Δυο ειδήσεις ήρθαν από την Αμερική και το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και οι δύο με επικέντρωση στο σκάνδαλο των υποκλοπών αλλά και ευρύτερα ζητήματα κράτους δικαίου στη χώρα μας. Και οι δύο δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο όσο δεν υπάρχει η αναγκαία θεσμική αναμέτρηση με συγκεκριμένα προβλήματα, απλώς θα συνεχίζεται να πλήττεται ουσιωδώς όχι απλώς η «εικόνα» αλλά και το κύρος της χώρας.
Η έκθεση του Αμερικανικού ΥΠΕΞ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα
Κάθε χρόνο το Γραφείο Δημοκρατίας, Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Εργασίας του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών δημοσιεύει εκθέσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διάφορες χώρες. Οι εκθέσεις αυτές είναι σημαντικές γιατί επηρεάζουν συνολικά την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε σχέση με αυτές τις χώρες.
Ως προς την Ελλάδα η έκθεση διαπιστώνει ότι δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές ως προς την κατάσταση με τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα μας.
Όπως αναφέρει στην αρχική περίληψη της έκθεσης:
«Δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
Τα σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιλάμβαναν αξιόπιστες αναφορές για: σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κρατουμένων στις φυλακές και μεταναστών και αιτούντων άσυλο από τις αρχές επιβολής του νόμου- εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία με στόχο μέλη εθνικών, φυλετικών ή εθνοτικών μειονοτικών ομάδων- και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλές βίας με στόχο λεσβίες, ομοφυλόφιλα, αμφιφυλόφιλα, τρανσέξουαλ, ομοφυλόφιλα ή ίντερσεξ άτομα.
Η κυβέρνηση λάμβανε τακτικά μέτρα για τη διερεύνηση, τη δίωξη και την τιμωρία αξιωματούχων που διέπρατταν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε στις δυνάμεις ασφαλείας είτε αλλού στην κυβέρνηση. Υπήρχαν, ωστόσο, καταγγελίες από μη κυβερνητικές οργανώσεις και διεθνείς οργανισμούς σχετικά με την αποτυχία της κυβέρνησης να διερευνήσει αποτελεσματικά τις καταγγελίες για αναγκαστικές επιστροφές αιτούντων άσυλο και να θέσει τους υπεύθυνους προ των ευθυνών τους».
Η έκθεση περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία για τις καταγγελίες που επικαλείται, με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα που αφορούν τις παράνομες επαναπροωθήσεις (pushbacks) μεταναστών και προσφύγων στα σύνορα. Αναφέρει επίσης τα ζητήματα που έχουν εγείρει οι δημοσιογραφικές ενώσεις για την προστασία των δημοσιογράφων από τις αγωγές SLAPPs, ή τις καταγγελίες για υπερβολική αστυνομική βία σε κινητοποιήσεις, ενώ για την ελευθερία του Τύπου αναφέρει τα ακόλουθα: «Το Σύνταγμα και ο νόμος προέβλεπαν την ελευθερία της έκφρασης, μεταξύ άλλων για τα μέλη του Τύπου και άλλων μέσων ενημέρωσης, και η κυβέρνηση σε γενικές γραμμές σεβόταν αυτό το δικαίωμα. Τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, η αποτελεσματική δικαιοσύνη και το λειτουργικό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα συνέβαλαν στην προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης, μεταξύ άλλων και για τα μέλη του Τύπου. Ωστόσο, εγχώριοι και διεθνείς οργανισμοί δήλωσαν ότι οι δημοσιογράφοι και τα μέσα ενημέρωσης αντιμετώπιζαν πιέσεις για να αποφύγουν την κριτική στην κυβέρνηση ή την αναφορά σκανδάλων».
Ιδιαίτερη αναφορά στα ζητήματα του παράνομου λογισμικού
Η έκθεση στέκεται στα ζητήματα που έχουν προκύψει σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το Σύνταγμα και ο νόμος απαγόρευαν τέτοιες ενέργειες υπό ορισμένες προϋποθέσεις- δεν υπήρξαν αναφορές ότι η κυβέρνηση δεν τήρησε αυτές τις απαγορεύσεις. Για παράδειγμα, ο νόμος επέτρεπε τις παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής των πολιτών εφόσον είχαν προεγκριθεί τόσο από Εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών. Τον Δεκέμβριο του 2022, η κυβέρνηση ψήφισε νομοσχέδιο που προβλέπει ποινή φυλάκισης δύο ετών για τη χρήση, πώληση ή διανομή κατασκοπευτικού λογισμικού. Μια έκθεση του Μαΐου από την Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη χρήση του Pegasus και του ισοδύναμου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης (PEGA) διαπίστωσε ότι η χώρα δεν χρησιμοποιεί κατασκοπευτικό λογισμικό «ως μέρος μιας ολοκληρωμένης αυταρχικής στρατηγικής», αλλά χρησιμοποιεί κατασκοπευτικό λογισμικό εναντίον «δημοσιογράφων, πολιτικών και επιχειρηματιών» και εξάγει κατασκοπευτικό λογισμικό σε χώρες με κακό ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια του έτους, δεν υπήρξαν νέες αναφορές για περιπτώσεις χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού.
