Πρόκειται για έναν περίπου αρχετυπικό μύθο, που ξεκίνησε να γράφεται λίγο πριν ανέλθει στην εξουσία ο ναζισμός και ολοκληρώθηκε μόλις στα 1962, πολύ μετά το τέλος του Πολέμου, για ευνοήτους ίσως λόγους. Φαίνεται πως η Κάθριν Ανν Πόρτερ [1890-1980] – ήδη φημισμένη διηγηματογράφος και δημοσιογράφος, με περιπετειώδη ζωή – έκοβε και έραβε πάνω στις προσωπικές εμπειρίες που είχε αποκτήσει κατά το πρώτο διατλαντικό της ταξίδι, προσπαθώντας αναδρομικά να ερμηνεύσει και να αποδώσει λογοτεχνικά όσα ακολούθησαν, με αποκορύφωμα τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ανθρώπινη ιστορία. Δύσκολο εγχείρημα, καθώς τα σχετιζόμενα με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν σαρώσει όλα όσα η ανθρωπότητα γνώριζε ως τότε, αρχές, πεποιθήσεις, ακόμη και τις ερμηνείες/αναγνώσεις του παρελθόντος.
Το βιβλίο, μεταφρασμένο εδώ με ευρηματικότητα στα ελληνικά από την Εφη Τσιρώνη, είχε προαναγγελθεί πολλές φορές, αναμενόταν αγωνιωδώς από το κοινό της εποχής, ενώ τμήματά του είδαν το φως της δημοσιότητας σε μορφή διηγήματος ή νουβέλας, για να εκδοθεί τελικώς τρεις ολόκληρες δεκαετίες μετά το ταξίδι της συγγραφέως. Εγινε αμέσως ένα από τα μεγαλύτερα μπεστ σέλερ όλων των εποχών και σπουδαία κινηματογραφική ταινία του Στάνλεϊ Κράμμερ με τον Οσκαρ Βέρνερ, τη Βίβιαν Λη, τη Σιμόν Σινιορέ, τον Λη Μάρβιν, τον Τζωρτζ Σήγκαλ και άλλους αστέρες. Η Κάθριν Ανν Πόρτερ ήταν πια 72 χρονών, διάσημη για τα διηγήματα και δοκίμιά της, αλλά δεν επέπρωτο να γράψει άλλο μυθιστόρημα. Της έφτανε αυτό – κι εμάς μας περισσεύει, εδώ που τα λέμε.
Ενα ταξίδι προς το πεπρωμένο
Η εικόνα είναι διαχρονικά πανίσχυρη: ένα κατάφωτο πλοίο, που πλέει διαμέσου του Ατλαντικού μεταφέροντας, θα λέγαμε, μια περίληψη της ανθρωπότητας, ένα είδος δειγματολογίου χαρακτήρων, τύπων και παθών. Ο όρος «Πλοίο των Τρελών» είναι δανεισμένος από μια γερμανική αναγεννησιακή διδακτική αλληγορία, αλλά η δύναμη που εκπέμπει είναι τόσο διαχρονική που επιβιώνει και σήμερα ακόμη, στην καθομιλουμένη.
Αυτή την εμβληματική εικόνα άδραξε η ιδιότυπη [και ως προς τον πολυκύμαντο βίο της] Αμερικανίδα συγγραφέας για να κατασκευάσει το βιβλίο αυτό που ήδη μετρά πάνω από εξήντα χρόνια ζωής. Ο συμβολισμός που εκπέμπει η κατασκευή είναι όντως πανίσχυρος. Οπου το καλοκαίρι του 1931 ένα υπερωκεάνειο της γραμμής αποπλέει από το λιμάνι της Βερακρούζ στον Κόλπο του Μεξικού με κατεύθυνση το Μπρέμερχαβεν στη Γερμανία και ενδιαμέσως τρεις τέσσερις ακόμη ευρωπαϊκούς σταθμούς, ενώ είχε προηγηθεί ως ενδιάμεσος σταθμός η Αβάνα. Εκεί μπαρκάρει ένας δυστυχής συρφετός 876 ψυχών, πάμφτωχων εργατών γης που είχαν εισαχθεί από την Ισπανία στην πάμπλουτη τότε Κούβα για τη συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου και που τώρα, μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση του ’29 και την πτώση της τιμής της ζάχαρης, επιστρέφουν αναγκαστικά στην πατρίδα τους. Πρόκειται για έναν τρόπον τινά συλλογικό ήρωα που μεθά, χορεύει, τσακώνεται, προσεύχεται και γεννοβολά στο κάτω κατάστρωμα του πλοίου υπό τη διακριτική εποπτεία του πληρώματος και των ανωτέρας τάξεως επιβατών της υπερκείμενης πρώτης θέσης.
