Η πρόσφατη Εκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πολλές χώρες, ανάμεσα στις οποίες τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία, θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμη, ιδίως εν όψει του ταξιδιού του Πρωθυπουργού στην Αγκυρα. Προέρχεται από το «βαθύ κράτος» – στην ίδια την έκφραση «Στέιτ Ντιπάρτμεντ» υπάρχει το κράτος – μιας μεγάλης παγκόσμιας δύναμης, της οποίας οι σχέσεις με τη χώρα μας είναι στα καλύτερά τους, ενώ με τον γείτονά μας είναι πολύ πιο συννεφιασμένες. Στηρίζεται σε γεγονότα και αναδεικνύει έναν παράγοντα, τη δημοκρατία, που είναι κρίσιμος για τις διμερείς σχέσεις αλλά και για πρωτοβουλίες όπως αυτή που αναλαμβάνει, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη παγκόσμια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση. Δεν χαϊδεύει, συνεπώς, η Εκθεση αφτιά, αλλά και σίγουρα δεν μεροληπτεί εις βάρος της Ελλάδας, άρα δεν δικαιολογείται να αντιμετωπίζεται αμυντικά και με καχυποψία. Αντίθετα, αν διαβαζόταν σωστά, θα μπορούσε να αποτελέσει πολιτικό και διπλωματικό πλεονέκτημα.
Οι τρεις βασικές διαπιστώσεις για τη χώρα μας είναι συμπληρωματικές και όχι αντικρουόμενες. Η κατάσταση των δικαιωμάτων δεν άλλαξε σημαντικά τον τελευταίο χρόνο – αλλά αυτό, υπονοείται, δεν μας περιποιεί τιμή, καθώς η κατάσταση ήταν ήδη προβληματική. Από το πλέγμα στοιχείων και αναφορών που συγκέντρωσαν οι αμερικανικές αρχές ανακύπτουν «σοβαρά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων» – όχι όμως τέτοια, για όποιον διαβάσει την πλήρη Εκθεση, που να θέτουν σε αμφισβήτηση τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Η δε κυβέρνηση «έλαβε μέτρα» για να διερευνήσει, να τιμωρήσει και να βελτιώσει επιμέρους θέματα, χωρίς, ωστόσο, ικανοποιητικά ως προς τη συνολική εικόνα αποτελέσματα. Ο κατάλογος των βασικών προβλημάτων είναι γνωστός, ανταποκρίνεται, κατά την κοινή πείρα, στην πραγματικότητα και, κυρίως, όσο και αν δεν αρέσει στην κυβέρνηση, έχει παγιωθεί στη συνείδηση της διεθνούς κοινότητας: απαξιωτική, βίαιη έως απάνθρωπη συμπεριφορά κατά φυλακισμένων, μεταναστών, αιτούντων άσυλο, εθνικών μειονοτικών ομάδων και «σεξουαλικά διαφορετικών», ανάμειξη του κράτους στην ελευθερία του Τύπου, παράνομες παρακολουθήσεις πολιτών, πολιτικών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών. Ουδέν νεώτερον, αλλά και ουδέν κρυπτόν, υπό τον ήλιον: και για την αστυνομική και ενδοοικογενειακή βία και για τις «επαναπροωθήσεις» (puhshbacks) μεταναστών και για την Πύλο και για τις υποκλοπές και το Predator και για τον τρόπο που «μοιράζεται» μέσα από διάφορες «λίστες» το δημόσιο χρήμα έχουμε γνώση και αποδείξεις. Η κυβέρνηση, αντί να «αμύνεται» με επιχειρήματα που υποτιμούν τη λογική και την πραγματικότητα, μόνο να κερδίσει θα είχε αν αντιλαμβανόταν τι δεν πάει καλά και λάμβανε μέτρα για να το αντιμετωπίσει. Αυτό που ορθά είπε ο Πρωθυπουργός για την κλιματική αλλαγή, ότι «η κρίση είναι ήδη παρούσα», ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για την εξασθένιση των δικαιωμάτων στο όνομα της «νέας κανονικότητας». Και δεν (θα έπρεπε να) αποτελεί παρηγοριά ότι η κατάσταση αλλού είναι χειρότερη.
Στην Τουρκία πάντως, μας το λέει η ίδια Εκθεση, είναι θεμελιωδώς χειρότερη. Οι πιο καίριας μορφής παραβιάσεις του κράτους δικαίου έχουν μόνιμο χαρακτήρα: βασανισμοί, εξαφανίσεις, δολοφονίες, κρατήσεις και φυλακίσεις με πολιτικά κίνητρα, έλλειψη πραγματικής ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης, εκτενής και συστηματική προκατάληψη εναντίον μειονοτήτων αλλά και εναντίον των γυναικών, καταπίεση των μη κυβερνητικών και ανθρωπιστικών οργανώσεων, ανάμειξη στην απόδοση δικαιοσύνης σε άλλες χώρες. Ας μην τα κάνουμε όλα αυτά σημαία, αλλά κι ας μην καμωνόμαστε ότι η βασική διαφορά μας με την Τουρκία είναι τα θαλάσσια πάρκα.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος.