Η είδηση πως ο αστυνομικός φρουρός του Αστυνομικού Τμήματος Αγίων Αναργύρων, ο οποίος φέρεται να έμεινε απαθής μπροστά στη γυναικοκτονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα, που έλαβε χώρα κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια του, είχε καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια φυλάκιση για υποβοήθηση κυκλώματος διακίνησης μεταναστών μέσω αεροδρομίων το μακρινό 2014, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέμενε στην υπηρεσία του – με τις διαδικασίες απόταξής του σε… εξέλιξη 10 χρόνια μετά την αποκάλυψη της δράσης του -, υπογράμμισε με εμφατικό τρόπο πως κάτι δεν πάει καλά στον τρόπο που η ΕΛ.ΑΣ. αντιμετωπίζει τα «παιδιά της» που παρανομούν. Αλλωστε, δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό. Πρόσφατο (7/4/2024) ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου για «Το Βήμα» αποκάλυψε ότι 107 ένστολοι που έχουν διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα και έχει ζητηθεί πειθαρχικά η αποχώρησή τους από την ΕΛ.ΑΣ. συνεχίζουν να παραμένουν εν ενεργεία σε διάφορες υπηρεσίες της ανά τη χώρα.
Μάλιστα, φαίνεται πως αποτελεί διαδεδομένη πρακτική οι αστυνομικοί που διώκονται για ποινικά αδικήματα και αντιμετωπίζουν κατά συνέπεια και πειθαρχικές διαδικασίες να τοποθετούνται – εν είδει δυσμενούς μετάθεσης – σε υποστελεχωμένα περιφερειακά αστυνομικά τμήματα. Σε αυτά ακριβώς τα αστυνομικά τμήματα, δηλαδή, που υποτίθεται ότι βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» της προσπάθειας εμπέδωσης του αναγκαίου για μια ευνομούμενη πολιτεία αισθήματος ασφάλειας.
Οπως, μάλιστα, επισημαίνεται στο ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου, στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων δεν ήταν μόνο ο φρουρός που είχε εμπλακεί σε ποινικές υποθέσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, «στο ίδιο τμήμα υπηρετούσε και μια αστυνομικός η οποία τον Δεκέμβριο του 2021 είχε κατηγορηθεί για συμμετοχή σε μεγάλο κύκλωμα, αποτελούμενο από 25 άτομα, εκ των οποίων οι εννέα αστυνομικοί (ένας διοικητής τμήματος Ασφαλείας της Δυτικής Αττικής), για την έκδοση τουλάχιστον 200 πλαστών ταυτοτήτων και ταξιδιωτικών εγγράφων που διευκόλυναν τις κινήσεις και τη διαφυγή επικίνδυνων αλλοδαπών κακοποιών».
Στα δελτία Τύπου
Ενας τρόπος για να διαπιστώσουμε πόσο συχνό φαινόμενο αποτελεί η εμπλοκή εν ενεργεία αστυνομικών στην τέλεση αδικημάτων ή ακόμη και η συμμετοχή τους σε εγκληματικές οργανώσεις είναι να ανατρέξουμε στην ίδια την… ΕΛ.ΑΣ. και στα σχετικά δελτία Τύπου που βρίσκονται αναρτημένα στην επίσημη σελίδα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Ανάμεσα στα περιστατικά που δημοσιοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες, λοιπόν, ξεχωρίζουν οι συλλήψεις δύο αστυνομικών για παράβαση καθήκοντος, ψευδή κατάθεση και παράβαση της νομοθεσίας για τα όπλα, αλλά και η περίπτωση συναδέλφου τους ο οποίος συνελήφθη για μαστροπεία κατ’ εξακολούθηση και επίσης παράβαση της νομοθεσίας για τα όπλα. Αντίστοιχα, αίσθηση είχε προκαλέσει η επ’ αυτοφώρω σύλληψη αστυνομικού μέλους συμμορίας που διέπραττε κλοπές σε οικίες και αυτή ενός ακόμη για διακίνηση και προμήθεια ναρκωτικών ουσιών – αμφότεροι τελούν σήμερα σε διαθεσιμότητα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων για το έτος 2022 (σ.σ. τα τελευταία διαθέσιμα συγκεντρωτικά), στο «μικροσκόπιο» των «Αδιάφθορων» μπήκαν 1.316 καταγγελίες, εκ των οποίων οι 392 αφορούσαν αστυνομικούς υπαλλήλους. Στις 23 από αυτές εφαρμόστηκε η αυτόφωρη διαδικασία, ενώ 78 ήταν οι αστυνομικοί στους οποίους ασκήθηκαν ποινικές διώξεις. Αρκετοί, δε, από τους ενστόλους που συνελήφθησαν ήταν ηλικίας 51-60 ετών (39% των συλληφθέντων) και με μακρά προϋπηρεσία (16-25 έτη) στο Σώμα.