Κατά τη διάρκεια του έτους, η Άρτεμις Σίφορντ, πρώην υπάλληλος της Meta με διπλή ελληνική και αμερικανική υπηκοότητα, η οποία, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times της 20ής Μαρτίου, εργαζόταν σε θέματα πολιτικής για την κυβερνοασφάλεια, ισχυρίστηκε ότι παρακολουθείτο από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών μέσω κατασκοπευτικού λογισμικού Predator στο κινητό της τηλέφωνο από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο του 2021. Η αντιπολίτευση και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης υποστήριξαν ότι το μοτίβο των στοιχείων εμπλέκει τις αρχές της χώρας.
Τον Ιούλιο η Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (σσ. εννοεί την ΑΔΑΕ) παρουσίασε ευρήματα που υποδηλώνουν ότι το 2022 τουλάχιστον 92 Έλληνες πολίτες είχαν υποστεί προσπάθειες εγκατάστασης του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator στις προσωπικές τους συσκευές. Η Αρχή δήλωσε ότι δεν είχε στοιχεία που να υποδεικνύουν την προέλευση αυτών των προσπαθειών, αλλά πρόσθεσε ότι η έρευνα παρέμενε σε εξέλιξη»
Και σε ένα άλλο σημείο, σχετικό με την ελευθερία του Τύπου αναφέρει: «Στις 12 Ιανουαρίου, η Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Dunja Mijatović, κάλεσε τις αρχές να διασφαλίσουν ότι «οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι δημοσιογράφοι μπορούν να εργάζονται με ασφάλεια και ελευθερία». Τον Μάιο, μια έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα ανέφερε ανησυχίες σχετικά με τις υποκλοπές δημοσιογράφων, που φέρονται να γίνονται από τις μυστικές υπηρεσίες και μέσω του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης, τον κυβερνητικό έλεγχο των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και τη βία κατά των δημοσιογράφων, κυρίως εκείνων που καλύπτουν διαδηλώσεις και τη μετανάστευση».
Η ανακοίνωση για τη μη χορήγηση βίζας στους εμπλεκόμενους στο Predator
Σε μια παράλληλη, αλλά όχι άσχετη, κίνηση το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε επίσης ότι 13 άτομα που εμπλέκονται στην υπόθεση της ανάπτυξης και πώλησης παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού δεν θα μπορούν να πάρουν βίζα για τις ΗΠΑ, καθώς αυτού του είδους το λογισμικό αντιμετωπίζεται ως απειλή για την εθνική ασφάλεια και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση:
«Στο πλαίσιο των προσπαθειών των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιμετωπίσουν τη συνεχιζόμενη διάδοση και κατάχρηση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού, όπως καταγράφεται σήμερα στις εκθέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Υπουργείο λαμβάνει μέτρα για την επιβολή περιορισμών στη χορήγηση θεωρήσεων σε 13 άτομα που έχουν εμπλακεί στην ανάπτυξη και πώληση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού ή που είναι άμεσα μέλη της οικογένειας των εμπλεκομένων. Τα άτομα αυτά διευκόλυναν ή αποκόμισαν οικονομικά οφέλη από την κατάχρηση αυτής της τεχνολογίας, η οποία έχει στοχοποιήσει δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντιφρονούντες και άλλους θεωρούμενους επικριτές, καθώς και προσωπικό της αμερικανικής κυβέρνησης.
Οι περιορισμοί στις θεωρήσεις αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης πρωτοβουλίας της αμερικανικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της διάδοσης και της κατάχρησης εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού, η οποία περιλαμβάνει περιορισμούς στη χρήση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού από την αμερικανική κυβέρνηση που ενέχει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, ελέγχους εξαγωγών και κυρώσεις για την προώθηση της λογοδοσίας, καθώς και τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και του ιδιωτικού τομέα για τον εντοπισμό καινοτόμων τεχνολογικών λύσεων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της κατάχρησης αυτής, την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των θυμάτων.»
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε σε συνέχεια σχετικής απόφασης του Αμερικανού ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν στις 5 Φεβρουαρίου για την ενεργοποίηση των σχετικών προβλέψεων της σχετικής αμερικανικής νομοθεσίας σε όσους εμπλέκονται στην κατάχρηση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού.
