Κάποιες φορές, πολύ συχνά θα έλεγα, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε πότε ακριβώς συνέβησαν ή ξεκίνησαν κάποια γεγονότα. Ναι, υπάρχει μία συμβολική στιγμή, μία συμβολική μέρα αλλά η πυροδότηση των συμβάντων μπορεί να έχει αρχίσει πολύ νωρίτερα. Ή η συνειδητοποίηση που μας συμφιλιώνει, τελικά, με την πραγματικότητα μπορεί να έλθει πολύ αργότερα. Για παράδειγμα, πότε χωρίζει ένα ζευγάρι; Οταν εκείνος ή εκείνη φεύγει από το κοινό σπίτι; Τυπικά ναι, αλλά ο ουσιαστικός χωρισμός ίσως να έχει συντελεστεί μια άσχετη στιγμή πριν ή έπειτα από την αποχώρηση. Είναι μία σκέψη που έρχεται και κατακάθεται στο μυαλό σου, μια ανατροπή στο συναίσθημα που μπορεί να σε βρει την ώρα που πλένεις πιάτα, που οδηγείς το αυτοκίνητο ή, ακόμη, όταν κάνεις έρωτα με αυτόν ή αυτήν που χωρίζεις.
Αλήθεια, πότε ξεκίνησε η μεγαλύτερη, μετά τη χούντα, περιπέτεια της Ελλάδας; Μιλάω για τη χρεοκοπία, τα μνημόνια, τον αντιμνημονιακό «αγώνα», την τοξικότητα και την, κατά Βενιζέλο, τσογλανοποίηση που έφερε η οικονομική κρίση. Πότε ήταν, στην πραγματικότητα, το σημείο μηδέν; Μήπως εκείνη την ημέρα του 2004 που πανηγυρίζαμε την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων; Οταν φάγαμε πόρτα από τις αγορές; Στα «Δεκεμβριανά» του 2008; Στην πρώτη συγκέντρωση των αγανακτισμένων; Τότε που έκαψαν τη Marfin μαζί με τους ανθρώπους που ήταν μέσα; Ή τότε που, για πρώτη φορά, ένας πολίτης εκτόξευσε τον καφέ του εναντίον κάποιου πολιτικού θεωρώντας ότι αυτό είναι πολιτική διαμαρτυρία; Οταν πρωτοπληρώσαμε τον ΕΝΦΙΑ; Ή για τον καθένα και την καθεμία από εμάς αυτό συνέβη σε μία διαφορετική χρονική στιγμή και για μία διαφορετική αιτία; Οταν, ας πούμε, κάποιος απολύθηκε από τη «σίγουρη» δουλειά του ή όταν ο καλοπληρωμένος μέχρι χθες δημόσιος υπάλληλος είδε τον περικομμένο μισθό του;
Τυπικά πάντως, τα «πέτρινα χρόνια» άρχισαν σαν σήμερα πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Εκείνη την ημέρα που, από το Καστελλόριζο, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Με απλά λόγια, «καλωσήρθε το μνημόνιο» σε μία χώρα που το 2007 ήταν, συγκριτικά με τον πληθυσμό της, η πρώτη παγκοσμίως ως προς την κατανάλωση ειδών πολυτελείας. Θυμάμαι ότι εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι βρισκόμουν σε ένα ταξί. Ακουγα από το ραδιόφωνο το διάγγελμα του Παπανδρέου, να αναγγέλλει επίσημα αυτό που περιμέναμε και για το οποίο είχαμε προετοιμαστεί αλλά, οι περισσότεροι, ουδεμία ιδέα είχαμε περί τίνος ακριβώς επρόκειτο και πώς θα επηρέαζε τις ζωές μας. Τίποτα δεν είχα καταλάβει από εκείνον τον λόγο του πρωθυπουργού. Αλλά μετά, που το είδα και το ξαναείδα, ακόμη και τώρα που το ξαναβλέπω, διαπιστώνω ότι όλο αυτό το παρουσίασε σαν μια επιτυχία της Ελλάδας. Το βλέμμα του όμως «έλεγε» άλλα. Αυτά που αρχίσαμε να βιώνουμε έπειτα από λίγες εβδομάδες.
Δίδαγμα ουδέν
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, οι πολιτικοί που, τότε, ανέβαιναν στα κάγκελα για την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, υπέγραψαν άλλα δυο-τρία, η Αθήνα κάηκε κάμποσες φορές, ο λαϊκισμός προκάλεσε μία συμπλεγματική ριζοσπαστικοποίηση, καλλιεργήθηκε ένας ιδιότυπος κοινωνικός αυτοματισμός με «καύσιμο υλικό» το «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα», η Αριστερά «παντρεύτηκε» την Ακροδεξιά προκειμένου να κυβερνήσει, η χώρα διχάστηκε σε εκείνο το πέραν πάσης πολιτικής λογικής δημοψήφισμα του 2015. Και μετά κόπων και βασάνων επανήλθαμε στην κανονικότητα.
Θα έπρεπε, όλη αυτή η ιστορία να μας είχε βάλει μυαλό. Να βγαίναμε από αυτήν την περιπέτεια πιο «σοφοί». Ετσι λένε ότι γίνεται. Αντε καλέ. Εμείς ξαναγυρίσαμε στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις. Χαμπάρι δεν πήραμε ότι το «δανεικά κι αγύριστα» δεν είναι μαγκιά, είναι κατάντια. Ξαναζούμε το «όνειρο» της πανάκριβης τσάντας και των διακοπών σε κοσμικό νησί. Της επίδειξης και του σουσουδισμού. Του απολιτίκ και του «πέρα βρέχει».
Τι μας έμεινε; Η εμπάθεια και η εχθροπάθεια των «αντιμνημονιακών αγώνων». Ο λαϊκισμός, οι στοχοποιήσεις και οι δολοφονίες χαρακτήρων. Η τοξικότητα που παράγει η πρόταξη και η εργαλειοποίηση του συναισθήματος έναντι των στοιχείων της πραγματικότητας. Η αποποίηση κάθε προσωπικής ευθύνης. Και κάτι μουρλοκακομοίρες. Τελικά, η κάθε χώρα όπως και ο κάθε άνθρωπος, μεταβολίζει με διαφορετικό τρόπο μία κρίση. Και εμείς, σε αυτό αποτύχαμε.