Ο συνθέτης Γιώργος Καζαντζής όταν ηχογραφεί το τραγούδι του είναι όρθιος, σε απίστευτη κίνηση και κοιτώντας πότε προς την τραγουδίστρια πίσω από το τζάμι και πότε προς τον ηχολήπτη. Σαν κόουτς αισθημάτων και κλίματος. Είμαστε απόγευμα στο στούντιο, ο Γιώργος γράφει τον νέο του δίσκο, πίσω από το τζάμι είναι η Μαρία Παπαγεωργίου και μια σύγχρονη στιγμή του ελληνικού τραγουδιού γράφεται μπροστά μου.
Ο Καζαντζής τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτεται από ένα πιο ευρύ κοινό. Αιτία οι μεγάλες του επιτυχίες. Με πρώτη και κύρια τις «Μέλισσες». Αλλά και για όσους ξέρουν και εστιάζουν σε ένα μεγάλο και προσεγμένο έργο και σε πολλά άλλα υπέροχα κομμάτια. Με ερμηνευτές από τη Λιζέτα Καλημέρη και τον Κώστα Παυλίδη μέχρι τον Νταλάρα. Ο Καζαντζής κρατά ψηλά τον πήχη του ήχου της Θεσσαλονίκης.
Δεν περιορίζεται όμως σε αυτό. Κάνει πολλά οργανικά, στοχάζεται πάνω στον ήχο, δοκιμάζει και δίνει χώρο σε νέους ερμηνευτές και στιχουργούς. Ενας διανοούμενος του τραγουδιού, που δεν τον φάγανε όμως οι ιδέες και οι αναλύσεις, μα με προσήλωση ασχολείται με αυτό που ξέρει. Την έντεχνη μουσική. Που επίσης την υπερασπίζεται νοηματικά αλλά και έμπρακτα, δείτε τις ορχήστρες του ή τις εργασίες του με τις συμφωνικές. Η συζήτηση πάει πέραν των τρεχουσών δουλειών του και σε πιο βαθιά θέματα της σύγχρονης ζωής. Ο Καζαντζής δεν πλατιάζει, έχοντας συνείδηση της αξίας του λόγου, τον οποίο επικεντρώνει στις ιδέες και τις οπτικές του.
Γράφετε εδώ τον νέο σας δίσκο.
Ναι. Είμαστε στην επικοινωνιακή φάση του μόλις εκδοθέντος δίσκου με την Ασπασία Στρατηγού (σ.σ. «Μοιραία Κοιμωμένη»). Εγώ δεν φεύγω ποτέ από κανέναν δίσκο μου.
Τι εννοείτε;
Ολους τους έχω σε μια εγρήγορση, συναυλιακά τουλάχιστον. Οταν παρουσιάσουμε τον δίσκο – με Ασπασία, Μεράντζα, Ναντίνα Κυριαζή κ.ά. – στις 16 Μαΐου στον Σταυρό του Νότου, θα είναι και ο Παντελής ο Θαλασσινός που είναι ο βασικός του προηγούμενου δίσκου που κάναμε με τον Κώστα Φασουλά (σ.σ. «Αινίγματα») και μέσα έχω και άλλα τραγούδια από προηγούμενες δουλειές. Πάντα έχω τους δίσκους μου σε εγρήγορση, λοιπόν, είναι το κέντρο βάρος των εμφανίσεών μου.
Εδώ τώρα γράφετε δίσκο με συμμετοχές.
Ηταν μια ιδέα από τα παιδιά στο «Μουσικό Κουτί» (κάτι μου είπανε), το πήρα ως κομπλιμέντο, το ξέχασα αλλά το επανέφερα. Κάθισα και έγραψα επτά τραγούδια. Νατάσα Μποφίλιου, Βασίλης Σκουλάς με Σόνια Θεοδωρίδου ντουέτο, Λάκης Παπαδόπουλος, Ναταλία Λαμπαδάκη, Παντελής Θεοχαρίδης, Γιώργος Μεράντζας και η Μαρία Παπαγεωργίου που σήμερα γράφουμε μαζί. Το κομμάτι που ερμηνεύει η Μαρία λέγεται «Νυχτερινός Ουρανός» και είναι σε στίχο του Ισαάκ Σούση.
