Ο Απρίλιος του 1974 ήταν ένας από τους πιο σκληρούς μήνες της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Το καθεστώς έριχνε το βάρος του στην προπαρασκευή του πραξικοπήματος κατά του Μακάριου στην Κύπρο και στράφηκε εσωτερικά στην πιο άγρια καταπίεση, φοβισμένο ακόμα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η Ασφάλεια και η ΕΣΑ λυσσομανούσαν. Από τον Φεβρουάριο είχε αρχίσει ένα κύμα συλλήψεων, που επεκτάθηκε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και έφτασε ως τα Γιάννενα με εκδηλώσεις βίαιης καταστολής σε όλη την Ελλάδα.
«Χτυπήθηκαν» η Αντι-ΕΦΕΕ και η ΚΝΕ, το ΕΚΚΕ, άλλες μικρότερες οργανώσεις και «σημαδεμένοι» αγωνιστές ξαναβρέθηκαν στα κρατητήρια, στις ταράτσες και τα κελιά των βασανιστηρίων. Ο Τύπος ήταν σε απόλυτη λογοκρισία. Τα αμφιθέατρα στα πανεπιστήμια ήταν σιωπηλά, «κι’ όλα τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».
Η Ελλάδα κρεμόταν στο BBC και την DEUTSCHE WELLE για να πληροφορηθεί τι πράττει η χούντα (και αποκρύπτει) τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο.
Μέσα σε αυτό τον ζόφο, πέφτει σαν κεραυνός, στις 25 Απριλίου, η απίστευτη είδηση ότι στην Πορτογαλία, μια δικτατορία παλαιότερη και από εκείνη του Φράνκο στην Ισπανία, ανατράπηκε από τον ίδιο τον στρατό, που ενώθηκε με τον λαό στους δρόμους. Φωτογραφίες μαγικές, που αναγκάστηκε η λογοκρισία να επιτρέψει ακόμα και στον ελληνικό Τύπο. Στρατιώτες και λαός αδελφωμένοι, να συλλαμβάνουν τους μισητούς πραιτοριανούς της PIDE, της «Ειδικής Ασφάλειας» του καθεστώτος, υπεύθυνης επί σαράντα χρόνια για τα βασανιστήρια και τους φόνους κομμουνιστών και δημοκρατών.
Για όσους άκουγαν ξένους σταθμούς από τις πρώτες ώρες, αλλά ακόμα και από τον λογοκριμένο ελληνικό Τύπο τις επόμενες ημέρες, έγινε κατανοητό ότι δεν επρόκειτο για μια «αλλαγή φρουράς» της πορτογαλικής δικτατορίας, αλλά για μια αποτίναξη του καθεστώτος, στηριγμένη στον λαό, από μια οργάνωση λοχαγών, με σαφή – μάλιστα – αριστερή κατεύθυνση στον ηγετικό της πυρήνα. Ο Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο, ο οργανωτής της επανάστασης, έγινε γρήγορα μύθος, και όχι μόνον στην πατρίδα του. Δεν ήμασταν λίγοι όσοι σκεφθήκαμε ότι τα παλικάρια του Κινήματος του Ναυτικού, ένα χρόνο πριν στην Ελλάδα, ήθελαν για την πατρίδα τους την ίδια πορεία στη δημοκρατία.
Είναι δύσκολο να αποτιμήσει κανείς πώς επέδρασε στην ελληνική κοινή γνώμη η «Επανάσταση των Γαριφάλων» εκείνους τους μήνες.
Ομως, σε όσους οργανωμένα αγωνιζόμασταν κατά της χούντας έδρασε σαν ένα χαρμόσυνο μήνυμα, ότι «άρχισε το ξήλωμα», ότι όλα είναι δυνατά, ξέροντας πόσο σαθρές ήταν οι βάσεις της δικτατορίας και – χάρη στο Κίνημα του Ναυτικού – ότι ούτε καν οι Ενοπλες Δυνάμεις είναι συμπαγείς στη στήριξη της.
Πολλές φορές έχω σκεφθεί, γνωρίζοντας καλύτερα αυτές τις δεκαετίες την Πορτογαλία, μιλώντας με στενούς φίλους, όπως ο Ζοάο Σοάρες, ότι οι Πορτογάλοι αντιμετώπισαν διαφορετικά και ωριμότερα από εμάς τις μετέπειτα κοινές προκλήσεις των δημοκρατιών μας, επειδή εκεί αποτίναξαν, μαζί με τη δικτατορία, όλο το πλέγμα σχέσεων που τη συντηρούσε. Ξεκίνησαν τη δημοκρατία τους, τη δική τους Μεταπολίτευση, από μηδενική βάση.
Σε εμάς, αντίθετα, η χούντα δεν έπεσε ούτε από το Κίνημα του Ναυτικού ούτε από το Πολυτεχνείο, αλλά από την προδοσία της Κύπρου.
Η εξουσία μεταβιβάστηκε από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς, με το σαθρό οικοδόμημα του μετεμφυλιακού κράτους να δέχεται έκτοτε διαρκείς βελτιωτικές παρεμβάσεις, χωρίς όμως ποτέ να έχει υπάρξει η καθαρτήρια τομή του «πριν» και «μετά», όπως στην Πορτογαλία.