Παρατηρώντας τον ανάμεσα στους άλλους, με τη φυσική ευγένεια και τη συστολή ενός Gen Ζ με μπόι 1,93 μ. (!), νομίζεις ότι κάποιος μόλις άνοιξε τις σελίδες των κόμικς που έχεις ακόμη φυλαγμένα στο ράφι: εκείνες που περιγράφουν με λεπτομέρεια – και μπόλικη φαντασία – τον τρόπο που ο ίδιος άνθρωπος καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ζωές, μια σπουδαία μέσα στη στολή κάποιου σούπερ ήρωα και μια ακόμη σπουδαιότερη προσπαθώντας να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Πώς τον είπαμε τον Spider-Man, Πίτερ Πάρκερ; Είναι σίγουρο; Οχι τίποτε άλλο, αλλά αν ψάχναμε ακόμη την ταυτότητά του θα μπορούσαμε να τον πούμε και αλλιώς: το «Κωνσταντίνος Τζολάκης», ας πούμε, μια χαρά θα (του) ταίριαζε. Εκείνος που λίγα βράδια πριν, φορώντας τη γαλάζια στολή του με τον «δαφνοστεφανωμένο» στο Σουκρού Σαράτσογλου, έγινε ούτως ή άλλως ο υπερήρωας του Ολυμπιακού στο πιο όμορφο και μακρινό ευρωπαϊκό ταξίδι του. Ο ίδιος που μακριά από το γήπεδο πασχίζει ακόμη – όσο προλαβαίνει – για το προνόμιο της ιδιωτικότητας, κουβαλώντας στο πορτοφόλι τη φοιτητική του ταυτότητα. Τεταρτοετής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά: Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων.
Δεν τον κατάλαβε το απόγευμα της Πέμπτης στον Φλοίσβο (Flocafe) ούτε ο σερβιτόρος: αποδεδειγμένα και με αυτόπτη μάρτυρα τον Κώστα Κοφινά που συμπλήρωσε την παρέα. Αθόρυβος. Πότε μπήκε, πότε βγήκε, πότε πέρασε καμιά ώρα συζητώντας για λίγο από όλα. Πότε μας χαιρέτησε και χάθηκε με το γοργό του βήμα. «Ξέρετε, δεν μπορείτε να πληρώσετε. Το έκανε το παιδί που ήσασταν παρέα», μας είπαν στο ταμείο. Εκεί ήταν που εμφανίστηκε ο σερβιτόρος για να επιβεβαιώσει το γεγονός: «Δύο φρέντο καπουτσίνο και ένα ανθρακούχο νερό, έξω στη γωνία; Πληρωμένα»… Απαραίτητη σημείωση: ο ίδιος ζήτησε να συναντηθούμε «κάπου ήσυχα» αποκαλύπτοντας άθελά του το αυτονόητο, το γεγονός ότι μία εβδομάδα μετά την Πόλη και τη νύχτα καριέρας του κόντρα στη Φενέρμπαχτσε, που άφησε ήδη σημάδι ανεξίτηλο στην ιστορία του Ολυμπιακού, μάλλον έχει αυξηθεί χαρακτηριστικά η «αναγνωρισιμότητά» του. Αλλοι δεδομένα θα το απολάμβαναν. Εκείνος ούτε μία στο εκατομμύριο.
«Εχεις σκεφτεί πόσες φορές σε μία εβδομάδα μίλησες ήδη για τα πέναλτι του Ντούσαν Τάντιτς, του Τζενγκίζ Ουντέρ και του Λεονάρντο Μπονούτσι; Εχεις σκεφτεί ότι για πολλά πολλά χρόνια, σε όποια παρέα και αν καθίσεις, κάποια στιγμή η κουβέντα θα πάει σε αυτά τα πέναλτι και εκείνοι που θα είναι γύρω σου θα περιμένουν για την εξιστόρηση;», τον ρώτησα προσπαθώντας να ανοίξω την κουβέντα. Αποδείχθηκε μια χαρά έτοιμος για να κατεβάσει… ρολά. «Ναι, προφανώς το συζητώ ήδη αρκετά, αλλά για αυτό δεν είναι ωραίο το ποδόσφαιρο;», αναρωτιέται εκ του ασφαλούς. Δεν το βάζω κάτω. «Υπάρχει πάντως ένας τρόπος αν το θες να στείλεις σύντομα την κουβέντα παρακάτω. Να μη γίνουν αυτά τα πέναλτι μια ιστορία που δεν θα σταματήσεις να τη λες. Να φροντίσεις και εσύ και οι συμπαίκτες σου, μετά τη Φενέρ, να αποκλείσετε και την Αστον Βίλα. Να προκριθείτε στον τελικό του Conference League…». Ηταν το σημείο που ένα βαθύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Γιατί όχι; Για να προχωρήσεις άλλωστε ως το τέλος σε μια διοργάνωση, θα πρέπει να νικήσεις τους καλύτερους. Είναι σίγουρα σπουδαία ομάδα η Αστον Βίλα. Ας πάμε όμως στην Αγγλία να παίξουμε το πρώτο ματς. Και τα άλλα τα βλέπουμε»…
Εννοείται πως γυρίζω στα πέναλτι. Στην ψυχραιμία ενός 21χρονου, σε ένα γήπεδο 55.000 ανθρώπων που έβραζε από επιθυμία, να θυμηθεί με λεπτομέρειες την «ανάλυση» που έχει κάνει για κάθε αντίπαλο με το τεχνικό τιμ. Την άνεση με την οποία πήγαινε στο μπουκαλάκι με το νερό του πλάι στο τέρμα: εκεί όπου ο ίδιος είχε σημειώσει πλάι στο νούμερο της φανέλας κάθε αντιπάλου την πλευρά που θα «έπεφτε» για να αποκρούσει την εκτέλεσή του. Στο «φυλαχτό» (το σταυρουδάκι από το Αγιον Ορος) που του έδωσε, λίγο πριν ξεκινήσουν όλα, ο πατέρας του που ταξίδεψε μέχρι εκεί για να είναι στο πλευρό του. Κανονικό παράθυρο με… θέα σε μία από εκείνες τις ιστορίες που μένουν στην… Ιστορία. «Τι να σου πω; Ενιωθα πολύ άνετα. Σε τέτοιο βαθμό, που από ένα σημείο και ύστερα στην παράταση ήθελα να φτάσουμε στα πέναλτι, και ας ήξερα ότι και η Φενέρ είχε έναν καταπληκτικό τερματοφύλακα για τη διαδικασία των πέναλτι (τον Ντομινίκ Λιβάκοβιτς που με το εθνόσημο της Κροατίας απέκλεισε κοτζάμ Βραζιλία στο Μουντιάλ του Κατάρ). Είχαμε προετοιμαστεί πολύ καλά. Και πήγαν όλα καλά».
