Δεν θυμάμαι ποιος είπε αυτή τη φράση που σήμερα θα είναι εντελώς αντιδημοφιλής: «Οποιος, μικρός, δεν έφαγε ξύλο στους δρόμους, έχει βασική έλλειψη αρχών». Τότε, βέβαια, ο ξυλοδαρμός στο σπίτι, στο σχολείο και στις παρέες ήταν βασικός τρόπος επικοινωνίας – η μέθοδος Μοντεσόρι έφθασε αργότερα. Ιδίως για τα αγόρια της εφηβείας που περνούσαν το σκοτεινό τους δάσος, η δυνατότητα να δείρεις κάποιον ή να δαρείς κανόνιζε και τις ιεραρχίες στην παρέα, αν θα γινόσουν μέλος, αν ήσουν κομάντο ή σαντιγί. Αν ήσουν αποδεκτός ή φλώρος, δηλαδή αποσυνάγωγος.
Το μπούλινγκ στον Μπούλη ήταν η ρουτίνα – φριχτό, βέβαια, αλλά έτσι συνέβαινε και δεν τολμούσες ποτέ να πεις στους γονείς σου ότι σε καταχέριασε κάποιος, διότι έπαιρνες την απάντηση «Βγάλ’ τα πέρα μόνος σου», αν δεν έτρωγες κι ένα μπερντάχι επιπλέον διότι κάρφωσες τον φίλο σου που σε έδειρε. Σχεδόν μαφιόζικοι κανόνες – επίσης ποτέ δεν λέγαμε στη μαμά ή στον μπαμπά ποια γκόμενα έχουμε, διότι το θεωρούσαμε δικό μας θέμα αποκλειστικά, κι εκείνοι δεν είχαν λόγο επ’ αυτού. Η νοοτροπία της εποχής στηριζόταν στο ότι η ζωή είναι σκληρή και πρέπει να μάθεις να επιβιώνεις μόνος σου και να μην τρέχεις στα φουστάνια της μάνας σου ή στον θείο σου τον αξιωματικό. Μετά, οι επόμενοι, άρχισαν να γνωρίζουν τους ερωτικούς συντρόφους στους γονείς τους και να τρώνε μαζί πιλάφι στο σπίτι, κάτι που είναι αμφίβολο αν έχει βοηθήσει.
Επίσης όλοι, μα όλοι είχαμε κοροϊδευτικά παρατσούκλια, και δεν πιστεύω να έχουμε πάθει κάτι απ’ αυτό. Να έχει στάξει η ουρά του γαϊδάρου. Μεγαλώναμε δύσκολα, μεν, έχοντας πολλούς φόβους, πασκίζοντας, πληρώνοντας τη νύφη, τολμώντας – πάντως βρίσκαμε σιγά σιγά τα αζιμούθια. Ερχότανε η χειραφέτηση, η όποια αυτάρκεια, οι τρόποι της επιβίωσης – και της συμβίωσης. Τα ανάλογα θα συμβαίνουν πάντα στα σχολειά και στις παρέες των εφήβων. Διότι ο νεαρός, το αγόρι ή το κορίτσι, βγαίνει σε έναν φερέλπιδα κόσμο που φαίνεται όμορφος αλλά είναι και αδυσώπητος, ανέκαθεν, γεμάτος ανταγωνισμούς και σκληρότητα – αλλά έτσι ξεκινούν και οι μεγάλες εφηβικές φιλίες, οι μεγάλες συμμαχίες, ο θαυμασμός, τα ηρωικά πρότυπα, οι παρέες που συχνά κρατούν όλο μας τον βίο. Το παιδί είναι ανεπεξέργαστο μοντέλο ανθρώπου, ψάχνει πόζες, νοήματα, περιεχόμενο ζωής, προσανατολισμό, και συνυπάρχει με άλλα παιδιά με διαφορετικές αγωνίες, άγχη επαλήθευσης, πρωτιάς, μικρο-ηγεσίας και όλα τα λοιπά δεινά που μας βασανίζουνε για πάντα, ίσως με λιγότερη, βέβαια, ένταση μετά την εφηβεία. Το μπούλινγκ είναι δυστυχώς αναπόφευκτο, όπως τα σπυράκια στα μάγουλα. Μακάρι να ήμασταν αλλιώς, μη μου άπτου, με ευγένεια και διακριτικότητα, να τα λύναμε όλα με βάση την αβρότητα και τα επιχειρήματα. Αλλά η εφηβεία δεν είναι ποτέ έτσι. Ασε που αρκετοί παραμένουνε ανώριμοι για πάντα – όπως λέει κι ο Μπρασένς στο τραγούδι του: «Είδες γέρο μαλάκα; Και νέος μαλάκας ήτανε».
Τότε, πριν τις πολυκατοικίες, υπήρχε επιπλέον και μια άλλη μορφή σκληρότητας των εφήβων, αν όχι κτηνωδίας: η βία απέναντι στα ζώα. Το τι γινότανε στις γειτονιές και στα χωριά δεν περιγράφεται – ευτυχώς τώρα τα παιδιά βλέπουνε ζώα μόνο μέσα από το κινητό ή στο κομπιούτερ. Μια δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές να ζωγραφίσουνε μια όρνιθα κι όλα ζωγράφισαν μια σφαγμένη και γυμνή κότα μέσα σε ζελατίνα, από εκείνες που βλέπουνε στα ψυγεία του Μασούτη. Δεν έχουνε δει ποτέ ζωντανή κότα να περπατάει και να κάνει κο-κο-κο.
Γενικώς είμαστε ένα «μάταιο πάθος», αλλά όταν περνούμε την εφηβεία τα πράγματα είναι χειρότερα, ιδίως τώρα, στα χρόνια του κινητού και της απομόνωσης, διότι και τότε δεν ήξερες τα όριά σου αλλά η κοινωνικοποίηση σού τα δίδασκε, ως έναν βαθμό. Τώρα, άμα δεν έχεις και αγωγή απ’ το σπίτι, φόβο και σεβασμό, είναι εύκολο να κάνεις επιθετικά φάουλ ή ακόμα και πράγματα ανεπανόρθωτα, εγκληματικά. (Παίζει ρόλο και η τύχη.) Η συνύπαρξη των εφήβων τώρα είναι πιο δύσκολη – συν το ότι κυκλοφορεί, πάλι, όπως την εποχή των τεντιμπόις, ένα αεράκι ιδεολογίας της μαγκιάς και της επιβολής, με άγριες συνέπειες. Βλέπουμε μικροσυμμορίες στους δρόμους και στις πλατείες, κάτι που πάει να γίνει μόδα. Περνάς και σε κοιτάζουν ως υποψήφιο για βρωμόξυλο.
Και ποιον να πρωτοπιάσει η αστυνομία; Τους καλούς οικογενειάρχες που δέρνουνε τις γυναίκες τους, τις πεθερές τους και τα παιδιά τους, τους λαλημένους καψούρηδες με τα σκεπάρνια, τους διαταραγμένους που κυκλοφορούν ψάχνοντας, τους κλέφτες, τους κακοποιούς, τους ναρκομανείς, τους ψέκες που φωλιάζουν παντού, σε κάθε πολυκατοικία, τους βιαστές, τους επιδειξίες – όλο αυτόν τον συρφετό των καθωσπρέπει που αύριο θα κάνουνε τη ζημιά και θα μπουν στο Πάνθεον; Κι έχεις και τους εφήβους: κάθε νέα γενιά να κάνει, σε μεγάλο βαθμό, και με απολύτως ανιαρό τρόπο τα ίδια πράγματα με την προηγούμενη – ακόμα και η δήθεν εξέγερση έχει καταντήσει κοινοτοπία. Και μετά έρχονται οι επόμενοι να ξανακάνουν τα ίδια πουλώντας πάντα βαρετό αντι-συστημισμό (εδώ χασμουριόμαστε). Οπότε, μάλλον τζάμπα παιδευόμαστε. Διότι υπάρχει πάντα αυτό το ανεπίδεκτο των νέων γενεών – κάτι το οποίο ορισμένοι εκμεταλλεύονται ώστε να δουλεύει σωστά ο φαύλος κύκλος.