Το αεροπλάνο που διασχίζει τον Ατλαντικό είναι ό,τι συγγενέστερο σε χρονομηχανή. Απογειώνεσαι από την Αθήνα στις δέκα το πρωί και προσγειώνεσαι στη Βοστώνη στις δύο το μεσημέρι. Ταξίδευες όμως επί εννέα ώρες. Λείπουν πέντε ώρες. Πού πήγαν; Εννοια σου, θα τις ξαναβρείς στον γυρισμό. Τότε ο χρόνος σου θα διασταλεί. Και αν δεν επέστρεφες από την Αμερική; Θα είχες κερδίσει – ή χάσει – οριστικά εκείνο το πεντάωρο; Κι άμα πετούσες αενάως πίσω από τον ήλιο; Η μέρα σου δεν θα τελείωνε ποτέ; Θα γινόσουν σαν τον Μικρό Πρίγκιπα, που απολαμβάνει τα ηλιοβασιλέματα μετακινώντας απλώς το σκαμνί του πάνω στον μικροσκοπικό πλανήτη του;
Προς το παρόν δεν με απασχολεί τόσο ο χρόνος όσο ο ύπνος. Το περιβόητο τζετ λαγκ, που ξεκουρδίζει το βιολογικό ρολόι σου, το κάνει να λιώνει όπως τα ρολόγια του Νταλί. Η συμβουλή που είχα ακολουθήσει τις προηγούμενες φορές ήταν να μείνω άγρυπνος τόσο κατά την πτήση όσο και φτάνοντας, να κρατήσω πάση θυσία τα βλέφαρά μου ανοιχτά μέχρι να πέσει η νύχτα, ώστε να προσαρμοστώ στην τοπική ώρα.
Τώρα την πάτησα. Αποκοιμήθηκα στο αεροπλάνο, σε στάση εμβρυακή, στην καρέκλα της τουριστικής. Είχα προηγουμένως τρυπώσει στην πρώτη θέση, είχα μπανίσει εκείνους που πληρώνουν τα διπλά για να φωλιάσουν σε ένα κρεβατάκι σχήματος όστρακου, δεν αποκλείω σε περίπτωση αναγκαστικής προσθαλάσσωσης το κρεβατάκι τους να μεταμορφώνεται σε βάρκα και να πλέει στον ωκεανό… Τρεις ώρες «τούφες» – ροχαλητό και άγιος ο Θεός – ματαίως να με σκουντάει η θυγατέρα μου – Αθήνα – Βοστώνη. Και άλλες δύο Βοστώνη – Σικάγο. Αποτέλεσμα; Οταν βγήκα στον καθαρό αμερικάνικο αέρα να μην ξέρω πού πατώ και πού βρίσκομαι. «Τι ώρα είναι, τι μέρα είναι και ποια χρονιά…».
Από τη Δευτέρα ταλαιπωρούμαι από λονγκ τζετ λαγκ. Ανοιξα προ ολίγου το αριστερό μου μάτι, κοίταξα δειλά το ξυπνητήρι στο κομοδίνο, ο φόβος μου επιβεβαιώθηκε. Εδειχνε 04:36. Οι ουρανοξύστες λούζονταν στο φεγγαρόφως. Η άσφαλτος, έντεκα ορόφους κάτω, άδεια εντελώς. Ιδανική στιγμή για να φουντάρεις – κάτι ξέρει το ξενοδοχείο και έχει τα παράθυρα τριπλοκλειδωμένα. Τι κάνεις όρθιος στα άγρια χαράματα άμα δεν σε καλεί το μεροκάματο; Οι ντόπιοι φορούν φόρμες και πηγαίνουν για τζόγκινγκ στις όχθες της λίμνης. Ή σπεύδουν σε κάποιο διανυκτερεύον γυμναστήριο, κοστούμι σε τσάντα, ντουζ στα κοινόχρηστα λουτρά, βουρ έπειτα στη δουλειά. Οι ντόπιοι όμως πλαγιάζουν με τις κότες, δύσκολο να βρεις εστιατόριο να σερβίρει μετά τις εννιάμισι. Εγώ κοιμάμαι με ώρα Ελλάδας και ξυπνάω με ώρα Αμερικής. Αποτέλεσμα; Να νυστάζω διαρκώς. Να μην μπορώ να συμπληρώσω πάνω από πεντάωρο.
Δεν καταρρέω, δεν έχω βγει ακόμα νοκάουτ. Κουβεντιάζω με ανθρώπους, ρωτάω για την πολιτική κατάσταση, τον διχασμό της κοινωνίας ανάμεσα σε δικαιωματιστές και τραμπικούς, τις εξωφρενικές της αντιφάσεις, το αλκοόλ να απαγορεύεται αυστηρά στους κάτω των εικοσιένα, οι πόλεις όμως να ευωδιάζουν – ή να ζέχνουν – μπάφο, αφότου νομιμοποιήθηκε του δίνουν και καταλαβαίνει. Νιώθω απλώς να παρεμβάλλεται ανάμεσα σε εμένα και στον κόσμο μια μεμβράνη. Βλέπω, ακούω, αντιδρώ στα ερεθίσματα με χαρακτηριστική καθυστέρηση. Μαστιγώνω κάθε τόσο το νευρικό μου σύστημα κατεβάζοντας εσπρέσο. Και το κρασί, σε λελογισμένες δόσεις, έχει διεργετικό αποτέλεσμα. Πήγα μόλις στο μπάνιο, έριξα νερό στη μούρη μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, περίμενα να έχουν φτάσει οι μαύροι κύκλοι από τα μάτια μέχρι το σαγόνι. Εδειχνα παραδόξως φρεσκότατος. Τα φαινόμενα απατούν.
Στη θέση μου θα ενδίδατε στο υπνωτικό; Εδώ τα φάρμακα πουλιούνται στα σουπερμάρκετ, διαφημίζονται αβέρτα στην τηλεόραση, θραύση κάνουν κάτι χάπια για τον διαβήτη, τα καταπίνουν – λέει – για να αδυνατίσουν.
Δεν αγαπώ τα χημικά σκευάσματα. Θα υπνοβατώ στις λεωφόρους, θα μπαινοβγαίνω σε μουσεία και βιβλιοπωλεία, θα τρωγοπίνω με γνωστούς και φίλους, ώσπου να μείνω από μπαταρία. Σε ένα τραπέζι, σε ένα παγκάκι, σε ένα γρασίδι. «Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια…» που λέει και ο Καρυωτάκης.