Μια ανάσα απομένει για τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, μήνα ενδεχομένως καθοριστικής σημασίας και για την «άνοιξη» καλής γειτονίας που υπόσχεται ότι θα φέρει η κυβέρνηση μέσω του μυστικού διαλόγου κορυφής με την Αγκυρα. Και που μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα αναμενόταν να έχει πρώτο σταθμό της την επίσκεψη του τούρκου προέδρου Ερντογάν στην Ουάσιγκτον, την πρώτη τού επί Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, γύρω από την οποία όμως επικράτησε όργιο εξελίξεων τις τελευταίες ημέρες έπειτα από την ψήφιση του νόμου για τη βοήθεια των ΗΠΑ προς το Ισραήλ. Ομως την Παρασκευή φερόταν να αναβάλλεται αλλά όχι να ματαιώνεται, κάτι που βεβαίως αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά: πρόκειται προφανώς για παίγνιο, όχι για ρήξη. Ο τούρκος πρόεδρος κουνάει ξανά τις ισορροπίες. Και καλά κάνει αφού με την εθελοτυφλική, σχεδόν μαζοχιστική πολιτική της Δύσης, βγαίνει διαρκώς κερδισμένος.
Εγείρονται συνεπώς τέσσερα ερωτήματα: πρώτον, αν και πότε θα πάει. Δεύτερον, αν στον κατάλογό του θα περιλαμβάνονται (και ποια) ζητήματα σχετικά με την Ελλάδα. Τρίτον, σε θετικό ενδεχόμενο, αν ο αμερικανός πρόεδρος θα ανταποκριθεί σε κάτι από όσα τεθούν. Τέταρτον, τι γίνεται αν τελικά όντως δεν πάει. Απαντήσεις; Το μάδημα της μαργαρίτας, αρκεί φυσικά ν’ ανθίσει ως τότε, μόνον αυτό θα δίνει «απαντήσεις» μέχρι να μιλήσει οριστικά ο σουλτάνος. Αν πάντως πάει, προφανώς θα αξιώσει περισσότερα και αμεσότερα ανταλλάγματα από τους Αμερικανούς, με τα ελληνοτουρκικά ασφαλώς σε πρώτο πλάνο. Αλλωστε, μόλις επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αγκυρα ο γερμανός πρόεδρος Σταϊνμάγερ δείχνοντας ότι η επαναφορά της Τουρκίας στη Δύση προσώρας μάλλον ισχύει.
Σε κάθε περίπτωση, η επίσκεψη στον Λευκό Οίκο ήταν προγραμματισμένη για τις 9 Μαΐου. Αμέσως μετά, ο Ερντογάν θα είναι πλέον εκείνος ο οικοδεσπότης μιας άλλης, σίγουρης επίσκεψης: του Μητσοτάκη στο παλάτι του στην Αγκυρα, μόλις τέσσερις ημέρες μετά, στις 13 του μηνός. Η εγγύτητα είναι τέτοια που δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για τη συσχέτισή τους.
«Εκπλήξεις» όμως έχουμε διαρκώς από την τουρκική πλευρά, που φυσικά μόνον τέτοιες δεν είναι: η NAVTEX της 21ης Απριλίου στη θάλασσα του Καστελλόριζου για νατοϊκές ασκήσεις που εξέδωσε ο σταθμός του Ηρακλείου, «απαντήθηκε» με την… ίδια ακριβώς NAVTEX από τον σταθμό της Αττάλειας, παρά το γεγονός ότι την επομένη συνεδρίαζε στην Αθήνα η κοινή επιτροπή για τα ΜΟΕ στο ΥΕΘΑ: φαρσοκωμωδία. Και αυτό με τις γκρίζες ζώνες στην ημερήσια διάταξη από τουρκικής πλευράς, αλλά και με την υπόθεση των θαλάσσιων πάρκων να καθίσταται νέο αγκάθι πριν απ’ την υποδοχή Μητσοτάκη στην Αγκυρα, το οποίο η ελληνική πλευρά κατά τη γνωστή της τακτική αρκείται να παρακολουθεί χωρίς την παραμικρή αντίδραση ουσίας: λειτουργεί σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αφήνει ανεπηρέαστο το πρόγραμμα των επαφών και τον διάλογο να συνεχίζεται κανονικά, χωρίς βέβαια να γνωστοποιείται το περιεχόμενό του. Αντίθετα, ο Πρωθυπουργός εξακολουθεί και εκφράζει την… αισιοδοξία του της οποίας τα αίτια αγνοούνται.
Η τακτική αυτή όχι απλώς στερείται παντελώς λογικής, αλλά διαμορφώνει και ένα ιδιόμορφο τετελεσμένο και, σε κάθε περίπτωση, πιστοποιεί ότι η κυβέρνηση έχει προαποφασίσει να καταλήξει σε κάποια μορφή συμφωνίας με την Τουρκία – ενδεχομένως στην υπογραφή του συνυποσχετικού για διεθνή διαιτησία για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Διαιτησία που αν λ.χ. η ελληνική πλευρά αποδεχθεί να γίνει έξω από το καθεστώς του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας το οποίο δεν αποδέχεται η Τουρκία, θα συνιστά βαριά ελληνική ήττα πριν καν το ξεκίνημά της. Και που για να συμβεί, ενδεχομένως να απαιτήσει μόνον τη συνυπογραφή των δύο κυβερνήσεων σ’ ένα έγγραφο. Αυτή κι αν θα είναι «έκπληξη» που θα μπορούσε να κρύβει το άμεσο μέλλον.
Είτε όμως πρόκειται γι’ αυτήν είτε όχι, η ώρα της αλήθειας πλησιάζει: τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ. Οπως όλα δείχνουν για την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν υπάρχει επιστροφή, τουλάχιστον μέχρι τα δήθεν «ήρεμα νερά» να γίνουν θύελλες.