Το αφήγημα που έχει επικρατήσει στην Μεταπολίτευση θέλει την επταετία και την Ενωμένη Ευρώπη –την παλιά ΕΟΚ και τη σημερινή ΕΕ- δύο ασύμβατες έννοιες. Τα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών όμως δείχνουν μια διαφορετική εικόνα για τις σχέσεις του «Φοίνικα» και των Ευρωπαίων.
Μπορεί το Συμβούλιο της Ευρώπης να πέταξε έξω την Ελλάδα το 1969, αλλά οι Ευρωπαίοι –στο πλαίσιο της ΕΟΚ- διατηρούσαν εξαιρετικές σχέσεις με το κεθεστώς.
Όπως έχει σημειώσει ο πρώην Πρώην Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Τόμας Χάμαρμπεργκ «ελάχιστη συζήτηση έγινε για τον εξωτερικό παράγοντα: την αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να σταματήσει τη χούντα. Εκ των υστέρων, η θέση της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί περήφανη εξαίρεση».
Πράγματι, σύμφωνα με την έρευνα του δημοσιογράφου Βαγγέλη Γεωργίου, «Ελλάς ΕΟΚ: Εμπιστευτικό» (εκ. Ποιότητα), το καθεστώς Παπαδόπουλου δεν έλεγε όχι στην ΕΟΚ, το αντίθετο μάλιστα. Πολιτικοί και διπλωμάτες ήταν υπέρ της ένταξης.
Τον Μάρτιο του 1972, υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών ζήτησε από τον Γερμανό πρέσβη να «σπρώξει» την ελληνική υπόθεση στις πολιτικές διαβουλεύσεις της ΕΟΚ.
Συγκεκριμένα, οι Χουντικοί ήθελαν να γνωρίζουν το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων μεταξύ των μελών της ΕΟΚ «αφενός μεν διότι τούτο δύναται να υποβοηθήσει ενδεχομένως ταύτην εις τον καθορισμόν της θέσεώς της, επί συγκεκριμένου θέματος κατά τρόπον εναρμονιζόμενον προς την στάσιν των κρατών της ΕΟΚ και αφετέρου, δε, διότι η Ελλάς την στιγμήν καθ’ ην θα καταστή πλήρες μέλος τη Κοινότητας θα γνωρίζει εν λεπτομερεία τας θέσεις και αντιλήψεις των κρατών της Κοινότητας».
«Θα πρέπει να εξευρεθεί τρόπος να μην αποκλεισθούν από τις ενημερώσεις επι των πολιτικών διαβουλεύσεων χώρες όπως η [χουντική] Ελλάδα»
Βέβαια, η υπόθεση για άλλη μια φορά κολλούσε σε μια “λεπτομέρεια”: στην Ελλάδα δεν υπήρχε κοινοβούλιο.
Έλληνας διπλωμάτης είχε την απάντηση έτοιμη: «Εάν σήμερον δεν υφίσταται Κοινοβούλιον, θα υπάρξη εις το μέλλον!».
Βέβαια, η έξοδος από το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν θα επηρέαζε τις σχέσεις της Ελλάδας ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με την ΕΟΚ.
Η Γαλλία του Ζορζ Πομπιντού τα πήγαινε περίφημα με τον Παπαδόπουλο. Υψηλόβαθμο στέλεχος του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών διαβεβαίωνε τον Απρίλιο του 1972 ότι οι ελληνογαλλικές σχέσεις «είναι τοιαύται, ώστε ασχέτως της δοθησομένης συνέχειας εις το θέμα της επισήμου, τρόπον τινά, συνδέσεως της Ελλάδος προς τας διαβουλεύσεις, να είναι δυνατή η ενημέρωσις της Ελλάδος (υπό τους ως άνω περί του απορρήτου περιορισμούς) υπό της Γαλλίας επί διμερούς βάσεως οργανωμένης μάλιστα κατά συστηματικότερον τρόπον!»
Στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η Γαλλία ήταν μπροστάρης στην υπεράσπιση της Χούντας. Μιλάμε για την εποχή που στα υπουργικά συμβούλια της Γαλλίας κάθονταν μέγιστοι ευρωπαϊστές, όπως ο μετέπειτα πρόεδρος της Κομισιόν Φρανσουά-Ξαβιέ Ορτολί και ο γνωστός Βαλερί Ζισκάρ Ντ΄ Εστέν που διατηρούσε επαφές με τους χειρότερους Αφρικανούς δικτάτορες ούτως ή άλλως.
Ο Γάλλος υφυπουργός Εξωτερικών Ζαν ντε Λιποφσκί κατανοούσε ότι «η Γαλλία και η Ελλάδα έχουν διαφορετικές αντιλήψεις ως προς την Δημοκρατία. Τούτο όμως δεν έχει καμία σημασία, διότι κάθε κράτος είναι ελεύθερο να έχει οιανδήποτε προτίμηση ως προς τη μορφή της διακυβέρνησής του. Η γαλλική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την αρχή της μη ανάμιξης εις τα εσωτερικά των άλλων χωρών».
Τέτοια έλεγε η φιλοκοινοτική γαλλική κυβέρνηση και γι’ αυτό ο χουντικός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς παρέθεσε δεξίωση προς τιμήν του υφυπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας Ζαν Ντε Λιποφσκί τον Ιανουάριο του 1972.
Φυσικά, ο Λιποφσκί ήθελε να πουλήσει γαλλικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Οι δε Ιταλοί επέδειξαν επίσης μια «συγκινητική» στάση στους Χουντικούς. Κατά τη γνώμη του Γενικού Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών «θα πρέπει να εξευρεθεί τρόπος να μην αποκλεισθούν από τις ενημερώσεις επί των πολιτικών διαβουλεύσεων οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΟΚ, όπως είναι η Ελλάδα και η Τουρκία».
Πιο βόρεια, στο Βέλγιο, ο πολιτικός Πιερ Χάρμελ (Pierre Harmel) ήταν πολύ καθησυχαστικός έναντι των συνταγματαρχών. Το 1972 θα διαβεβαίωνε το πρωτοκλασάτο στέλεχος της Χούντας Εμμανουήλ Φθενάκη «ότι θα ήταν ανεδαφικό να απαιτεί η ΕΟΚ από τις μεσογειακές χώρες να ακολουθήσουν τη δική της μορφή κοινοβουλευτισμού χωρίς τούτο να σημαίνει ότι απώτερη επιδίωξη όλων πρέπει να είναι η δημοκρατική διακυβέρνηση».
Για τον Χάρμελ, αυτό που χρειαζόταν στην περίπτωση του ελληνικού καθεστώτος ήταν «να υπάρχει αμοιβαία υπομονή και εμπιστοσύνη».
Έτσι, οι «Μένουμε Ευρώποι» της Χούντας δεν ήταν αντίθετοι με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μάλιστα, εάν οι Χουντικοί έβαζαν μια χρονική προθεσμία στην “επανάσταση” -όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος- τότε οι Χουντικοί «θα είχαν τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι με το πραξικόπημα προσέφεραν στη χώρα την ευκαιρία να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς της» ενόψει της ένταξης στην «καλή» Ευρώπη.