Σε αυτούς τους τελευταίους περιλαμβάνεται μια γοητευτική και δημοφιλής κουβανή Κοντέσα – ένα είδος ξεπεσμένης αριστοκράτισσας που έχει εξορισθεί στην Τενερίφη για αντικαθεστωτική δράση και αποτελεί τρόπον τινά το επίκεντρο του μυθιστορήματος. Την ερωτεύεται ο άλλος κεντρικός ήρωας, ο γιατρός του πλοίου, σε σημείο να της παρέχει παρανόμως τις ναρκωτικές ουσίες που έχει απελπισμένα ανάγκη. Ωστόσο, γενικά μιλώντας, δεν υπάρχουν πρωτεύοντες και δευτερεύοντες ήρωες στην επική αυτή κατασκευή. Παρελαύνουν κάμποσοι Γερμανοί που συνιστούν τη μεγάλη πλειοψηφία των επιβατών – ζευγάρια καθηγητών και δικηγόρων, μοναχικές χήρες, οικογένειες με προβληματικά μοναχοπαίδια, ένας ενοχικός επιχειρηματίας παντρεμένος με Εβραία πίσω στην πατρίδα, ένας κυνικός, καχύποπτος Εβραίος που εμπορεύεται χριστιανικά εικονίσματα και τα παραφερνάλια, – γενικά άνθρωποι που αναζήτησαν στο μυθικό τότε Μεξικό μια άλλη ζωή, με περιπετειώδη εξωτισμό και πλούτο, αλλά τώρα επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη από νοσταλγία, αίσθημα αποτυχίας, ή και λόγω πολιτικών λόγων.
Πρώιμη παγκοσμιοποίηση και πολιτικός αναβρασμός
Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία της πλοκής του βιβλίου. Ηδη από τις πρώτες σελίδες, κι ενώ μια ταλαιπωρημένη ανθρωποπανίδα περιμένει το πλοίο της επιστροφής πίνοντας χυμούς υπό την αποπνικτική ζέστη της Βερακρούζ, διακρίνουμε την επιθετικότητα των γηγενών έναντι των ξένων, μαθαίνουμε για κύμα απεργιών στα λιμάνια όλου του γνωστού κόσμου, για εργατικές διεκδικήσεις και για τη διαρκή εξέγερση στο Μεξικό. Αυτή η πολιτική ατμόσφαιρα παραμένει διάχυτη σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, καθώς δεν είναι καν βέβαιο σε ποια ευρωπαϊκά λιμάνια πρόκειται να δέσει ο καπετάνιος. Πέραν της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, βασιλεύει με άλλα λόγια και η πολιτική αναταραχή που θα οδηγήσει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, στον Ισπανικό Εμφύλιο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηδη, ενώ οι εργατικές διεκδικήσεις φουντώνουν, με τα μάτια των μαζών στραμμένα στη Σοβιετική Ενωση, οι Ναζί έχουν εκτοξευθεί πολιτικά δεκαπλασιάζοντας το εκλογικό ποσοστό τους σε μια μόλις διετία, οι Βουρβόνοι έχουν εκτοπισθεί από την Ισπανία, η Ιταλία ζει το αυτοκρατορικό της όνειρο υπό τον Μουσολίνι και η Αμερική παραμένει βυθισμένη στη Μεγάλη Υφεση. Με μια έννοια, το καλοκαίρι του 1931 βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από τη μεγάλη καταβαράθρωση των δυτικών ιουδαιοχριστιανικών ιδεωδών που επικρατούσαν επί αιώνες.
