Ο Νταβίντ Μπλανσόν (1977), καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Paris-Nanterre, συνεργάτης ερευνητικών κέντρων στη Γαλλία και μέλος του οργανισμού iGLOBES για την προώθηση της διεθνούς διασύνδεσης των κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Τούσον της Αριζόνα, ειδικεύεται στη μελέτη των υδάτινων πόρων (Διεθνής Ατλας του νερού, 2017), της καταγραφής, χρήσης και διαχείρισής τους σε σχέση ειδικότερα, στο παρόν βιβλίο, με τη γεωπολιτική διάσταση του νερού μεταξύ συγκρούσεων και συνεργασίας στο εσωτερικό ενός κράτους, σε σχέση με άλλα κράτη και μικρές ή μεγάλες γεωγραφικές ενότητες. Με τον όρο «υδάτινοι πόροι» εννοείται ο όγκος του διαθέσιμου επιφανειακού και υπόγειου νερού σε δεδομένη στιγμή, σε δεδομένο τόπο, με δεδομένη τεχνική και ποιότητα, κατάλληλη για γεωργική, βιομηχανική, αστική χρήση. Υπολογίζεται ότι 97,5% του νερού της υδρογείου είναι αλμυρό και τα αποθέματα γλυκού νερού υπερβαίνουν τα 40 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα, ποσότητα διόλου αμελητέα, άνισα όμως κατανεμημένη γεωγραφικά εντός του υδρολογικού κύκλου βροχών και ξηρασίας.
Υδροκτονία
Ηδη από το 1998, οι υδρολόγοι έκαναν λόγο για «υδροκτονία», δηλαδή τη ραγδαία καταστροφή των υδάτινων οικοσυστημάτων. Το 2019, η έκθεση του Ινστιτούτου για τους Παγκόσμιους Πόρους υπογράμμιζε πως 17 χώρες που αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκονται σε προχωρημένη κατάσταση «ακραίας υδατικής καταπόνησης», η οποία επηρεάζει τη γεωργική παραγωγή (40% αρδευόμενη), την παγκόσμια διατροφική ασφάλεια, σε συνδυασμό με τη στοιχειώδη πρόσβαση τριών δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε πόσιμο νερό ούτε σε ικανοποιητικές εγκαταστάσεις υγιεινής, με εμφάνιση ασθενειών, που με τη σειρά τους φτωχοποιούν κράτη με λιγότερη ή περισσότερη πολιτική και κοινωνική αστάθεια, η οποία εντός της παγκοσμιοποίησης αντανακλάται στα λεγόμενα αναπτυγμένα κράτη στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, που αποτελεί τον επικυρίαρχο της Πολιτικής και εντέλει της επιλογής ανάπτυξης και προόδου ασχέτως αν οι κοινωνίες προσδιορίζονται δημοκρατικές υπό λογιών ορισμούς και αποχρώσεις.
Το διακύβευμα
Το νερό λοιπόν έχει καταστεί πρωταρχικό γεωοικονομικό και γεωπολιτικό διακύβευμα ασφάλειας και θεωρείται δεδομένο ότι τον 21ο αιώνα θα αυξηθεί η ζήτησή του και οι υδάτινοι πόροι θα επιδεινωθούν επιπλέον εξαιτίας της κλιματικής για πολλούς κατάρρευσης. Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το έτος 2016 σημείωνε ότι φτάνοντας με ταχείς ρυθμούς στα πρόθυρα της ανυδρίας, οι αλλαγές στη διαθεσιμότητα και τη μεταβλητότητα των υδάτινων πόρων αποσυνθέτουν δίχως γυρισμό τις κοινοτικές και κοινωνικές δομές, οδηγούν σε εμφύλιες συγκρούσεις και σε αυξανόμενες μεταναστεύσεις, οι οποίες καταλήγουν αμετάκλητα σε «φιλάνθρωπη κόπωση των καλοπροαίρετων δωρητών» (benevolent donors charity fatigue), ξενοφοβίες και ρατσισμούς παράγοντες που αποκτούν θεσμική πολιτική ισχύ και διεύρυνση των ανισοτήτων όχι μόνο στις αναπτυγμένες χώρες, αλλά και σε εκείνες όπου η μίμηση της εξέλιξης με τη μορφή της κατανάλωσης δημιουργεί εσωτερικές διαφοροποιήσεις όπου η φτώχεια παραμένει παρούσα και ανεξέλεγκτη.