Γράφετε ένα τραγούδι, την ίδια ώρα έχετε φανταστεί και τον τραγουδιστή του;
Αυτό ή συμβαίνει, αν τη στιγμή που γράφω όλη αυτή η ατμόσφαιρα με οδηγήσει σε μια φωνή, την ακολουθώ. Μπορεί όμως και να μη με οδηγήσει κάπου. Και το συνεχίζω έτσι ως μια ατμόσφαιρα χωρίς ταυτότητα. Αν αυτό συμβαίνει και μορφολογικά. Αν αυτό που μου ‘ρχεται να γράψω είναι δύο θέματα, κουπλέ – ρεφρέν, γίνεται τραγούδι. Αν όμως θέλει περαιτέρω ανάπτυξη, πάει για οργανικό.
Εχει ενδιαφέρον πως δίνετε χώρο σε νέες δυνάμεις.
Πολλοί κακεντρεχείς στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης λένε πως πάω με τις φίρμες, π.χ. με τον Νταλάρα. Μα τη Λιζέτα την Καλημέρη εγώ την εισηγήθηκα. Τη Φωτεινή Βελεσιώτου, ή την Ντιλέκ Κοτς επίσης. Εδώ για να μην παρεξηγηθώ να βγει το «εγώ». Δεν είναι θέμα του «εγώ» μου. Κι άλλους: την Αλεξία Χρυσομάλλη, τον Μιχάλη τον Παπαζήση που είχε κάνει έναν δίσκο με τον Καλδάρα αλλά μαζί κάναμε ολόκληρη δουλειά. Τον Ανδρέα τον Καρακότα, που επίσης ναι μεν είχε κάνει Καλδάρα και Χατζιδάκι, αλλά ο προσωπικός του δίσκος ήταν μαζί. Οταν πάλι γράφω και φαντάζομαι πως αυτό το τραγούδι θα πρέπει να το πει ο Νταλάρας ή η Γαλάνη θα το πει εκείνος/εκείνη. Αν πρέπει να γίνει έτσι, τι να κάνουμε; Να γυρίσουμε το κεφάλι στους γίγαντες της ελληνικής δισκογραφίας;
Ως δημιουργός, η δική σας αίσθηση είναι πως έχουμε νέες δυνάμεις;
Ερμηνευτές/τριες πολλούς. Σε επίπεδο δημιουργών έχω μια επιφύλαξη, γιατί μπορεί τεχνικά ή σε επίπεδο ατμόσφαιρας ή γνώσεων να μας έχουν ξεπεράσει κατά πολύ, αλλά ακόμη αναζητώ το δυνατό μοτίβο και τη δυνατή δημιουργία που θα πάει πιο πέρα το οικοδόμημα της μουσικής, θα το ανεβάσει πιο ψηλά αλλά παράλληλα θα συνεπάρει το κοινό. Προχθές άκουγα τα τραγούδια του Χρήστου του Θηβαίου με τους Συνήθεις Υπόπτους, όταν ξεκίνησαν. Εξαιρετικές συνθέσεις.
Γράφετε επιτυχίες χωρίς να έχουν περάσει τη μέγγενη της νύχτας. Της μεγάλης πίστας. Οι «Μέλισσες» για παράδειγμα είναι παιγμένες – πριν γίνουν η μεγάλη επιτυχία – σε Καφωδείο και Βάρδια στη Θεσσαλονίκη. Σε μικρούς χώρους. Με ειδικό κοινό.
Αυτά οφείλονται στην καλή συγκυρία και των τριών συντελεστών. Στίχου, ερμηνείας, μουσικής. Εκεί είναι το μυστικό της επιτυχίας. Η θεϊκή χημεία. Το ‘χω ζήσει. Μιλάμε βέβαια για τραγούδια. Αλλά στη γωνία περιμένει και μια άλλη οντότητα που λέγεται οργανική μουσική. Εκεί τι γίνεται;
Εχετε κάνει πολλή οργανική.