Γιατί παραβιάζουν τον νόμο
Η πλούσια παραβατική δράση ορισμένων οργάνων της τάξης, που έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση με την αποστολή που υποτίθεται ότι υπηρετούν, γεννά το αναπόφευκτο ερώτημα: Πώς και γιατί καταλήγουν να παραβαίνουν τον νόμο οι υποτιθέμενοι «υπηρέτες» του; Για τη Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, «η Αστυνομία είναι αντανάκλαση της κοινωνίας, δεν είναι κάτι ξεχωριστό από αυτήν, ούτε ένας και αποστειρωμένος χώρος». Οπως, όμως, σπεύδει να διευκρινίσει, «η επικινδυνότητα του εργασιακού περιβάλλοντος, οι δύσκολες συνθήκες εργασίας και οι πολλαπλές ματαιώσεις που βιώνει ένας αστυνομικός στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ενδέχεται να αποτελέσουν παράγοντες που υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να τον ωθήσουν σε παραβατικές πράξεις».
Η διαφθορά και ο «νόμος της σιωπής»
Στα παραπάνω, βέβαια, έρχεται να προστεθεί και μία ακόμη διάσταση, αυτή της διαφθοράς. Κατά τη Σοφία Βιδάλη, τα περιστατικά που έχουν φτάσει στις Αρχές δεν αποτυπώνουν με σαφήνεια τη «μεγάλη εικόνα» της συγκεκριμένης μορφής παραβατικότητας, καθώς υποκαταγράφονται. «Την ίδια στιγμή, κρίσιμα είναι και τα ποιοτικά στοιχεία όταν μιλάμε για κρούσματα διαφθοράς. Η διαφθορά ενός υψηλόβαθμου στελέχους της διοίκησης είναι πολύ πιο επιβλαβής από ό,τι η αντίστοιχη 50 χαμηλόβαθμων στελεχών της» σημειώνει με νόημα η καθηγήτρια Εγκληματολογίας. Σε αυτή την κατηγορία είναι σαφές ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μεμονωμένες παραβατικές συμπεριφορές ή ακόμη και με ποινικά αδικήματα τελεσμένα από αστυνομικούς, αλλά ουσιαστικά με τον τρόπο με τον οποίο τελικά κατορθώνουν να λειτουργούν εγκληματικά δίκτυα εντός της Αστυνομίας. «Η συμμετοχή αστυνομικών σε οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα και σε “συστημικά φαινόμενα” διαφθοράς που δύσκολα αποκαλύπτεται επιφέρει περισσότερες συνέπειες εν συγκρίσει με την ατομική εγκληματική δράση για το προσωπικό όφελος ενός ατόμου» συνεχίζει η Σοφία Βιδάλη.
Ακόμα, όμως, και αν περιπτώσεις διαφθοράς περιέλθουν στη γνώση συναδέλφων τους, στην εξίσωση μπαίνει ο άγραφος «νόμος της σιωπής». Πέρα από την επιλογή των άμεσα εμπλεκομένων σε ένα σύστημα διαφθοράς να μη συνεργάζονται με τις Αρχές για να μη χάσουν τα «κεκτημένα οφέλη» τους, η σιωπή συνιστά για τη Σοφία Βιδάλη και «τρόπο επιβίωσης για όσους γνωρίζουν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα», καθώς οι αστυνομικοί-μάρτυρες φοβούνται πιθανά αντίποινα, τα οποία εκτείνονται από ενδεχόμενη δυσμενή μετάθεση έως και απειλές για οικεία πρόσωπα. Ακόμη, είναι πιθανό «ορισμένοι από αυτούς να μην εμπιστεύονται τις Αρχές – τις οποίες υπηρετούν – ώστε να καταγγείλουν τα περιστατικά», κάτι που με τη σειρά του αποτελεί άλλη μια ένδειξη ότι εντός της Αστυνομίας υπάρχουν παγιωμένες πρακτικές διαφθοράς.
