Το Netflix με την ταυτόχρονη προβολή της γαλλικής ταινίας του 1953, «Το μεροκάματο του τρόμου» και του σύγχρονου ριμέικ κάνει δώρο στους συνδρομητές του την ευκαιρία να κατανοήσουν τι σημαίνει κινηματογραφικό αριστούργημα και ταινία που αποσκοπεί να εντυπωσιάσει με όρους καταιγιστικής δράσης και ειδικών εφέ τη μεγαλωμένη με video games γενιά Ζ.
Η ιστορία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Georges Arnaud (1917-1987) που κυκλοφόρησε το 1949: μια ομάδα ατόμων δίχως μέλλον αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα φορτίο νιτρογλυκερίνης μέσα από μία εξαιρετικά επικίνδυνη διαδρομή προς μια φλεγόμενη πετρελαιοπηγή, έτσι ώστε η έκρηξη του φορτίου να σβήσει τη φωτιά.
Από αυτό το υλικό ο σκηνοθέτης Ανρί – Ζορζ Κλουζό το 1953 δημιούργησε ένα αριστούργημα, το οποίο βραβεύτηκε στα τρία σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ της εποχής, με Μεγάλο Βραβείο (προάγγελος του Χρυσού Φοίνικα) στις Κάννες, Χρυσή Αρκούδα στο Βερολίνο και μεγάλο βραβείο στα βρετανικά BAFTA. Κατάφερε μάλιστα να φέρει 7 εκατομμύρια θεατές να δουν την ταινία που οι αντιαμερικανικές αναφορές της απαγόρευσαν την προβολή της στις ΗΠΑ, αλλά και τη Γουατεμάλα.
ΑΤΥΧΗΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ. Παρανοϊκός, μισάνθρωπος αλλά ιδιοφυής ο Κλουζό κυριαρχεί και ελέγχει κάθε κίνηση των ηθοποιών και κάθε λεπτομέρεια στα πλάνα του. Γι’ αυτό και η σύγκριση των δύο ταινιών δεν είναι υπέρ του μιμητή του, γάλλου σκηνοθέτη Ζιλιέν Λεκλέρ. Ο οποίος, με χρηματοδότηση και παραγωγό το Netflix γύρισε το νέο «Μεροκάματο» με πρόθεση ψυχαγωγίας και συμπερίληψης, αφού αυτά είναι τα αιτήματα του παρόντος καιρού.
Πριν από εβδομήντα χρόνια, αποσυνάγωγοι θεωρούνταν οι γκροτέσκο φιγούρες των λευκών τυχάρπαστων που είχαν εγκλωβιστεί σε μια πόλη της Κεντρικής Αμερικής, την οποία δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν λόγω έλλειψης χρημάτων ή φιλοδοξίας. Η σύγχρονη εκδοχή τους τοποθετεί σε μια απροσδιόριστη αραβόφωνη και γαλλόφωνη χώρα, στη δίνη αναταραχών, των οποίων τα αίτια θα παραμείνουν άγνωστα για τον θεατή της ταινίας του Λεκλέρ, αλλά σε γενικές γραμμές υπαινικτικά θα παραπέμπουν σε εξεγέρσεις σαν την Αραβική Ανοιξη ή σε επιθέσεις πειρατών και σε συνδιαλλαγές με παραστρατιωτικές οργανώσεις.
Στην παραγωγή του Netflix το πολιτικό αποκτά άλλη σημασία. Πρωταγωνιστές είναι οι γάλλοι ομογενείς: τα αδέλφια Φρεντ (Φρανκ Γκασταμπίντ) και Αλεξ (Αλμπάν Λενουάρ), ο πρώτος λίγο υπόκοσμος με περιστασιακές δουλειές στον τομέα της ασφάλειας, ο δεύτερος καλός οικογενειάρχης και ειδικός στα εκρηκτικά – η Γκοτιέ (Σοφιάν Ζερμανί), που ηγείται μιας ομάδας μισθοφόρων και η Κλάρα (Αννα Ζιραρντό) στο δυναμικό μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης που φροντίζει τον τοπικό πληθυσμό. Για τις γυναίκες αυτές δεν γνωρίζουμε τίποτα, εκτός από το ότι υποφέρουν, παγιδευμένες ανάμεσα στο σφυρί του κράτους και στο αμόνι των ένοπλων ομάδων. Η μόνη βοήθεια για να ξεφύγουν έρχεται από την πλευρά της Γαλλίας.