Πολλή. Γράφω συνέχεια. Ειδικά τώρα που η οργανική εκφράζεται με σύνολα που με ικανοποιούν όπως με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Εχω κάνει πολλές συναυλίες, όπως πρόσφατα μία που θα δείξει η ΕΡΤ3 με εννιά κάμερες, με μαέστρο μέσα στο βαν που είχα στείλει εγώ με την παρτιτούρα μου κ.ά. Βγήκε πολύ καλό. Οι συνεργασίες μου με τέτοια σχήματα μου δίνουν νέο πεδίο δημιουργίας. Αυτά θέλω να τα βγάλω.
Γιατί πρέπει να αποτυπωθούν οι δουλειές σας;
Για να μείνουν στη διάθεση του κόσμου. Αν πάρω τις συναυλίες μου με τη Συμφωνική της ΕΡΤ θα τις βγάλω σε βινύλιο. Γιατί η στροφή του κόσμου στον υλικό φορέα ήχου είναι κάτι που θα μείνει, έχει μια επισημότητα.
Ο ήχος έχει σημασία για εσάς;
Πολύ, δεν είναι όμως το παν. Αν σου φέρω μια κασέτα με το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» θα ανατριχιάσεις. Είναι σημαντικός ο ήχος. Αυτός που αποτυπώνει 100% την κυματομορφή, ενώ στα ψηφιακά είναι τετραγωνική η αποτύπωση. Τα αναλογικά είναι καμπύλη, δεν χάνεται τίποτε.
Επειδή πήγαμε στον ήχο, πώς γεννήθηκε η ιδέα του στούντιό σας Πολύτροπον στην Θεσσαλονίκη. Για εμάς τους Αθηναίους πάντα είχε έναν μύθο το Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου.
Και για μένα σήμαινε πολλά το Αγροτικόν και ο Νίκος. Τον δίσκο με την Καλημέρη (σ.σ. «Πνοή του Ανέμου», 1994) τον έγραψα εκεί με την παρουσία του Νίκου. Μεγάλη εμπειρία. Το ρεμίξ ήταν έξι χέρια. Δύο τα δικά μου, δύο του Νίκου και δύο του Χρήστου του Μέγα που ήταν ηχολήπτης. Το ρεμίξ γινόταν real time. Το Πολύτροπον – Κομνηνών 2 στην Καλαμαριά – γεννήθηκε από την ανάγκη να έχω τον χώρο μου, να κάνω τις πρόβες μου. Ηταν συμπαντικό. Είχα ένα διαμέρισμα και είπα το πουλάω και κάνω το στούντιο. Και το έκανα. Συμπαραστάτες είχα όλους τους κοντινούς μου. Το 1993. Το 1994 έκανα εγκαίνια.
Το μουσικό τοπίο της Θεσσαλονίκης πώς είναι τότε;
Πολλοί χώροι, διάθεση του κόσμου για να ακούσει. Πολύ έντεχνο τραγούδι…
Το οποίο έντεχνο ως όρο τον υπερασπίζεστε.
Βέβαια. Και είναι τεχνικός όρος. Εγώ στο τραγούδι μου έχω ενσωματώσει μετατροπίες, αντιστίξεις, πολυρυθμίες, ενίοτε φούγκα. Πολλά στοιχεία που μέσα στην αναζήτηση του προσωπικού μου ύφους δημιουργούν ένα ιδιαίτερο στοιχείο που προσπαθώ να είναι ο εαυτός μου. Αυτό εκφράζοντάς το, βρίσκω ένα πεδίο. Με τον Κουγιουμτζή ήμασταν πολύ φίλοι. Οταν άρχισε να με ανιχνεύει, μου λέει: «Είμαι στενοχωρημένος. Εμείς είχαμε οργώσει όλα τα χωράφια, εσείς πρέπει να βρείτε τις γωνίες για να οργώσετε».
