήσεων, τους «Λαιστρυγόνες» και τους «Κύκλωπες» των capital controls και τέλος την πολυπόθητη… Ιθάκη όπου – σύμφωνα με τον ίδιο – δεν έχουμε ακόμη φτάσει.
Στην ερώτηση για το αν οι θεσμοί «τιμώρησαν» τη χώρα μας με στόχο τον παραδειγματισμό, όπως ακούστηκε πολλάκις κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο Ούγκο Ντίξον είναι κατηγορηματικός. «Πιστεύω ότι είναι πραγματικά το αντίθετο, γιατί αν είχαν επιτρέψει στην Ελλάδα πολύ περισσότερη χαλαρότητα από ό,τι έκαναν, τότε αυτό θα έδινε ένα κακό παράδειγμα. Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα τιμωρήθηκε τρομερά. Το βασικό λάθος που έκαναν ιδιαίτερα οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ήταν η διάσωση των δικών τους τραπεζών στην αρχή της κρίσης. Αυτό μετέτρεψε κάτι που θα ήταν μια «κανονική» οικονομική κρίση σε μια γιγαντιαία πολιτική αναστάτωση».
Και κάπως έτσι μεταφερόμαστε σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία βρέθηκε στο χείλος της καταστροφής και ο ίδιος ο Χιούγκο Ντίξον πρωταγωνίστησε με τον δικό του τρόπο. Εκείνη την εποχή τα φώτα ήταν στραμμένα στον Αλέξη Τσίπρα, τον Γιάνη Βαρουφάκη, την Ανγκελα Μέρκελ, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, ωστόσο κάθε σχόλιο του βρετανού αναλυτή για την οικονομική πραγματικότητα εντός των τειχών κατέκλυζε με αστραπιαία ταχύτητα τον εγχώριο και διεθνή Τύπο, προκαλώντας συζητήσεις επί συζητήσεων.
Οπως λέει χαρακτηριστικά, «πάντα θα υπήρχε η ανάγκη για την Ελλάδα να σφίξει το ζωνάρι της γιατί είχε τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, αλλά η υπερβολική πολιτικοποίηση συνέβη λόγω της αρχικής διάσωσης των τραπεζών και όσων συνέβησαν αναφορικά με το χρέος». Με βάση αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, θα έπρεπε οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης να προχωρήσουν πιο γρήγορα και να δουν και τα δικά τους προβλήματα, διότι δεν ήταν οι Ελληνες «τεμπέλικα γαϊδούρια» που δανείστηκαν πάρα πολλά χρήματα και ξόδεψαν πάρα πολλά, αλλά στον κάδρο έπρεπε να μπουν επίσης οι «ανόητες» τράπεζες που δάνειζαν τόσα χρήματα, ενώ θα έπρεπε να ξέρουν καλύτερα.
Η κουβέντα φτάνει και στις πολυάριθμες συγκρίσεις που έγιναν με άλλες χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοιες καταστάσεις, όπως η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ιρλανδία, με τον Χιούγκο Ντίξον να τονίζει πως «το θέμα ήταν ότι η Ελλάδα ξεκίνησε με το χειρότερο πρόβλημα και ήταν η λιγότερο πρόθυμη χώρα στο να πιει το φάρμακό της. Και έτσι, αποτυγχάνοντας να πιει το φάρμακο, η ασθένεια χειροτέρεψε».
«Προφανώς υπήρξαν κάποιες προσπάθειες από τον Παπανδρέου και μετά μια πραγματικά πολύ καλή προσπάθεια από τον Παπαδήμο. Εκανε πολύ καλή προσπάθεια, αλλά δεν τον άφησαν για πολύ στη δουλειά. Επειτα ήρθε ο Σαμαράς που έκανε καλή δουλειά, αλλά τους τελευταίους έξι μήνες είδε ότι έρχονταν εκλογές και σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακα, όπως κάποιος που παίρνει αντικαταθλιπτικά και σταματά την αγωγή. Με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα επιδεινώνεται ξανά» λέει και προσθέτει με έναν ιδιαίτερα αφοπλιστικό τρόπο πως «τότε ήρθε το τρελό πρώτο εξάμηνο του Τσίπρα, όταν ο Βαρουφάκης έκανε το δικό του σόου στην οικονομία».