Τα παραπάνω ζητήματα αποκτούν ξεχωριστή σημασία σε μια εποχή που το ζήτημα της ασφάλειας δείχνει να κυριαρχεί στις προτεραιότητες των πολιτών. Γιατί το να διαπράττουν ποινικά αδικήματα οι εκπρόσωποι της έννομης τάξης δεν είναι απλώς μια ακόμη στατιστική παράμετρος στο συνολικότερο πρόβλημα της εγκληματικότητας, αλλά κάτι που έχει αντίκτυπο όχι μόνο στο εσωτερικό της ίδιας της Αστυνομίας αλλά και συνολικά στην κοινωνία, ενέχοντας τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια μοιραία ρήξη της αναγκαίας σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και στον αστυνομικό.
Τα πορίσματα της Επιτροπής Αλιβιζάτου που δεν έγιναν ποτέ πράξη
Ο Νίκος Αλιβιζάτος, νομικός και ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 2019 ηγήθηκε Επιτροπής που συνέστησε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, με αντικείμενο τη διοικητική διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων που διαπράττονται από το ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας.
Το πόρισμα της λεγόμενης Επιτροπής Αλιβιζάτου, που παραδόθηκε στις 4 Μαΐου 2020, κατέληγε στις ακόλουθες διαπιστώσεις για τον προβληματικό τρόπο που αντιμετωπίζονται από την ίδια τη ΕΛ.ΑΣ. οι παραβατικές συμπεριφορές αστυνομικών: 1) Απροθυμία των ανακριτικών οργάνων να συνεργαστούν με τον Συνήγορο του Πολίτη (που έχει την ευθύνη της διερεύνησης των περιστατικών αυθαιρεσίας). 2) Μεροληψία των ανακριτικών αστυνομικών οργάνων «που εκδηλώνεται με την κατά σύστημα αποδοχή εντυπωσιακά “όμοιων” καταθέσεων από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς και την απόδοση πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας στις μαρτυρικές καταθέσεις των τελευταίων σε σύγκριση με τις καταθέσεις των πολιτών». 3) Συστηματική καθυστέρηση στην υποβολή εγγράφων που ζητεί ο Συνήγορος. 4) Μη συμμόρφωση στα πορίσματα του Συνηγόρου με αποτέλεσμα να αναπέμπονται υποθέσεις στην ΕΛ.ΑΣ. για περαιτέρω έρευνα. 5) Πλημμελής αιτιολογία των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων της ΕΛ.ΑΣ., «ιδίως στο πεδίο της έρευνας του ρατσιστικού κινήτρου».
Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, η Επιτροπή προχώρησε στην κατάθεση σειράς προτάσεων που θα έβαζαν φρένο στην «ελληνική ιδιαιτερότητα που συνιστά η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών οργάνων, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από διεθνείς οργανισμούς». Μεταξύ άλλων, πρότεινε την επαναφορά των ατομικών διακριτικών στις στολές όλων των αστυνομικών, την εγκατάσταση καμερών στο εσωτερικό των περιπολικών, στα κρατητήρια και στα γραφεία όπου διεξάγονται ανακρίσεις. Οι προτάσεις αυτές, εντούτοις, παραμένουν αναξιοποίητες…
Ο Νίκος Αλιβιζάτος, μιλώντας στα «ΝΕΑ», αναφέρει πως διαπίστωσε ένα μείζον θέμα κακώς νοούμενης «συναδελφικής αλληλεγγύης και αλληλοκάλυψης, αλλά και ένα σημαντικό έλλειμμα εκπαίδευσης των αστυνομικών», υπογραμμίζοντας ότι είναι ενδεικτική «η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από διεθνείς οργανισμούς». Επιπλέον, στέκεται στη «μεροληψία των ανακριτικών αστυνομικών οργάνων».
Την ίδια στιγμή, βέβαια, συμπληρώνει η καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σοφία Βιδάλη, προβληματική παραμένει και η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, καθώς «οι εσωτερικές καθυστερήσεις στη διάρκεια της έρευνας, της συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού και της ακροαματικής διαδικασίας μπορεί να είναι μέρος της δυσκολίας που έχει μία υπόθεση, όμως, αποτελεί ταυτόχρονα και έναν παράγοντα που πρέπει να μας υποψιάσει για το εάν μία δίκη είναι υπονομευμένη στη διαδικασία της ή όχι».