Το πιο σημαντικό στοιχείο στην είδηση ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού ενέκρινε την πρόταση που κατατέθηκε για το εταιρικό σχήμα το οποίο θα προχωρήσει στην ίδρυση ιδιωτικής ιατρικής πανεπιστημιακής σχολής και το οποίο αποτελείται από ένα κυπριακό ιδιωτικό πανεπιστήμιο και ένα επενδυτικό fund με ισχυρή παρουσία στη χώρα μας δεν είναι τόσο το εάν και κατά πόσο εξετάστηκαν υπαρκτά ερωτήματα που αφορούν τη μονοπωλιακή δυναμική των εμπλεκομένων όσο το ίδιο το γεγονός ότι η μεγαλύτερη ανατροπή στο τοπίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες ξεκινά τη θεσμική της διαδρομή από την απόφαση ενός οργάνου που δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με ζητήματα που αφορούν την παιδεία, την έρευνα, τη διδασκαλία, αλλά φτιάχτηκε ώστε να μην μπορεί μια επιχείρηση να μονοπωλεί π.χ. την αγορά απορρυπαντικών ή χαρτιού κουζίνας και να αυξάνει τεχνητά τις τιμές.
Ο πραγματικός αθέμιτος ανταγωνισμός απέναντι στο δημόσιο πανεπιστήμιο από τα νέα ιδιωτικά ιδρύματα, όπως αυτό που κάνει τα πρώτα του βήματα τώρα, δεν περιλαμβάνεται δυστυχώς ούτε στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αλλά ούτε και θεωρείται πρόβλημα από το θεσμικό πλαίσιο που πρόσφατα ψηφίστηκε και παρακάμπτει τη ρητή συνταγματική απαγόρευση για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεσμικό. Πολύ λίγο έχει συζητηθεί ποια επίπτωση θα έχει για την πανεπιστημιακή παιδεία και την έρευνα στη χώρα μας η λειτουργία ιδρυμάτων που κατά βάση θα επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα οικονομικά οφέλη, δεν θα καθοδηγούνται κατά προτεραιότητα από την επιδίωξη μαθησιακών αποτελεσμάτων και η διοίκησή τους θα εμπνέεται από τις αρχές του μάνατζμεντ και όχι από κάποιο μορφωτικό ιδεώδες. Γιατί τα πανεπιστήμια ιστορικά δεν ήταν «εκπαιδευτήρια»: ήταν οι πραγματικές «δεξαμενές σκέψης» της κοινωνίας, οι χώροι από τους οποίους ξεκινούσαν οι μεγάλες συζητήσεις, τα πεδία από όπου ξεπηδούσαν ιδέες, προτάσεις και καινοτομίες. Το να μετατραπούν σε πωλητήρια πτυχίων είναι πλήγμα συνολικό.