Κανένας ιστορικός του θεάτρου μας, αν εκτιμώ σωστά, δεν ταύτισε την ελληνική εκδοχή του μπουλβάρ με το κωμειδύλλιο και το δραματικό ειδύλλιο. Τι είναι το μπουλβάρ, αυτό το εφτάψυχο θεατρικό είδος παραστατικού θεατρικού ιδιώματος, γέννημα του ευρωπαϊκού και σαν πανδημία του παγκόσμιου θεάτρου, παρά το εφεύρημα του αστικού θεάτρου, και προϊόν των ηθικών, αισθητικών και ιδεολογικών όρων του πολιτισμού, κυρίως της Δύσης και όσων εξωευρωπαϊκού χώρου των πολιτισμών που κρυφοκοίταζαν, έχοντας ένδοξη δική τους παράδοση (όπως η Ινδία, η Ιαπωνία και η Κίνα, αλλά και η αφρικανική και αμερικανική, Βορρά και Νότου, παραστατική παράδοση από το θέατρο σκιών ως το κουκλοθέατρο). Ο Οδυσσέας του Ομήρου στην περιπέτειά του είδε και μιμητικές τελετές και δραματικές, τραγικές και κωμικές αναπαραστάσεις του βίου κοινοτήτων και προσώπων.
Οι ομηρικοί ήρωες, θεοί και άνθρωποι, συχνά καταφεύγουν στη μίμησιν άλλων ανθρώπων για να διευκολύνουν ή να δυσχεράνουν ενέργειες ή προθέσεις άλλων ανθρώπων και θεών. Η Αθηνά είναι βεντέτα της μεταμόρφωσης ως μέσον παραπλάνησης ή καθοδήγησης εχθρών και φίλων. Η σοφία της Αθηνάς αυτόν τον πυρήνα επιδιώξεων διέθετε.
Δεν έλαβε το μπουλβάρ το όνομά του τυχαία. Είναι μιμητική μέθοδος του αστού και των αστικών ηθών. Πριν ξαναεπισκεφτούμε τον παγκόσμιο χωρόχρονο του μπουλβάρ, ας σταθούμε στην ελληνική του αστική μεταμόρφωση, στην ελληνική του εκδοχή, όπως προανέφερα. Το δραματικό ειδύλλιο («Γκόλφω», «Αγαπητικός της βοσκοπούλας») και το κωμειδύλλιο («Τύχη της Μαρούλας»). Δραματικό ειδύλλιο και κωμειδύλλιο γράφτηκαν στην Ελλάδα από αστούς λογίους και λογοτέχνες, χωρίς ίχνος της όποιας λαϊκής παραστατικής παράδοσης. Στα νεανικά μου χρόνια στη Ρούμελη όπου μεγάλωσα (Αταλάντη, Δομοκό, Λαμία – πατρίδες της μάνας μου, του πατέρα μου και δικής μου) μόνο σε κάποια απομονωμένα μέρη είδα λαϊκά μιμητικά δρώμενα. Ο,τι με γαλούχησε παιδιόθεν ήταν η κουτσή ευρωπαϊκή, στρεβλή ίσως, παράδοση. Ευτύχησα να δω και παραμυθάδες σε παζάρια, αλλά και εκφραστικότατες μοιρολογίστρες στις κηδείες γειτόνων και συγγενών.
Πέρα από αυτά τα επιβιώματα βαθύρριζων παραδόσεων μιμητικών δρωμένων, όλο το άλλο μιμητικό ιδίωμα είχε αστική ευρωπαϊκή οντότητα, έστω και κρυμμένη. Η Γκόλφω π.χ. διαφέρει από άλλες ευρωπαίες ηρωίδες μόνο στην ενδυμασία. Πίσω από τα σεγκούνια και τις βράκες, ήθη και συμπεριφορές όζουν ιταλικά, γαλλικά, βαλκανικά λαϊκά μιμήματα ζωής. Η Γκόλφω παίρνει δηλητήριο και πεθαίνει, όπως ηρωίδες του Σαίξπηρ, λ.χ. η Ιουλιέτα. Πρέπει να ομολογήσω τον θαυμασμό μου για τους έλληνες λογίους με ευρωπαϊκές τάσεις για τον τρόπο που πίσω από τις βράκες και τα σεγκούνια κατέγραψαν ήθη και αντιδράσεις μιας αστικής ηθικής, ευρωπαϊκής παράδοσης αιώνων με κοινά γνωρίσματα στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, αλλά και τη Ρωσία.
