Χωρίς ερευνητικό ωκεανογραφικό σκάφος κινδυνεύει να μείνει η Ελλάδα, γεγονός που απειλεί σοβαρά τις επιχειρησιακές δυνατότητες της χώρας και τα εθνικά της συμφέροντα στην έρευνα των θαλασσών. Την ίδια στιγμή, ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, ύψους 41 εκατ. ευρώ, που έχει εγκριθεί για τον σκοπό αυτό, παραμένει στα αζήτητα… Το «Αιγαίο», το ερευνητικό σκάφος που διαθέτει σήμερα το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών – το μοναδικό ερευνητικό σκάφος ανοιχτής θαλάσσης στην Ελλάδα –, ναυπηγήθηκε το 1985, ως «απάντηση» στο τουρκικό «Σισμίκ» (πρώην «Χόρα»), και το 1997 επιμηκύνθηκε κατά 10 μέτρα. Πλέον, παρά τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσφέρει, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω παλαιότητας – μετά δυσκολίας εντοπίζονται ακόμη και τα ανταλλακτικά για τις μηχανές του – και βρίσκεται ένα βήμα πριν από την απόσυρση.
Οι αγωνιώδεις προσπάθειες που καταβάλλει τα τελευταία χρόνια το ΕΛΚΕΘΕ για την αντικατάστασή του έχουν πέσει στο κενό: παρότι τον Απρίλιο του 2019 η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δεσμεύτηκε να χρηματοδοτήσει κατά 75% την κατασκευή νέου σκάφους, συνολικού προϋπολογισμού 55 εκατ. ευρώ – και έχει ήδη καταθέσει προκαταβολή τα πρώτα 8 εκατ. ευρώ –, από πλευράς ελληνικού κράτους αναζητούνται ακόμη τα υπόλοιπα χρήματα. Και όλα αυτά ενώ η Ελλάδα φιλοξένησε πριν από λίγες ημέρες την Παγκόσμια Διάσκεψη για τους Ωκεανούς ως ένδειξη αποφασιστικότητας για τη συμβολή της στην προστασία των θαλασσών.
Η ύπαρξη ενός ωκεανογραφικού ερευνητικού σκάφους για μια χώρα όπως η Ελλάδα θεωρείται κρίσιμης σημασίας. Στην Ευρώπη, μόνο την τελευταία 5ετία έχουν κατασκευαστεί ή κατασκευάζονται περισσότερα από δέκα νέα ερευνητικά σκάφη, ενώ η Τουρκία διαθέτει τουλάχιστον τέσσερα καινούργια, μεταξύ των οποίων και το «Oruc Reis», μήκους 87 μέτρων. Είναι ενδεικτικό πως το «Αιγαίο», εκτός από τις εκατοντάδες επιστημονικές αποστολές που έχει πραγματοποιήσει εντός και εκτός συνόρων, χρησιμοποιείται σε εργασίες έρευνας και διάσωσης παρέχοντας υπηρεσίες χαμηλού κόστους για το ελληνικό Δημόσιο – για παράδειγμα, είχε συμμετάσχει στις έρευνες για την ανεύρεση του Σινούκ το 2004 και για τον εντοπισμό του F-16 στη Γαύδο το 2014 –, ενώ παράλληλα στηρίζει την εφαρμογή κοινοτικών οδηγιών και υλοποιεί επιχειρησιακά προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Το νέο σκάφος
Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Δημήτρης Σακελλαρίου, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, «σύμφωνα με τον σχεδιασμό που εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το νέο σκάφος θα έχει μήκος 70 μ., πλήρωμα 18-20 ατόμων, σύγχρονα εργαστήρια, ερευνητικό εξοπλισμό και δυνατότητα φιλοξενίας 30 ερευνητών, ενώ θα αυξήσει τις επιχειρησιακές και ερευνητικές ικανότητες του ελληνικού ερευνητικού στόλου με την υλοποίηση ωκεανογραφικών αποστολών στη Μεσόγειο, στη Μαύρη και στην Ερυθρά Θάλασσα. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας, είμαστε προτιμητέοι εταίροι σε διεθνείς αποστολές, όμως αυτό το πλεονέκτημα το χάνουμε. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι προηγμένες χώρες που στέλνουν τα ερευνητικά τους πλοία εκτός συνόρων δεν το κάνουν μόνο για ερευνητικούς σκοπούς, αλλά και ως ένα εργαλείο εξωτερικής πολιτικής», προσθέτει.
«Σημαντικό μέρος των ερευνών που θα υλοποιηθούν με το νέο, σύγχρονο ερευνητικό σκάφος θα αφορά στη μελέτη της αλληλεπίδρασης της κλιματικής αλλαγής με το θαλάσσιο περιβάλλον και στην ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων πρόγνωσης και διαχείρισης έντονων φυσικών φαινομένων, κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο για την περιοχή μας. Επίσης, θα μας βοηθούσε να καταγράψουμε τα υποθαλάσσια ρήγματα της Ελλάδας, στην οποία, παρά τη μεγάλη σεισμικότητά της, έχει χαρτογραφηθεί μόνο το 30% του βυθού της», λέει ο Δημήτρης Σακελλαρίου.
Για τους λόγους αυτούς, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι επιτακτική η άμεση εξεύρεση των 14 εκατομμύριων ευρώ, ώστε να αρχίσει η υλοποίηση του σχεδιασμού. Παράλληλα, έχει προκύψει η ανάγκη αναμόρφωσης του προϋπολογισμού του, ώστε να είναι συμβατός με τα σημερινά κόστη λόγω της ανατίμησης των πρώτων υλών παγκοσμίως, ενώ θα πρέπει να ενισχυθεί και το ωκεανογραφικό σκάφος «Αιγαίο» για να συνεχίσει να επιχειρεί μέχρι τη ναυπήγηση του νέου πλοίου. Σημειώνεται πως, παρότι κατατέθηκε πρόταση να συμπεριληφθεί η ναυπήγηση του νέου σκάφους στις δεσμεύσεις της Ελλάδας κατά την Παγκόσμια Διάσκεψη για τους Ωκεανούς στην Αθήνα (OOC9), η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε.