Της Θεοδώρας Τερζή
«Και εσείς, τελειώσατε Ηλεκτρολόγος; Μηχανικός;».
«Οχι, εγώ τελείωσα Φιλόλογος».
Και κάθε φορά ο συνομιλητής μου σταματά, με κοιτάζει με ένα σαστισμένο χαμόγελο και – συνήθως – βάζει τα γέλια. Αναρωτιέται μάλλον πώς από φιλόλογος νεοελληνικών σπουδών βρέθηκα να εξηγώ σε αρχιτέκτονες και μηχανικούς τι φωτισμός χρειάζεται στην ανάδειξη όψεων, πώς να ελαχιστοποιήσουμε τη φωτορύπανση και ποια η διαφορά στη σύνδεση εν σειρά με την παράλληλα.
Μα είναι πολύ απλό: δεν βρήκα ποτέ δουλειά ως φιλόλογος!
Κάτι λοιπόν έπρεπε να κάνω. Και επειδή ένας απόφοιτος Πανεπιστημίου – τουλάχιστον του Πανεπιστημίου Κρήτης – έχει λάβει πλείστα όσα εφόδια για να μπορεί να μάθει ό,τι χρειαστεί, όποια δουλειά και αν αποφασίσει να κάνει, εγώ έμαθα αυτό! Το έμαθα καλά. Αποφάσισα να το μάθω καλά και να το κάνω καλά. Κι έτσι έψαξα να βρω όλα όσα θα χρειαζόταν να μάθω για να το κάνω καλά. Δεν ήταν εύκολο να τα μάθω. Ηξερα όμως ότι μπορώ! Ολόκληρο Πανεπιστήμιο τελείωσα, δεν θα μπορούσα να μάθω και κάτι ακόμη;
Αλλωστε οι γονείς μου με είχαν μάθει από μικρή να αντεπεξέρχομαι στις προκλήσεις, να έχω υποχρεώσεις μέσα στην οικογένεια. Και μη φανταστείτε ότι αναγκάστηκα να βγω στο μεροκάματο γιατί δεν μπορούσαν να με στηρίξουν οικονομικά. Οχι. Απλώς στη δική μου οικογένεια κανείς δεν κάθεται.
«Ελα να δουλέψεις και όταν, βρεις δουλειά, φύγε», ήταν η πρώτη κουβέντα του πατέρα μου, πριν από 15 χρόνια, δύο μέρες αφότου επέστρεψε η πτυχιούχος κόρη του.
Κάπου εκεί εντοπίζω εγώ το ζήτημα σήμερα. Στους δύο αυτούς άξονες: πρώτον, στην προκατάληψη ότι όποιος τελειώνει μια σχολή ανθρωπιστικών σπουδών δεν μπορεί παρά να είναι άνεργος, αφού υπάρχει σίγουρα κορεσμός στον κλάδο του, και δεύτερον, στους υπερπροστατευτικούς γονείς, οι οποίοι – με τις αγαθότερες των προθέσεων πάντα – μαθαίνουν στα παιδιά τους την ανικανότητα.
Και µάλλον ο δεύτερος είναι ισχυρότερος του πρώτου
Γιατί την ανημποριά σ’ τη μαθαίνουν από πολύ νωρίς. Σ’ τη μαθαίνουν όταν δεν σε αφήνουν να βάλεις μόνος σου νερό και σου το φέρνουν στο χέρι, όταν σου μαζεύουν τα παιχνίδια από το πάτωμα για να μην τα σπάσεις και στεναχωρεθείς, όταν επεμβαίνουν στις διαφωνίες σου με τα άλλα παιδιά στις κούνιες, όταν σου δίνουν χαρτζιλίκια μέχρι τα 30 για να πιεις καφέ…
Δεν μαθαίνουν πλέον τα παιδιά να προσπαθούν για τίποτα. Εχουν μόνο δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις. Οι υποχρεώσεις βαραίνουν μόνο τους γονείς. Και περνούν τα χρόνια, και μεγαλώνεις χωρίς καμία ανάληψη ευθύνης, και φτάνει η ώρα να δώσεις Πανελλαδικές (4 μαθήματα και όχι 9 που δώσαμε εμείς ή 13 που έδωσαν οι προηγούμενοι), και δεν μπορείς. Δεν μπορείς να διαχειριστείς το άγχος. Οπως η κόρη της καλύτερής μου φίλης. Δεν έδωσε το παιδί Πανελλαδικές, αγχωνόταν. Θα πήγαινε έξω για σπουδές.
Και πήγε… και γύρισε μέσα σε έναν χρόνο. Γιατί, μάντεψε: είχαν και στο Πανεπιστήμιο εξετάσεις! Και πάλι τώρα πίσω, σε ένα ΙΕΚ, όπου πάλι δυσκολεύεται γιατί και εκεί έχει εξετάσεις.
Προς ενημέρωση όλων: στη ζωή μας έχει κάθε μέρα εξετάσεις. Και αν δεν προετοιμάσεις τα παιδιά να διαχειρίζονται το άγχος τους γι’ αυτές, για τα απρόοπτα και τις απαιτήσεις που θα συναντήσουν, πώς θα περάσουν αυτές τις εξετάσεις;
Και για να το συνδέσω και με τον πρώτο άξονα, ένας άνθρωπος σήμερα βγαίνει από ένα Πανεπιστήμιο – αν κατάφερε να μπει – και έπειτα περιμένει την ιδανική δουλειά στον τομέα του (πενθήμερο, οκτάωρο και σε απόσταση πέντε με δέκα λεπτά από το σπίτι, εννοείται!) και δεν έχει τη φιλοσοφία να βγει και να την ψάξει, αυτή ή όποια άλλη, και περιμένει στωικά, αφού επαναπαύεται έχοντας λύσει – οι γονείς του δηλαδή – όχι μόνο το ζήτημα της στέγης ή της επιβίωσης, αλλά και της καλοπέρασης. Και αφού είναι έτσι, γιατί καν να μπει στον κόπο για εκείνο το ρημάδι το Πανεπιστήμιο και να ιδρώσει τη φανέλα διαβάζοντας και προσπαθώντας; Ας μείνει λοιπόν απ’ την αρχή άπραγος και αμέτοχος, να τον συντηρούν οι γονείς του. Να ενηλικιωθεί στα χαρτιά και να μένει εσαεί ανήλικος στην πράξη. Και ξέρεις κάτι; Δεν είναι που οι νέοι δεν γίνονται πια φιλόλογοι. Είναι που δεν γίνονται ούτε υδραυλικοί, ούτε ηλεκτρολόγοι, ούτε τορναδόροι, ούτε τίποτα. Γίνονται μόνο σερβιτόροι και αυτό τους αρκεί. Για όσο αντέχουν και όσο δεν πολυκουράζονται. Εύκολο χρήμα και γρήγορο, όταν είσαι 18.
Πάντως εγώ, όσες φορές και αν κοιτάξω πίσω, πάλι φιλόλογος θα σπούδαζα. Οχι από πείσμα ή από φόβο για να μην παραδεχτώ το λάθος μου. Μα από αγάπη για όσα είχα την ευτυχία να μάθω τότε. Για όλες τις γνώσεις, όλα τα ποιήματα, όλα τα βιβλία και κυρίως για εκείνη τη μέθοδο που με έμαθαν, να μπορώ να βρω τρόπο να κάνω τα πάντα. Και αν πάλι μπορούσα να διαλέξω δουλειά, πάλι φώτα θα πούλαγα! Γιατί έμαθα στη ζωή να μου αρέσουν τα πράγματα όπως έρχονται και όχι να έρχονται όπως μου αρέσουν!
Τι άλλαξε; Τι εξακολουθεί να αλλάζει;
Μάλλον αλλάξαν όσο πάει οι γονείς. Ανθρωποι που λίγο ως πολύ δεν είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους, που ζουν μέσα σε συμβιβασμούς, κουβαλώντας τα δικά τους κατάλοιπα, τις δικές τους περιοριστικές πεποιθήσεις για τη ζωή και τον κόσμο και που, με τις αγαθότερες των προθέσεων, κατευθύνουν τα παιδιά τους στην απραξία, την ακινησία και τελικά την ανικανότητα.
Δεν θέλουν να δυσκολευτούν. Λες και οι προηγούμενοι έκαναν παιδιά για να τα βασανίσουν. Περάσαμε, βλέπεις, στο άλλο άκρο. Και τα άκρα δεν ήταν ποτέ καλά. Κουράζονται τα παιδιά, έχουν πολλές υποχρεώσεις, να μην τα φορτώνουμε, να μην τα αγχώνουμε, να μην τα ζορίζουμε, να μην τους λέμε ότι το Αιγαίο δεν γράφεται με δύο «ε», μην τυχόν και τα πληγώσουμε. Να τους παρέχουμε τα πάντα, αλλά, προς Θεού, να μην προσπαθούν για τίποτα! Να θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμά τους την απόκτηση αγαθών, τις θερινές διακοπές, τα πλούσια πάρτι, τα ακριβά ρούχα και αργότερα τα καθημερινά καφεδάκια και τα ποτά στα ακριβά μαγαζιά, αλλά μην τυχόν και κουραστούν για να αποκτήσουν κάτι από αυτά!
Και έπειτα σκέφτομαι τη φιλολογία…
Γεμάτες οι καφετέριες και άδειες οι οικοδομές, τα εμπορικά καταστήματα, τα γραφεία από νέους. Σπουδαστές που εργάζονται για να βοηθηθούν ή παιδιά που τελείωσαν το σχολείο και αποφάσισαν να βγουν κατευθείαν στην αγορά εργασίας.
Η Θεοδώρα Τερζή είναι διευθύντρια πωλήσεων