Μπουκιά με την μπουκιά στο υπέροχο εστιατόριο του V Hotel Delphi έχουμε φτάσει να μιλάμε για την περίοδο του 2015 και τη θητεία του Γιάνη Βαρουφάκη στο υπουργείο Οικονομικών. Τότε, ο Ντίξον είχε έρθει αρκετές φορές σε «αντιπαράθεση» με τον έλληνα υπουργό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε διορθώνοντας τα μαθηματικά του, είτε καταγγέλλοντας ότι οι κινήσεις του θα οδηγήσουν σε χρεοκοπία. «Αποφάσισε μια στρατηγική αντιπαράθεσης, επειδή είχε σπουδάσει θεωρία παιγνίων που ήξερε να διαχειρίζεται, και θεωρούσε ότι έτσι θα κάνει όλο το μπλοκ της ευρωζώνης να υποχωρήσει. Είναι σαν να παίζεις πόκερ και να προσποιείσαι ότι έχεις όλους τους άσους, ενώ έχεις δυάρια. Η άλλη πλευρά ήξερε ότι δεν είχε άσους και νομίζω ότι το πρόβλημα ήταν ότι ο ίδιος νόμιζε ότι είχε. Εγώ τον είδα το πρωί εκείνων των εκλογών τον Ιανουάριο και μιλήσαμε για ορισμένα από τα θέματα, ιδιαίτερα για το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, και του είπα ότι έκανε λάθος σε μερικά τεχνικά πράγματα. Κατάλαβα ότι δεν τον ενδιέφερε να ακούσει, αλλά νομίζω ότι αν άκουγε μπορεί να μην έκανε τα ίδια λάθη» εξηγεί χαρακτηριστικά.
Επιστρέφοντας στο εδώ και τώρα, τον ρωτώ διστακτικά εάν μπορεί να πει κανείς ότι είχαμε ευτυχισμένο τέλος. Η απάντηση έρχεται με μία φράση του Ηρόδοτου: «Πριν πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και να μη τον λέει ευτυχισμένο». Οπως λέει, «μετά το “όχι” στο δημοψήφισμα, μετά την αποχώρηση του Βαρουφάκη και μετά την κωλοτούμπα, τα πράγματα άρχισαν να ανατρέπονται. Το πλοίο είχε σταθεροποιηθεί και δεν βυθιζόταν πια και αυτό ήταν το σημείο καμπής για την Ελλάδα».
Εμφανώς πιο επιφυλακτικός από το γενικότερο αφήγημα περί πλήρους αναγεννημένης οικονομίας, ο αρθρογράφος του Reuters αναφέρει πως αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι λόγω της βαθιάς ύφεσης η Ελλάδα είχε πολύ μεγαλύτερο έδαφος να καλύψει. «Η ανάκαμψη είναι σημαντική, αλλά ο κύριος λόγος είναι το μεγάλο ριμπάουντ. Δεν είναι επειδή τα πάτε φανταστικά καλά. Είναι επειδή αναπληρώνετε την τρομερή ύφεση που περάσατε».
Οπως τονίζει, κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας, δεν υπήρχαν επενδύσεις στην Ελλάδα, ενώ ακόμα και τώρα – παρόλο που έχουν αυξηθεί – εξακολουθούν να είναι κάτω από το επίπεδο όπου θα έπρεπε να είναι, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως ποσοστό του ΑΕΠ. «Η Ελλάδα είναι ένας περισσότερο ελκυστικός επενδυτικός προορισμός από ό,τι ήταν πριν, ας μην το αρνηθούμε. Ομως, υπάρχουν εμπόδια, ζητήματα που σχετίζονται με το κράτος δικαίου, το brain drain, όπως και θέματα που έχουν να κάνουν με το άνοιγμα της αγοράς σε ορισμένους τομείς. Ολα αυτά τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν, αλλά θα χρειαστούν πολύ καιρό και δεν είναι ξεκάθαρο πόσο αποφασισμένη είναι η κυβέρνηση. Και πάντα θα υπάρχει ο κίνδυνος να κοιτάξουμε πίσω και να πούμε ότι η Ελλάδα “σπατάλησε” αυτή την κρίση».
«Χάος» η αντιπολίτευση
Καθώς πίνει γρήγορα μια γουλιά καφέ για να μη χάσει τον ειρμό των σκέψεών του, ο Ντίξον δεν παραλείπει να μιλήσει για την τωρινή αντιπολίτευση, την οποία χαρακτηρίζει ως ένα «χάος». «Νομίζω ότι οι κυβερνήσεις συνήθως αποδίδουν καλύτερα όταν αμφισβητούνται από καλούς, λογικούς και αξιόπιστους αντιπάλους. Βέβαια, δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιος τον Μητσοτάκη για την κατάσταση της σημερινής αντιπολίτευσης. Αυτό είναι πιθανώς ακόμα ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κρίσης. Το γεγονός, δηλαδή, ότι έχει πληγεί το πολιτικό σύστημα ιδιαίτερα στα αριστερά, αν και η Δεξιά έχει επίσης αρκετά μεγάλο μέρος της ευθύνης». Στο σημείο αυτό μπαίνει και ένας σημαντικός αστερίσκος που ακούει στο όνομα Predator. «Δεν είναι κάτι που απασχόλησε το ευρύ κοινό, αλλά αφορά την καρδιά του κράτους δικαίου και το πόσο καθαρή είναι η ελληνική δημοκρατία. Δεν γνωρίζουμε τα γεγονότα, όμως αν ήμουν ο κ. Μητσοτάκης θα ήθελα να το καταλάβω και να το παρουσιάσω στον ελληνικό λαό, λέγοντας ότι πήραμε μαθήματα και πραγματικά φτάσαμε στον πάτο του βαρελιού. Γι’ αυτό χρειάζεστε μια πραγματικά σωστή έρευνα, ανεξάρτητη έρευνα, με τη βούληση να φτάσετε στο τέλος».
