Στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024 οι Γάλλοι θα εκλέξουν 81 ευρωβουλευτές που θα τους εκπροσωπούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι το 2028. Η προεκλογική περίοδος εκτυλίσσεται σε ατμόσφαιρα θλιβερών παθών και άγχους για τους επικείμενους Ολυμπιακούς: οι περιφερειακές συγκρούσεις στα ευρωπαϊκά σύνορα διχάζουν τους ψηφοφόρους τόσο ως προς την παρέμβαση ή τη μη παρέμβαση της Γαλλίας, όσο και ως προς ποιες από τις αντιμαχόμενες πλευρές πρέπει να ευνοηθούν. Ο ευρωσκεπτικισμός, στην πραγματικότητα οι ευρω-ιερεμιάδες, μερικών κομμάτων και περίπου του 50% των πολιτών, δεν είναι κάτι καινούργιο: η αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα και η αδυναμία των ευρωπαϊστών να ενισχύσουν την ευρωπαϊκή μας συνείδηση και ταυτότητα έχουν δημιουργήσει τη γνωστή μυθολογία γύρω από τη «γραφειοκρατία» της ΕΕ, τη «βραδύτητα», την «ισοπέδωση των εθνικών παραδόσεων» και τους «χωρίς αρχές συμβιβασμούς». Αλλά, οι ευρωσκεπτικιστές δεν στηρίζονται πουθενά: αν είσαι Ευρωπαίος, κι αν αυτό αποδεικνύεται από την ίδια τη γεωγραφία, δεν μπορείς να είσαι «ευρωσκεπτικιστής»· ακριβώς όπως αν είσαι Γάλλος δεν μπορείς να είσαι «γαλλοσκεπτικιστής».
Ένας από τους παράγοντες που επιβαρύνουν αυτή την ατμόσφαιρα είναι η στάση των παλαιοδεξιών κομμάτων: αν και προβάλλουν ως βασική πρόκληση τη μετανάστευση και τον εξισλαμισμό, δεν δείχνουν καμιά προθυμία να την αντιμετωπίσουν. Καθώς η επιλεγόμενη «ακροδεξιά» έχει χτίσει τη σταδιοδρομία της γύρω από αυτό το μοναδικό ζήτημα, αγκιστρώνεται πάνω του ασκώντας αντιπολίτευση διχασμού και μίσους: δεν πρόκειται για άκρα δεξιά· πρόκειται για ακραίο Τίποτα. Κι όμως, η ρητορική της Εθνικής Συσπείρωσης και (λιγότερο) του διδύμου Ερίκ Ζεμούρ-Μαριόν Μαρεσάλ έχει απήχηση, κυρίως όπου ταυτίζεται με την άκρα αριστερά διεκδικώντας μεταρρυθμιστική ακινησία. Εξαιτίας αυτού του παράδοξου ευρωσκεπτικισμού αλλά και της περιρρέουσας αδαημοσύνης (είναι εκπληκτικό το πόσο αδαείς είναι οι Γάλλοι περί των ευρωπαϊκών θεμάτων) την οποία εντείνει και φέρνει στην επιφάνεια το χαζολόγημα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών είτε δεν ξέρει ότι στις 9 Ιουνίου θα γίνουν ευρωεκλογές, είτε δεν ξέρει τι είναι οι ευρωεκλογές, είτε ξέρει πάνω-κάτω αλλά δεν προτίθεται να συμμετέχει: από αδιαφορία, από άγνοια των διακυβευμάτων ή από δυσπιστία έναντι της ΕΕ. Ακούγεται πολύ ο όρος «εθνική κυριαρχία», μια καραμέλα την οποία επαναλαμβάνει η Ανυπότακτη Γαλλία, η ακροδεξιά και οι αριστεροδεξιοί διανοούμενοι που εμφανίζονται υπερβολικά συχνά στα ΜΜΕ για να είναι τίμιοι.