Πολύ ωραία φράση… Αρα υπάρχει τότε κοινό, κύτταρα. Μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης είχε βάση;
Υπήρχε μια συγκέντρωση μουσικών, όχι απαραίτητα Σαλονικιών. Η συμβολή της Ντόρας Ρίζου ήταν πολύ μεγάλη που έκανε το γραφείο της Λύρα στην Τσιμισκή.
Σήμερα η Θεσσαλονίκη;
Σήμερα εγώ στενοχωριέμαι. Πανέμορφη πόλη που μπορείς να μείνεις, γι’ αυτό μένω εκεί. Πολλά τα δεινά στο σκέλος το αισθητικό. Δεν υπάρχουν χώροι. Αυτό σημαίνει πολλά. Κάτι θα κάνει η Περιφέρεια και ελπίζω να πάει καλά.
Παλιά οι λαϊκοί μας λέγανε πως αν δεν πετύχεις στη Θεσσαλονίκη δεν μπορείς να κατέβεις στην Αθήνα.
Στον χώρο τον δικό τους όμως. Στο λαϊκό. Δεν ξέρω τώρα αν ίσχυε για εμάς.
Είπατε για το «Μουσικό Κουτί». Να σας πάω στο «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» του Διονύση Σαββόπουλου, ίσως τη σημαντικότερη μουσική εκπομπή. Είχατε και εσείς μια ιστορία εκεί.
Είχα κάνει τον πρώτο μου δίσκο με τον Κώστα Πρατσινάκη. Το τραγούδι «Ηταν μια στιγμή» που ακουγόταν πολύ τότε στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Αν και ντροπαλός λέω θα πάρω τον Διονύση. Εργαζόμουν τότε στην Κατερίνη, στην Πολεοδομία ως μηχανικός. Του συστήθηκα ως τραγουδοποιός από τη Θεσσαλονίκη, ακόμη δεν δηλώνω συνθέτης, είναι βαρύς ο όρος. Εστειλα τον δίσκο. Του άρεσε. Υπήρχε κλιμάκιο της ΕΡΤ στη Θεσσαλονίκη, όχι ακόμη ΕΡΤ3, το κάναμε. Στην εκπομπή το παρουσίασε ο Αρης Δαβαράκης. Πριν από την Ανάσταση, Μεγάλο Σάββατο, όλη η Ελλάδα έβλεπε τηλεόραση, το δείξανε. Μετά την εκπομπή πήγαμε στην Ανάσταση και μου μίλαγε όλη η Καλαμαριά.
Και με τον Μάνο Χατζιδάκι γνωρίζεστε…
Ναι, σε τραπέζι όμως. Στους Μουσικούς Αγώνες της Καλαμάτας. Πήγα με το «Σαν Καταιγίδα». Και γνώρισα εκεί και τον Μίλτο Λογιάδη. «Α, εσύ είσαι ο Καζαντζής, επιτέλους μια σωστή παρτιτούρα». Εκεί γνώρισα και τον Μιχάλη Γκανά. «Μη στενοχωριέσαι, είχες το καλύτερο τραγούδι», μου ‘πε και μου ‘δωσε πολλή δύναμη.
Ποιος παίζει σήμερα ρόλο στο ελληνικό τραγούδι;
Για μένα ο κόσμος. Εχει μετατοπιστεί το αισθητικό του βέβαια κέντρο. Αν είχε άλλες προτιμήσεις, και τα ραδιόφωνα και τα κοινωνικά δίκτυα θα επικεντρώνονταν αλλού. Πώς θα γίνει ο κόσμος να αλλάξει αισθητική και να αναζητά είναι και θέμα παιδείας. Πάντα έχει σημασία και συμπαντική δύναμη επιρροής το τραγούδι στην ψυχή του ανθρώπου. Οσο κι αν αυτά που γίνονται σήμερα είναι για την επιδερμίδα. Ολα τα τοξικά στοιχεία περνάνε στην ψυχή. Υπάρχουν δυνάμεις. Αλλά πρέπει να υπάρξει προσανατολισμός.