Το συμπέρασμα ότι οι πόλεμοι του 20ού αιώνα έγιναν για το πετρέλαιο και η πόλεμοι του 21ου θα γίνουν για το νερό δεν επιβεβαιώνεται προς το παρόν. Το νερό, απαραίτητο για τη ζωή και κάθε οικοσύστημα, δεν αποτελεί απόθεμα προς εκμετάλλευση, είναι ανανεώσιμο, μεταβαλλόμενο, πάντοτε σε κίνηση, δεν μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλους όγκους, δεν υπακούει σε σχεδιασμούς και, όσο και αν μεταβάλλεται σε προϊόν προς πώληση από ιδιώτες, δεν παύει να είναι αντιληπτό ως αγαθό με πραγματική και συμβολική, τελετουργική και θρησκευτική σημασία. Ακόμη, η σύνδεση ανάμεσα στη διαθεσιμότητα και στη χρήση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων που χρησιμοποιούνται σε σχέση με το συνολικό όγκο για την ηλεκτροπαραγωγή, την άρδευση και την οικιακή κατανάλωση είναι ένα πλέγμα (nexus) μεταξύ νερού – ενέργειας – τροφίμων. Υπό αυτή τη σκοπιά, το νερό εμφανίζεται σε ένα είδος «πολέμου» για το νερό και με το νερό, με δεδομένο ότι η κατανομή της κατανάλωσης (69% για τη γεωργία, 19% για τη βιομηχανία και την ενέργεια, 12% για οικιακή χρήση), αυξανόμενη κατά 1% ετησίως από τη δεκαετία του 1980, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί μεταξύ 20% και 30% ως το 2050. Διευκρινίζουμε ότι λέγοντας «πόλεμος» για το νερό εννοείται χονδρικά η εξασφάλιση σχετικής επάρκειας, ενώ με το νερό η σχετική ισχύς της διάθεσης νερού ανά περιοχή εντός ενός κράτους όσο και σε σχέση με γειτονικά κράτη.
Ενοπλες συγκρούσεις
Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια εντοπίζονται μόνο τέσσερις ένοπλες συγκρούσεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με νερό, ενώ κατά την ίδια περίοδο υπογράφηκαν πάνω από δύο χιλιάδες σύμφωνα συνεργασίας για τους υδάτινους πόρους μεταξύ όμορων κρατών όσο και μεταξύ ομάδων κρατών για την από κοινού χρήση με βάση σειρά παράλληλων δεσμεύσεων, κινήτρων και τεχνικών επιτευγμάτων. Την ίδια στιγμή, η καταστροφή της θάλασσας Αράλης, η οποία εξαφανίστηκε μέσα σε λιγότερα από σαράντα χρόνια, απέδειξε ότι τα τεχνικά επιτεύγματα είναι ανώφελα όταν οι οικονομικοί και ιδεολογικοί ανταγωνισμοί επιλέγουν τον θάνατο του μέλλοντος των υδάτινων πόρων. Στην πραγματικότητα, νερό και κοινωνία είναι αλληλεξαρτώμενα, το νερό είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Η διαχείριση του νερού αντανακλά τις μείζονες διακρίσεις της κοινωνίας, τις τάξεις, το γόητρο, την κεντρική θέση στην τρέχουσα γεωπολιτική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, ο υδροκοινωνικός κύκλος προσδιορίζει τις πολιτισμικές διαστάσεις ως αποθετηρίου επιβίωσης, αποτελεί στοιχείο της «ήπιας δύναμης» (soft power). Πολεμάμε λοιπόν για το νερό, πολεμάμε με το νερό, πολεμάμε για τους πόρους που εξαρτώνται από το νερό (τρόφιμα, ενέργεια) και όλα αυτά σε ποικίλες κλίμακες και ποικίλους βαθμούς. Και η διαδρομή από το νερό ως τη σύγκρουση είναι περίπλοκη τουλάχιστον. Και γι’ αυτό προσεχώς επικίνδυνη.
Τα συμπεράσματα του συγγραφέα είναι πως καθώς η ανθρωπότητα οδεύει προς την οικολογική κρίση, ο υδρολογικός κύκλος επηρεάζεται και θα επηρεαστεί από περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως διάβρωση του εδάφους, απώλεια πολλών ευάλωτων οικοσυστημάτων, μόλυνση και ρύπανση των επίγειων και υδροφόρων στρωμάτων. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, είτε πρόκειται για γεωργική, βιομηχανική και οικιακή χρήση, η γεωγραφία του νερού και, κατά συνέπεια, η γεωπολιτική του νερού θα αλλάξει με επιδείνωση της ξηρασίας και ταυτόχρονα υψηλό κίνδυνο πλημμυρών, γεγονότα που θα φέρουν νέους υδροπολιτικούς κινδύνους.
Τα τρία σενάρια
Με ορίζοντα το 2050, τρία σενάρια διαμορφώνονται: το πρώτο, που απαιτεί συντονισμένη διαχείριση του «υδροκοινωνιακού κύκλου» με καταμερισμό των υδάτινων πόρων σε όλους τους χρήστες, από το τοπικό ως το παγκόσμιο επίπεδο. Στον αντίποδα, θα είμαστε αντιμέτωποι με μια «υδρολογική απορρύθμιση», η οποία δίχως στοχευμένες πολυδάπανες παραδοσιακές και τεχνολογικές επενδύσεις, θα αυξήσει τη μόλυνση των υδάτων και την εμφάνιση αλλεπάλληλων παγκόσμιων λιμών, θα μειώσει και αποσταθεροποιήσει τη γεωργική απόδοση, θα αυξήσει τις κοινωνικές αναταραχές στις πόλεις και, πολύ περισσότερο, στις αχανείς μητροπόλεις. Δείγματα αυτής της εκδοχής είναι ήδη ορατά. Ενδιάμεσο σενάριο είναι να εξακολουθήσουν οι τρέχουσες τάσεις με αποτέλεσμα να οξυνθούν λόγω της κοστοβόρου αντιμετώπισης τριών τύπων προβλημάτων: διάχυτη γεωργική μόλυνση (φυτοφάρμακα, νιτρικά και φωσφορικά), βιομηχανική ρύπανση που προκλήθηκε από το παρελθόν (πολυχλωριωμένα διφαινύλια, PCB) και ρύπανση που τώρα εκδηλώνεται (μικροπλαστικά και φαρμακευτικά υπολείμματα). Το ερώτημα είναι αν οι επί δύο και πλέον αιώνες διαμορφωθείσα «πρόοδος» προλαβαίνει να διορθώσει ή να βελτιώσει τα πράγματα σε λιγότερο από είκοσι πέντε χρόνια, πάει να πει ως το 2050, όριο που έχει τεθεί μετά από λογιών «διαπραγματεύσεις» οικονομικοπολιτικών συνδυασμών που έχουν μάθει να ζουν στον κόσμο τους, ενώ η μέση παγκόσμια θερμοκρασία υπερβαίνει ήδη το όριο του 1,5 βαθμών Κελσίου και εκτιμάται ότι θα κυμαίνεται μεταξύ 3,5 και 6 βαθμών το 2100. Αν τότε υπάρχει νερό, θα βράζουμε στο ζουμί μας.