Η Ελλάδα προσήλθε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική ιστορία με αιώνες μίσους, απαξίωσης, αμαρτήματος και ανηθικότητας που στόλιζε αυτή την πνευματική αφοσίωση ο βυζαντινός «πολιτισμός» (ο όρος «πολιτισμός» είναι άγνωστος στον βυζαντινό Μεσαίωνα, γι’ αυτό το βάζω σε εισαγωγικά). Δεκάδες οδηγήθηκαν στην πυρά για τη θεατρική τους τόλμη. Η «λογική» του δόγματος της βυζαντινής συνείδησης θεωρούσε τη λογοτεχνία ως απόπειρα να τραυματιστεί καίρια η θρησκεία που θεωρούσε τη μίμηση πράξεων ύβριν εναντίον των ορθοδόξων χριστιανικών ηθών.
Θυμάμαι, όταν παιδάκι στο Δημοτικό, οδηγηθήκαμε από τον δάσκαλο, κατόπιν εντολής του επιθεωρητή, σε εξομολόγο ιερέα, πριν μεταλάβουμε. Η πρώτη ερώτηση του εξομολογητή ήταν, αν βλέπουμε θέατρο και κινηματογράφο, κυρίως σινεμά, γιατί η Λαμία εκείνα τα χρόνια, των μέσων της δεκαετίας του 1940, δεν είχε θεατρική αγορά, παρά μόνο την επισκέπτονταν μία ή δύο φορές τον χρόνο περιοδεύοντες θίασοι. Είχα τότε, λόγω του θεατρόφιλου πατέρα μου, καταφέρει να δω και τον Βεάκη, διωγμένο από το Εθνικό Θέατρο, λόγω των φρονημάτων του. Είδα και την Κοτοπούλη και την Κυβέλη και τον Λογοθετίδη και τον Αργυρόπουλο. Είτε στις επισκέψεις θιάσων στην Λαμία, είτε όταν ταξίδεψα με τη μητέρα μου στην Αθήνα, όπου «κρυβόταν» ο πατέρας μου, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, απολυμένος από τη δημόσια εκπαίδευση, διότι, όντα αποσπασμένος στην Αταλάντη, πόλη της μάνας μου και με αδέλφια αγρότες, πρόσφερε νερό σε κάποιους αιχμαλώτους αριστερούς με χειροπέδες που στρατιώτες οδηγούσαν στις φυλακές Λαμίας, μιας πόλης που είχε το ρεκόρ των ημερήσιων εκτελέσεων αριστερών, ανδρών, γυναικών και εφήβων.
Μέσα σε αυτό το κλίμα μυήθηκα στο θεατρικό ιδίωμα και τόσο βαθιά με διαμόρφωσε, ώστε, όταν τέλειωσα το σχολείο, δεν υπήρχε στη σκέψη μου άλλη φιλοδοξία, παρά η θεατρική πράξη. Ο πατέρας μου, ως μετεκπαιδευόμενος φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έβλεπε θέατρο, έτσι χωρίς ίχνος αντίδρασης (θα έλεγα, περήφανος) δέχτηκε, μαζί με τις σπουδές μου στη Φιλολογία, να σπουδάσω θέατρο πλάι στον Ροντήρη, σκηνοθέτη που είχε θαυμάσει στην ένδοξη θεατρική του προσφορά, με όργανά του τον Κλώνη και τον Φωκά στα εικαστικά του θεάτρου, τη μουσική του Αντίοχου Ευαγγελάτου, τη χορογραφία του Γριμάνη και πρωταγωνιστές, την Παξινού, την Παπαδάκη, τη Σαπφώ Αλκαίου, τον Μινωτή, τον Νέζερ, την Μανωλίδου, τον Δενδραμή, τον Γληνό. Ρεπερτόριο; Σαίξπηρ, Μολιέρος, Πούσκιν, Πιραντέλο, Ξενόπουλος, Σπύρος Μελάς, Τερζάκης. Αργότερα ο πρώτος Κουν ή ο Μουζενίδης, άρτι αφιχθείς από την Ευρώπη, και οι πρώτες εξαίσιες παρουσίες του Ιάκωβου Καμπανέλλη.