Η προεκλογική ατμόσφαιρα επιδεινώνεται από την τρομερή επιθετικότητα της αριστερής και δεξιάς αντιπολίτευσης έναντι της προεδρίας και της κυβέρνησης του Γκαμπριέλ Αττάλ. Αν και δεν έχουν περάσει παρά 110 μέρες πρωθυπουργίας Αττάλ, η στάση των ΜΜΕ και των περισσότερων ψηφοφόρων είναι απορριπτική: αν διενεργούνταν βουλευτικές εκλογές σήμερα το κόμμα του Εμμανουέλ Μακρόν και οι συνεργαζόμενοι (ριζοσπάστες, κεντρώοι) θα αποσπούσαν περίπου το 20% των ψήφων. Υπενθυμίζω ότι ο Μακρόν, που επανεξελέγη το 2022, δεν διαθέτει πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση· το νομοθετικό έργο έχει καταντήσει Μission Impossible: η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, το πέρασμα της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64, επετεύχθη καταφεύγοντας στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος (πράγμα που προκάλεσε τους Γάλλους αντανακλαστικά κατάληψης της Βαστίλλης), ενώ ο νόμος για τον έλεγχο της μετανάστευσης θεωρήθηκε από την αριστερά υποχώρηση έναντι της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν –έκτοτε, η Ανυπότακτη Γαλλία χαρακτηρίζει τον Μακρόν «ακροδεξιό». Με λίγα λόγια οι λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους. Στο μεταξύ, ενώ η προεδρία πιέζεται να διατηρήσει τις παροχές του κράτους Προνοίας, οι Γάλλοι, διατυπώνοντας τις γνωστές θεωρίες του λεφτόδεντρου, την κατηγορούν ότι αύξησε το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Ο ευρωπαϊκός συνασπισμός του προέδρου, στο εσωτερικό του οποίου δεν λείπουν οι γκάφες –για παράδειγμα, είναι άξιο απορίας το πώς ο κ. Γιώργος Κύρτσος προσγειώθηκε στην ομάδα Renew Europe– κατεβαίνει στις ευρωεκλογές με επικεφαλής της λίστας την ευρωβουλευτή Valérie Hayer: η Hayer προέρχεται από την Ένωση Δημοκρατών και Ανεξαρτήτων (UDI) και θεωρείται εξίσου δραστήρια με την επικεφαλής του 2019 Nathalie Loiseau. Στην αριστερά, το μέτωπο Nupes έχει διαλυθεί: τώρα, οι Σοσιαλιστές προωθούν τον δοκιμιογράφο Raphaël Glucksmann, ένα πρόσωπο των ΜΜΕ που τοποθετείται στην αριστερά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ η Ανυπότακτη Γαλλία με τη Manon Aubry επικεφαλής της λίστας αλλά σταθερά υπό την ηγεσία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν επικεντρώνεται στην «πείνα» που δήθεν μαστίζει τα χαμηλά στρώματα, και στην εξωτερική πολιτική η οποία καταγγέλλεται ως σιωνιστική, ισλαμοφοβική και ιμπεριαλιστική. Η Ανυπότακτη Γαλλία αναδεικνύει πρόσωπα από τη woke κουλτούρα, όπως τη Mathilde Panot η οποία ενσαρκώνει ολόκληρο το πακέτο της ιδεολογικής και ψυχικής ακαμψίας της άκρας αριστεράς: ισλαμολαγνεία, μισαλλοδοξία, πλήρη απουσία χιούμορ –η απόλυτη άρπυια. Εξάλλου, καθώς η άκρα αριστερά ποντάρει στη «μουσουλμανική ψήφο», συνεργάζεται με την Union des démocrates musulmans français την οποία ευχόταν να εκπροσωπήσει στις ευρωεκλογές, πλην όμως η UDMF (που δεν είναι και τόσο «δημοκράτες») κατεβαίνει ως Free Palestine Party σε συντονισμό με πέντε ισλαμικά κόμματα: το Partido Andalusi (Ισπανία), το BIG Partei (Γερμανία), το κόμμα του Fouad Ahidar (Βέλγιο), το Nida (Ολλανδία) και το Partiet Nyans (Σουηδία). Στον ακροαριστερό χώρο προστίθεται το ΚΚ και οι ριζοσπάστες Οικολόγοι οι οποίοι στις ευρωεκλογές εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά από ό,τι στις εθνικές εκλογές.
Στα δεξιά οι Républicains προσπαθούν να βρουν πολιτικό χώρο ασκώντας κριτική στην άτολμη προεδρία που υποκύπτει στις αριστερές πιέσεις: το ποσοστό τους κυμαίνεται γύρω στο 7%. Στην Εθνική Συσπείρωση, επικεφαλής της λίστας είναι ο Jordan Bardella ο οποίος αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό της Reconquête του Ερίκ Ζεμούρ με επικεφαλής την προαναφερθείσα ανιψιά της Μαρίν Λεπέν. Εκτός από τις προσωπικές αντιζηλίες, η Λεπέν διαφέρει από τους Ζεμούρ-Μαρεσάλ στην προτεινόμενη οικονομική πολιτική: η Reconquête είναι ελαφρώς πιο ελευθεριακή από τη Συσπείρωση. Στις δημοσκοπήσεις τα δύο κόμματα πιστώνονται με το 1/3 των ψήφων: είναι πάρα πολύ για το ακραίο Τίποτα· πρέπει να αναρωτηθούμε πού κάναμε το λάθος.