Η σχέση σας με τους στιχουργούς. Ρασούλης, Χρονάς και ποια ήταν;
Τρώγαμε με τον Ρασούλη κι έγραφε. Ημασταν φίλοι. Επί δύο χρόνια του έγραφα στο στούντιο σε κασέτα τις εκπομπές που έκανε στον Ωχ fm. Ερχόταν το κούριερ, έπαιρνε την κασέτα και έφευγε. Σπάνια γράφω εγώ. Βιωματικούς. Στιχουργικά δεν είμαι στο επίπεδο του Κουγιουμτζή. Ο στίχος είναι η ραχοκοκαλιά του τραγουδιού. Εχουμε σήμερα στιχουργούς καλούς. Εγώ δέχομαι σωρεία στίχων ειδικά τώρα με τα κοινωνικά δίκτυα. Κάθομαι και τα ακούω όλα. Υπάρχουν δυνάμεις. Μελοποίησα στίχο του συνεργάτη μου Κωνστατίνου Τσακαλάκη.
Το «Ητανε αέρας» σε στίχο του Γιώργου Χρονά πώς γράφτηκε;
Ημουν σε μια έντονη συναισθηματική φόρτιση. Με έστειλε ο Δημήτρης Χατζόπουλος, τότε ραδιοφωνικός παραγωγός. Και περιέγραψα την εμπειρία μου στον Γιώργο. Και το ‘γραψε.
Οι «Μέλισσες» και τα οργανικά
Θυμίστε μας την ιστορία με τις «Μέλισσες».
Τη Φωτεινή Βελεσιώτου την είδα πρώτη φορά στο Καφωδείο. Είχα γράψει τις «Μέλισσες» και έψαχνα τραγουδιστή. Την ανέβασε ο Δερμιτάσογλου να πει ένα του Τσιτσάνη. «Ωπα» – λέω – «εδώ είμαστε». Το είπε στο ντέμο και έχω κρατήσει στον δίσκο αυτή την εκδοχή.
Απίστευτο γκελ αυτό το κομμάτι. Σου δίνει την αίσθηση πως δεν τελειώνει ποτέ.
Ο,τι μπόρεσα έκανα. Εχει υπέροχο στίχο – Ελένη Φωτάκη. Είναι αυτό που λέω για τη χημεία.
Οργανικά γράφετε;
Ναι. Ο μηχανισμός στη σύλληψή του δεν διαφέρει. Το πολύ-πολύ αυτό που φαντάζεσαι αναπτύσσεται σε 2-3 θέματα. Από κει και πέρα είναι το θέμα. Γιατί πάνω στην ενορχήστρωση, στο οργανικό, αφού γίνει όλο το σύνολο και η διάρθρωση των θεμάτων, μετά έρχεσαι στο να κάνεις την παρτιτούρα. Ολα τα όργανα στο οργανικό τα φαντάζομαι ως ηθοποιούς στη σκηνή. Στο οργανικό υπάρχει μια πολυμορφική έκφραση που θέλει έναν πλουραλισμό και να διατηρήσεις μια ισορροπία ελεγχόμενη.
Μουσική για θέατρο, σινεμά κτλ. κάνετε;
Θέατρο κάνω. Σινεμά όχι γιατί με έχουν ξεχασμένο εκεί πάνω. Παίρνουν κατά καιρούς οργανικά μου. Τηλεόραση έκανα παλιότερα με την ΕΡΤ3. Είχα κάνει μουσική σε μια σειρά «Η Θεσσαλονίκη Διηγείται». Τώρα αυτό με τις «Μέλισσες» που ουσιαστικά το τραγούδι μου πήγε και τους βρήκε. Μου ζήτησαν να κάνω και μερικά θέματα μέσα.
Τις έχει πει μαγικά και ο Μακεδόνας.
Το αναζητώ αυτό και εγώ. Το Μυστικό με τον Καρακότα το ξανάκανα με τη Λιζέτα, ήθελα μια άλλη οπτική. Οχι γιατί δεν μου άρεσε η αρχική με τον Καρακότα. Είχαμε και μια απίστευτη βέβαια συνύπαρξη μουσικών. Φαραζής, Σινόπουλος, Λιζέτα, Κώστας Θεοδώρου. Αγίασμα.