ΚΑΜΙΑ ΑΛΗΘΟΦΑΝΕΙΑ. Σε αντίστιξη με το «Μεροκάματο» του Κλουζό, όπως αναφέρει η «Le Monde» δεν θα βλέπουμε απλώς οδηγούς φορτηγών να ρισκάρουν τη ζωή τους στην παραμικρή λακκούβα. Παρά την (εντελώς αναχρονιστική) παρουσία νιτρογλυκερίνης στο πίσω μέρος των φορτηγών, οι γάλλοι κατατρεγμένοι δέχονται συνεχώς πυρά από κακοποιούς όλων των κατηγοριών. Σε κάθε περίπτωση, η αληθοφάνεια – των χημικών αντιδράσεων ή των συναισθημάτων – είναι το τελευταίο μέλημα του σκηνοθέτη Ζιλιέν Λεκλέρ ο οποίος φαίνεται να δεσμεύεται από την υποχρέωση να αδειάζει τουλάχιστον πενήντα γεμιστήρες ανά σεκάνς γυρισμάτων. Οσο για τον Φρανκ Γκάσταμπιντ, που οι ρόλοι του είναι από κωμικοί έως φασαριόζικοι, εδώ φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο να υποδυθεί τον Βιν Ντίζελ του «Fast and Furious» και όχι τον Ιβ Μοντάν που είχε προηγηθεί σε αυτόν τον ρόλο αφήνοντας με αυτό το αλησμόνητο ντεμπούτο τα ίχνη του στο γαλλικό σινεμά.
Γιατί στην ταινία του Κλουζό η παρακμή της ανθρώπινης ύπαρξης υπογραμμίζεται από το σκηνοθετικό του όραμα. Ενώ στην ταινία του Λεκλέρ οι εναέριες λήψεις με drones πάνω από το όμορφο, άγριο τοπίο περιοχών του Μαρόκου είναι το μοναδικό στοιχείο που σε κρατά για να δεις το τέλος της.
Στο αυθεντικό «Μεροκάματο του τρόμου» σχεδόν η μισή ταινία παραμένει στα σοκάκια της Λας Πιέδρας (σ.σ. τα σκηνικά και τα γυρίσματα έγιναν στα γαλλικά εδάφη της Προβηγκίας), της μικρής πόλης της Ονδούρας όπου έχουν συγκεντρωθεί όλα τα αποβράσματα του Παλαιού Κόσμου. Ο Κλουζό δεν επεδίωκε να αναπαραστήσει ρεαλιστικά μια
μετα-αποικιακή κοινωνία, όμως γοητεύτηκε από την εκδοχή των ανθρώπινων αθλιοτήτων που του πρόσφερε η κοινωνική και πολιτική διαμόρφωση του μυθιστορήματος του Ζορζ Αρνό. Το πλαίσιό του αναφερόταν στον ασφυκτικό έλεγχο των τοπικών πόρων από τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες εκμεταλλεύονται τους ντόπιους εργάτες που αμείβονται ελάχιστα.
Στην ταινία του 1953 τα φορτηγά, με τους τροχούς τους που γλιστρούν, ολισθαίνουν, πατινάρουν αποκτούν προσωπικότητα καθώς τον περασμένο αιώνα η νιτρογλυκερίνη δεν ήταν πρόσχημα για πυροτεχνικά εφέ (όπως συμβαίνει στη Netflix εκδοχή). Ηταν η υλοποίηση του συνόρου μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο Κλουζό ήξερε πώς να κινηματογραφήσει ένα πρόσωπο μέσα από το παρμπρίζ και να αποκρυσταλλώσει όλη την αγωνία του κόσμου. Σε αυτή τη μεταφυσική της αγωνίας μπόρεσε και παρέσυρε επτά εκατομμύρια θεατές. Κάτι που η πλατφόρμα του Netflix το αναζητά στους κατεβασμένους δείκτες των θεατών που εκδηλώνουν τις αντιδράσεις τους.