Εκείνο το πρωί της 21ης Απριλίου η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν απόγνωση και οδύνη.
Για τους γονείς η σκέψη ήταν «Οχ! Πάλι βάσανα», αναρωτιόντουσαν ποιοι από τους γνωστούς θα είχαν ήδη συλληφθεί, οι ίδιοι περίμεναν πότε θα τους καλούσε η Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν» τους, εμείς τα παιδιά νιώθαμε ότι άρχιζε μια πολύ σκοτεινή περίοδος. Ετσι θυμάμαι εκείνη τη μέρα, έφηβος μιας αριστερής οικογένειας η οποία είχε βιώσει τις σκληρές συνθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Δεν είναι ανάμνηση που μπορεί να γενικευτεί. Οι συνομήλικοι από κεντρώες οικογένειες θα ήταν οργισμένοι γιατί η δικτατορία ματαίωνε οριστικά το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα της Ενωσης Κέντρου, το οποίο ήδη είχε ανακοπεί από το «βασιλικό πραξικόπημα» τον Ιούλιο του 1965. Αργότερα, η πλειονότητά τους θα ριζοσπαστικοποιηθεί και μεταπολιτευτικά θα εκφραστεί από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με τους συνομήλικους της Δεξιάς οι αναμνήσεις θα ήταν πιο περιπεπλεγμένες. Αρχικά, ένα μέρος του συντηρητικού κόσμου που είχε φανατιστεί κατά του Κέντρου και της Αριστεράς αντιμετώπισε τη δικτατορία με συναίνεση ή ανοχή. Το σημαντικό όμως ήταν ότι οι σημαίνοντες πολιτικοί της παράταξής τους αρνήθηκαν να συμπράξουν με το καθεστώς. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Χιλή όπου η στρατιωτική και η πολιτική Δεξιά συνεργάστηκαν, στην Ελλάδα η δικτατορία δεν βρήκε πολιτικούς συμμάχους στον συντηρητικό χώρο, γεγονός που της στέρησε τη «φυσική» μαζική συναίνεση. Ετσι η πλειονότητα του δεξιού κόσμου βαθμιαία αποστασιοποιήθηκε για να στοιχηθεί αργότερα στη ΝΔ του Κωσταντίνου Καραμανλή, αρχιτέκτονα της Μεταπολίτευσης και της ένταξης στην Ευρώπη.
Με αυτά τα διαφορετικά βιώματα, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί της μετεμφυλιακής Ελλάδας έζησαν τη μακροβιότερη δικτατορία της νεοελληνικής ιστορίας. Διήρκεσε 7 χρόνια, 3 μήνες, 2 μέρες – τόσος ο χρόνος ως τις 24 Ιουλίου 1974. Ηταν η σκληρότερη για όσους και όσες αντιστάθηκαν. Και ήταν κάτι σαν «ελληνική εξαίρεση».
Η μοναδική που επιβλήθηκε στη μεταπολεμική Ευρώπη αφού τα άλλα δύο αυταρχικά καθεστώτα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, είχαν εγκαθιδρυθεί στον Μεσοπόλεμο, στην εποχή της κρίσης του φιλελευθερισμού. Δεν ήταν όμως τόσο ο βίος όσο ο θάνατος της δικτατορίας που σημάδεψε τα μεταπολιτευτικά χρόνια. Κατέρρευσε υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας την οποία η ίδια είχε προκαλέσει αλλά και της βουβής εθνικής αγανάκτησης. Ηταν καθαρή ειρωνεία της Ιστορίας. Ενα καθεστώς που είχε έρθει πραξικοπηματικά για να «σώσει το έθνος» κατέρρευσε ύστερα από μια εθνική κρίση που άγγιζε τα όρια της εθνικής προδοσίας. Τελικά, η όλη ιστορική περίοδος δημιούργησε έναν ελάχιστο αλλά ισχυρό κοινό παρονομαστή στον οποίο στηρίχθηκε ιδεολογικά η μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Είναι προφανές όμως ότι οι αναμνήσεις και τα βιώματα της 21ης Απριλίου 1967 αφορούν τις ηλικίες 70+ ή περίπου. Στις νεότερες ηλικίες του Διαδικτύου έχει εντυπωθεί βαθύτερα το πρώτο ελληνικό media event – η εικόνα του τανκ που γκρεμίζει την πόρτα του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973. Αντιθέτως, τα τανκς της χούντας στο κέντρο της Αθήνας ανήμερα του πραξικοπήματος παραπέμπουν σε μια πολύ παλιά εποχή. Μήπως παρά ταύτα η επέτειος γεννά ευρύτερους προβληματισμούς για τη σημασία της δημοκρατίας σε μια περίοδο που αυτή υποχωρεί διεθνώς; Αμφίβολο.
Στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών η δημοκρατία δεν απειλείται από στρατιωτικά πραξικοπήματα όπως εκείνο της χούντας του 1967. Εκείνα μοιάζουν σήμερα αρχαϊκά. Οι σύγχρονες illiberal democracies στην Ευρώπη ή ακόμα και οι νέοι αυταρχισμοί στον κόσμο επιβάλλονται χωρίς στρατιωτικές επεμβάσεις. Επικυρώνονται μάλιστα με εκλογές σε συνθήκες όμως απαξίωσης του κράτους δικαίου και των στοιχειωδών δικαιωμάτων – χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα το καθεστώς Πούτιν.
Στις ιστορικά σημαδιακές μέρες όπως η αυριανή επαναλαμβάνουμε συνήθως το στερεότυπο «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι».
Μπορεί 57 χρόνια μετά η 21η Απριλίου να λέει κάτι περισσότερο και στους παλιότερους και στους νεώτερους; Ισως ναι, αν ξεκινήσουμε από την ιστορική διαπίστωση ότι η δικτατορία δεν ήταν μοιραίο να συμβεί, δεν ήταν νομοτελειακή κατάληξη της πολιτικής κρίσης που είχε προηγηθεί. Σήμερα η ιστορική έρευνα έχει φωτίσει επαρκώς τα γεγονότα, ξέρουμε πώς, ποιοι και γιατί.
Η εικόνα που προκύπτει είναι η αποτυχία ενός ολόκληρου πολιτικού-κομματικού συστήματος να αποφύγει το χειρότερο. Επικράτησαν οι δυνάμεις και οι μηχανισμοί που επιζητούσαν την εκτροπή παρότι η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου την απευχόταν. Αυτός δεν είναι ο ορισμός της αποτυχίας της πολιτικής και των ηγεσιών της εποχής, που δεν κατόρθωσαν να διαχειριστούν το δύσκολο πέρασμα από τη μετεμφυλιακή συνθήκη στον εκδημοκρατισμό;
Κατά τούτο η επέτειος της 21ης Απριλίου 1967, όσο απαρχαιωμένη και αν φαίνεται, συνιστά μια υπόμνηση. Την εγρήγορση και την υπευθυνότητα που η κοινωνία αλλά κυρίως το πολιτικό-κομματικό σύστημα πρέπει να δείχνουν σε περιόδους ιστορικής μετάβασης. Οπως είναι και αυτή που ζούμε στις μέρες μας.