Η αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών
Οι δύο αμερικανικές ανακοινώσεις αποτυπώνουν τον τρόπο που χώρες, που δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν εχθρικές, αντιμετωπίζουν ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου στη χώρα μας. Δηλαδή, εντοπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα που έχουν συζητηθεί και στο εσωτερικό της χώρα μας και έχουν αναδειχθεί όχι μόνο από ΜΚΟ αλλά και από θεσμούς όπως το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Προβλήματα που όπως έχει κατ’ επανάληψη γραφτεί όσο δεν αντιμετωπίζονται και όσο δεν προχωράει η ποινική διερεύνησή τους, αντικειμενικά ρίχνουν βαριά σκιά πάνω στην εικόνα και το κύρος της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών να αποδώσει τα αναγραφόμενα στη χρήση «χωρίς περαιτέρω διερεύνηση» καταγγελιών από ΜΚΟ, σημειώνει ότι ως αποτέλεσμα «εμφανίζεται ότι σε όλες τις χώρες με ανεπτυγμένο κράτος δικαίου υφίστανται σοβαρά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αγνοεί τα βήματα που έχουν γίνει και προφανώς διαβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα υπηρετείται με συνέπεια η δημοκρατία και το κράτος δικαίου:
«Η έκθεση καταγράφει, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, καταγγελίες μη κυβερνητικών οργανώσεων για τις οποίες δεν πραγματοποιείται ανεξάρτητος έλεγχος.
Ακριβώς λόγω της αδιάκριτης αυτής καταγραφής, εμφανίζεται ότι σε όλες τις χώρες με ανεπτυγμένο κράτος δικαίου υφίστανται σοβαρά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ιδιαίτερα σημαντικό για την ακεραιότητα, την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα της έκθεσης είναι το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η άποψη της ελληνικής πολιτείας σε σχέση με τα αναφερόμενα θέματα.
Αν και αναγνωρίζεται σε πολλά επίπεδα η πρόοδος σε σχέση με την προστασία δικαιωμάτων στην Ελλάδα, η έκθεση παραγνωρίζει ή και τελείως αγνοεί ρυθμιστικές παρεμβάσεις και εθνικές στρατηγικές των τελευταίων ετών για τη διασφάλιση δικαιωμάτων ευάλωτων κατηγοριών πολιτών, όπως ΑμεΑ, ΛΟΑΤΚΙ και ασυνόδευτα ανήλικα.
Διαχρονικά, οι εκθέσεις για την Ελλάδα παρουσιάζουν ανάλογα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ιδιαιτέρως την περίοδο 2016-2019 παραθέτονταν σοβαρότατες καταγγελίες, οι οποίες σταδιακά εξέλιπαν.
Η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει να υπηρετεί με συνέπεια τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, εμβαθύνοντας την ουσιαστική ισότητα των πολιτών και τα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και βελτιώνοντας το επίπεδο ζωής τους.»
Μια αμήχανη απάντηση σε ένα πραγματικό πρόβλημα
Η τουλάχιστον αμήχανη απάντηση του ελληνικού ΥΠΕΞ συμπυκνώνει ένα συνολικότερο πρόβλημα με τον τρόπο που η ελληνική κυβέρνηση έχει αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα.
Αντί να σταθεί στις συγκεκριμένες καταγγελίες και στα συγκεκριμένα προβλήματα που έχουν αναδειχθεί και να δώσει πειστικές απαντήσεις γιατί επιμένουν να υπάρχουν καταγγελίες αλλά και γιατί κάποια στιγμή πληροφορηθήκαμε ότι παρακολουθούνταν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και αξιωματικοί από ένα κύκλωμα που φαίνεται να έχει συνδέσεις και το Μέγαρο Μαξίμου, η τακτική είναι είτε η αμφισβήτηση των καταγγελιών είτε η οχύρωση πίσω από την «έρευνα της δικαιοσύνης» (η οποία βέβαια ιδίως στο θέμα των υποκλοπών έχει σημαντική καθυστέρηση). Και βέβαια παρά την προσφιλή στην κυβέρνηση στοχοποίηση των ΜΚΟ υπάρχουν σαφείς επικρίσεις και από θεσμούς όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το οποίο δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως… ΜΚΟ.
Το γεγονός ότι η τακτική αυτή ακολουθείται ακόμη και απέναντι σε εκθέσεις που έρχονται από τη βασική σύμμαχο-σύμμαχο υποτίθεται της χώρας, είναι ενδεικτική μιας λογικής που απλώς ελπίζει ότι το θέμα θα ξεχαστεί. Μόνο που στα θέματα που αφορούν το κράτος δικαίου δεν ταιριάζουν ούτε η εθελοτυφλία απέναντι σε προβλήματα ούτε η μεθόδευση συγκάλυψης.