Πέραν των Γερμανών επιβατών, ταξιδεύει ένα ζευγάρι Ελβετών ξενοδόχων με τη δυστυχή άχαρη δεκαοχτάχρονη κόρη τους, μια παρέα κουβανών φοιτητών που πάνε στη Νότια Γαλλία να σπουδάσουν ιατρική ενώ τραγουδούν, χορεύουν και δίνουν καθημερινά σόου, νεαρά ζευγάρια Μεξικανών, ένας σοσιαλιστής Σουηδός, δυο καθολικοί ιερείς, και φυσικά το πλήρωμα και η ορχήστρα του πλοίου [Γερμανοί κατά πλειοψηφία, που διαπλέκονται ποικιλοτρόπως με τους επιβάτες]. Ακόμη σε μεγάλο μέρος τος πλοκής κυριαρχεί με την παρουσία της μια κομπανία επονομαζόμενων τσιγγάνων, χορευτών και τραγουδιστών, με τις γυναίκες να εκδίδονται επί χρήμασι παγιδεύοντας τους επιβάτες με την έμπειρη σαγήνη τους υπό τη βίαια καθοδήγηση των συζύγων προαγωγών τους. Υπάρχουν φυσικά και μερικοί Αμερικανοί. Ενας Τεξανός επιχειρηματίας, μια γοητευτική σαρανταπεντάχρονη διαζευγμένη που ονειρεύεται το Παρίσι των νιάτων της, και κυρίως ένα ζευγάρι καλλιτεχνών – η Τζένι και ο Ντέιβιντ –, των οποίων ο έρωτας περνάει από διάφορες σπαρακτικές φάσεις, με την Τζένι να φλερτάρει ασυστόλως, να προκαλεί τον Ντέηβιντ, να αναπολεί παρελθούσες ερωτικές σκηνές ενώ εκείνος διάγει τη ζωή του εν πλω προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί αλλά συσσωρεύοντας εμπάθεια, μνησικακία και ζήλια, μέχρι να τα ξαναβρούν λίγο πριν αποβιβασθούν στη Βρέμη. Στην Τζένι έχουν αποδοθεί πολλά χαρακτηριστικά της συγγραφέως, μεταξύ αυτών και η αφελής εμπλοκή της σε διαδηλώσεις και σε κινήματα για τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως με την περίφημη δίκη των Σάκκο και Βαντζέτι, συν μερικές κρατήσεις σε αστυνομικά τμήματα.
Πολιτισμική ποικιλότητα και συμβολισμοί
Θα ήταν κάπως σχηματικό να αποδώσουμε εδώ ετικέτες στον κάθε χαρακτήρα του ογκωδέστατου αυτού βιβλίου, που εύκολα θα ξεπερνούσε τις 1.000 σελίδες αν του είχε γίνει μια κάπως πιο αεράτη σελιδοποίηση. Πάντως σειρά χαρακτήρων, όπως ο γιατρός του πλοίου, αντιπροσωπεύουν ό,τι είναι τίμιο, περήφανο και συνεπές στη Γερμανία, ενώ το ζευγάρι των Αμερικανών ζωγράφων τη σύγχρονη νεύρωση της επιτυχίας, της απόλυτης ελευθερίας και του παντοειδούς δικαιωματισμού. Το χονδροειδές φλερτάρισμα ενός ακατέργαστου και ρατσιστή τύπου, του Χερ Ρίμπερ, με τη μάλλον άσχημη μεγαλοκοπέλα Λίζι που πάντως δεν στερείται αυτοπεποίθησης, αποδίδει τις κοινωνικές απωθήσεις που συνοδεύουν τις σεξουαλικές συμβάσεις και το αίσθημα στέρησης που στήριξε για τα καλά την άνοδο του ναζισμού. Στον μεγάλο χορό που δίνεται στο πλοίο μια από τις τελευταίες βραδιές, οι μάσκες συμβολίζουν απλούστατα αυτούς που τις φοράνε. Και η κορύφωση διαφόρων επιμέρους δραμάτων, από τα οποία δεν λείπουν κάποια αιματηρά επεισόδια στο άνω και κάτω κατάστρωμα, συμβολίζουν σε μεγάλο βαθμό την ταξική πάλη, όσο και εκείνη μεταξύ των δύο φύλων. Ωστόσο, η γραφή είναι τόσο απαλή και ρέουσα, τα επάλληλα και εν σειρά επεισόδια επεξεργασμένα με ομαλότητα και χάρη, σε σημείο που, όπως είχε γράψει και ο σπουδαίος κριτικός Εντμουντ Γουίλσον, η γραφή της Πόρτερ προσφέρει λίγες λαβές για να αδραχτεί κανείς.