«Υπάρχουν πολλά μισοτελειωμένα ζητήματα και νομίζω ότι οι επόμενες δύο δεκαετίες θα είναι μια μεγάλη και δύσκολη ανηφόρα για την Ελλάδα. Είναι ήδη και για τον υπόλοιπο κόσμο, όμως η Ελλάδα έχει κάποιες ιδιαίτερες προκλήσεις» είναι η δική του εκτίμηση.
Συγκεκριμένα, ο Ντίξον κάνει λόγο για τουλάχιστον τρεις τομείς στους οποίους η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Το ένα είναι το θέμα του χρέους, όπου η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να διατηρεί πρωτογενές πλεόνασμα για τουλάχιστον μία δεκαετία έως ότου φτάσει σε ένα εύλογο σημείο.
Εξίσου σημαντικό ρόλο στην εξίσωση παίζει και το δημογραφικό. «Δεν γεννιούνται αρκετά μωρά και πάρα πολλοί νέοι έφυγαν από τη χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η αναλογία μεταξύ ηλικιωμένων και νέων ανεβαίνει. Το εύκολο κομμάτι της οικονομικής ανάκαμψης ολοκληρώθηκε με μείωση των ποσοστών ανεργίας και τώρα μιλάμε για ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ορισμένους τομείς» αναφέρει και σημειώνει πως «πλέον, γίνεται όλο και πιο απαραίτητο για την Ελλάδα να εισάγει εργατικό δυναμικό από άλλες χώρες, κάτι που φυσικά εγείρει τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις. Θα πρέπει να αλλάξει το αφήγημα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, όχι μόνο λόγω των ανθρωπιστικών λόγων, αλλά και για το οικονομικό συμφέρον της χώρας». Η τρίτη πρόκληση αφορά την κλιματική αλλαγή, η οποία σύμφωνα με τον Χιούγκο Ντίξον συμβαίνει και θα χειροτερέψει. «Δεν μπορεί να κάνει πολλά η Ελλάδα για να το σταματήσει αυτό. Πρέπει να κάνει το κομμάτι που της αναλογεί. Είναι ξεκάθαρο ότι θα κοστίσει πολλά χρήματα και θα χρειαστεί πολύς χρόνος για την κατασκευή της απαραίτητης υποδομής. Η Ελλάδα χρειάζεται μια συνολική στρατηγική και αρκετά γρήγορα, γιατί όσο περισσότερο το αφήνεις τόσο χειρότερο γίνεται. Για παράδειγμα, υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα στα νησιά με λειψυδρία. Ξέρω ότι στους τουρίστες αρέσει να έχουν πισίνες, αλλά έχετε την πιο όμορφη θάλασσα στον κόσμο. Πρέπει και εδώ να αλλάξει το αφήγημα και να μπουν κανόνες».
«Παιδί της Σαμαρίνας»
Κατά τη διάρκεια του επιδορπίου και κοιτάζοντας τα βουνά που «αγκαλιάζουν» τους Δελφούς, ο συνομιλητής μας επέλεξε να μιλήσει για τη σχέση του με την Ελλάδα, αποκαλύπτοντας πως στις φλέβες του κυλά ελληνικό αίμα. «Η γιαγιά μου ήταν Ελληνίδα, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1896 και η μαμά της ήταν από την Ηπειρο, από τη Σαμαρίνα». Μάλιστα, αφηγείται και για το περίεργο «παιχνίδι» της μοίρας που την έφερε στη νεοσύστατη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. «Ο θείος μου είχε πάει στην Αμερική και έβγαλε αρκετά χρήματα. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα με την αμερικανίδα σύζυγό του. Αλλά ήταν μεσήλικοι και δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Ετσι, ζήτησε από τον αδελφό του στα βουνά να του στείλει ένα από τα παιδιά του και εκείνος απάντησε “δεν μπορώ να σε βοηθήσω, όλα τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει, αλλά θα σου στείλω την εγγονή μου”. Κάπως έτσι ήρθε η προγιαγιά στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον βρετανό προπάππο μου που πολέμησε για τους Ελληνες στην Κρήτη στα τέλη της δεκαετίας του 1890 και στη συνέχεια εργάστηκε στη Βρετανική Πρεσβεία για το υπόλοιπο της ζωής του. Ηταν, ξέρετε, πολύ καλοί φίλοι με τον Βενιζέλο».
Ο ίδιος ο Χιούγκο Ντίξον ερχόταν στην Ελλάδα από 9 ετών, μαθαίνοντας αρχαία ελληνικά, ενώ στη συνέχεια παντρεύτηκε μια Ελληνοκύπρια και απέκτησαν μια κόρη, δίνοντάς της το όνομα Αταλάντη. Πλέον, όπως λέει, έρχεται πολύ συχνά στη χώρα μας και βρίσκει καταφύγιο στην Τήνο. «Δεν είναι μόνο η ελληνική καταγωγή, το αίμα. Νιώθω Ελληνας και για πολλούς άλλους λόγους» λέει χαρακτηριστικά.