Τα καταφέρνουν λογοτεχνικά οι πιο πάνω συμβολισμοί; Ισως σε έναν βαθμό, αν συνυπολογίσει κανείς ότι μοιραία η συγγραφέας επεξεργάσθηκε επί χρόνια ξανά και ξανά το αρχετυπικό σχήμα του πλοίου των τρελών και των πρώιμων εμπειριών της, υπό το φως όμως της μεταγενέστερης γνώσης, της βαριάς τεκμηρίωσης και της ιδεολογικοποίησης του πολέμου. Αυτό γίνεται περισσότερο σαφές σε ό,τι αφορά τους Γερμανούς, των οποίων τα χαρακτηριστικά διογκώνονται και επεκτείνονται κάπως υπερβολικά: στημένοι, άκαμπτοι, τυπικοί, ρατσιστές, με αίσθημα ανωτερότητας και περιφρονητικοί προς οτιδήποτε εβραϊκό. Οι μεγάλοι ηττημένοι του πολέμου είναι φυσικό να υπόκεινται σε ένα είδος συλλογικής λοιδορίας, αν και υποψιάζομαι πως αν το βιβλίο είχε ολοκληρωθεί μερικά χρόνια νωρίτερα θα ήταν πιο ισορροπημένο σε ό,τι αφορά τις γενικεύσεις του. Οχι ότι η συγγραφέας χαρίζεται σε άλλες εθνικότητες [περιλαμβανομένων των Εβραίων με την καχυποψία τους και τη μόνιμη ενοχοποίηση του Χριστιανισμού για όλα τα δεινά τους]. Απλώς ο πόλεμος τροποποίησε και τη ματιά όλων στα πράγματα.
Ερωτες και ερωτισμοί σε σταθερό φόντο
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε σειρά αλλεπάλληλων επεισοδίων είναι η βαθιά γνώση της Πόρτερ περί τα σεξουαλικά και εν γένει ερωτικά ζητήματα που κάποιες φορές αιφνιδιάζει, όπως λ.χ. με τον κατ΄ ιδίαν ερωτισμό ενός κατά τα άλλα αλληλοσπαρασσόμενου ζευγαριού ευτραφών, συμβατικών, μεσηλίκων Γερμανών. Ή με το αφελές πάθος του Τεξανού μηχανικού που κατευθύνεται στο Βερολίνο και ενός άβγαλτου νεαρού επίδοξου κληρονόμου για δύο από τις εκδιδόμενες Ισπανίδες χορεύτριες. Ή ακόμη με τα όνειρα και τις διαψεύσεις των μεσηλίκων κυριών με το «πλούσιο βιογραφικό» αλλά και των υπολοίπων, πιο μετριοπαθών χαρακτήρων, με τα ματαιωμένα όνειρα και τις απωθήσεις τους. Ο συνήθως ανεκπλήρωτος, αξιοπρεπής ερωτισμός της πρώτης θέσης με τα μεμονωμένα ξεσπάσματα περιορισμένης βίας, όπου συμμετέχουν εν μέρει και αξιωματικοί του πληρώματος, βρίσκει τους αντίποδές του στο κάτω κατάστρωμα, με τους πρωτόγονους κώδικες τιμής των άκληρων αγρεργατών και τη ζωώδη σεξουαλικότητα που βασιλεύει εκεί.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε περιορισμένης έκτασης πλην μεγάλου ενδιαφέροντος επεισόδια, που αποκαλύπτουν σταδιακά μια ανάμνηση, μια πτυχή της ζωής ή συστατικά στοιχεία του κάθε χαρακτήρα. Ολα αυτά τα εναλλασσόμενα επεισόδια διαβάζονται με ενδιαφέρον και θα διαβάζονταν με ακόμη μεγαλύτερο αν ήταν μειωμένα κατά το ένα τρίτο τουλάχιστον. Το πρώτο μισό του βιβλίου μοιάζει πράγματι να εκκολάπτει ένα αριστούργημα στο τέλος της γραμμής, αλλά το δεύτερο σε κουράζει, επαναλαμβάνεται, και οι όποιες κορυφώσεις του είναι επεισοδιακού και μόνο χαρακτήρα, χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση στον ψυχισμό των ηρώων. Με άλλα λόγια, η υφή του βιβλίου παραμένει ομοιόμορφη, οι χαρακτήρες δεν εξελίσσονται και η δομή του παραμένει ένα αναλλοίωτο τεράστιο τελάρο όπου προστίθενται αλλεπάλληλες λεπτομέρειες χωρίς εξέλιξη της πλοκής.
Βέβαια το πλοίο των τρελών συνεχίζει να ταξιδεύει προς την ανθρώπινη αιωνιότητα – ή την τελική καταστροφή, διαλέγετε και παίρνετε. Ωστόσο, κρινόμενο με τα δεδομένα του αριστουργήματος – μιας και μόνο με αυτά τα μέτρα μπορεί να κριθεί το έργο της Πόρτερ – το βιβλίο φοβάμαι ότι δεν περνάει το τεστ. Με όλο τον πλούτο των υλικών, την ύστερη γνώση και την λεπταίσθητη ειρωνεία της, η συγγραφέας δεν τα καταφέρνει να μας δείξει με όση σαφήνεια απαιτείται την άβυσσο εμπρός μας.