Τι σημαίνει προετοιμασία για πέναλτι; «Η καταγραφή όλων των πληροφοριών, όλων των υποψήφιων εκτελεστών. Ο Μπονούτσι, ας πούμε, είχε εκτελέσει δέκα πέναλτι στην καριέρα του. Πέντε από τη μια πλευρά, πέντε από την άλλη. Το ξέρεις, το μαθαίνεις. Σκέφτεσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που εκτέλεσε πέναλτι. Σκέφτεσαι ακόμη και ότι ξέρει πως ξέρεις όλες τις εκτελέσεις του. Και παίρνεις μια απόφαση. Εγώ ήμουν τυχερός στην Πόλη γιατί σχεδόν όλες οι εκτελέσεις έγιναν από εκεί που είχα διαλέξει να πέσω εξαρχής. Μόνο στον Μπατσουάγι άλλαξα πλευρά γιατί κατάλαβα ότι θα σουτάρει από την άλλη, και αν και άγγιξα την μπάλα δεν μπόρεσα να τον σταματήσω. Οπως επίσης ήμουν τυχερός γιατί οι εκτελέσεις ήταν εύκολες»!!! Εύκολες; «Ναι, στο ύψος των χεριών. Στο καλύτερο σημείο για να αντιδράσει ένας τερματοφύλακας. Την προηγούμενη φορά που βρέθηκα σε αντίστοιχη διαδικασία, με αντίπαλο τη Λουντογκόρετς, τα πέναλτι ήταν πολύ πιο δύσκολα»… Την προηγούμενη φορά, ο Κωνσταντής – γιατί έτσι τον φωνάζουν στον τόπο του, τα Χανιά – ήταν αισίως 18: Αύγουστος του 2021, σε προκριματικά του Champions League. Αν τον εμπιστευόταν ο Πέδρο Μαρτίνς; Νερό στο όνομά του έπινε ο Πορτογάλος, εξού και τον επέλεξε. Τον έβαλε να παίξει στην Τούμπα ημιτελικό Κυπέλλου με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ, Μάρτη του 2020 (17 ετών, 3 μηνών και 26 ημερών, έγινε ο νεαρότερος τερματοφύλακας που έχει αγωνιστεί με την πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού). Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, τον διάλεξε και στον τελικό του Κυπέλλου με αντίπαλο την ΑΕΚ. Θυμάμαι πως τον είχα ρωτήσει σχετικά τον «προφεσόρ». Μου είχε μιλήσει με πραγματικό θαυμασμό για τον τρόπο που ένα μικρό παιδί ζούσε μέσα στο αθλητικό κέντρο του Ρέντη και ανάμεσα στις προπονήσεις της πρώτης ομάδας και εκείνες των Νέων διάβαζε με επιμέλεια τα μαθήματά του για να μπορέσει να γράψει στις Πανελλαδικές. Για τη μεθοδικότητα, την εργατικότητα, τον χαρακτήρα.
Υπόδειγμα φοιτητή
«Η αλήθεια είναι πως ύστερα από εκείνο το ματς στην Τούμπα με τον ΠΑΟΚ προέκυψαν ο Covid και το λοκντάουν. Εκεί επέστρεψα στην Κρήτη περίπου για σαράντα ημέρες και διάβασα πολύ πριν από τις εξετάσεις», θυμήθηκε. Εγραψε κάτι παραπάνω από 16.000 μόρια προκειμένου να εισαχθεί στη σχολή που ήθελε. Μπήκε σε αυτή ως «νταμπλούχος». Είναι στην τέταρτη χρονιά – «αν και χρωστάω κάποια μαθήματα, νομίζω ότι τα πάω καλά» – και σύμφωνα με τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιά Μιχαήλ Σφακιανάκη είναι «υπόδειγμα φοιτητή». «Πραγματικά είναι σπουδαίο αυτό που κάνεις για τη μόρφωσή σου. Διότι ειδικά στο ποδόσφαιρο είναι σπάνιο πλέον το γεγονός ένα ταλαντούχο παιδί να τα συνδυάζει και τα δύο. Ενα πρωί που πρέπει να διαλέξουν προπόνηση ή σχολείο, πάνε προπόνηση και…». Δεν την τελείωσα την ατάκα μου. «Είμαι στις εθνικές ομάδες επτά χρόνια. Και φυσικά κρατάω τις σχέσεις μου με τα περισσότερα παιδιά. Ξέρεις πόσα δεν παίζουν σήμερα επαγγελματικό ποδόσφαιρο ή πόσα πασχίζουν ακόμη να βρουν μια θέση σε αυτό; Ποτέ δεν πίστεψα ότι υπάρχει κάποια εξασφαλισμένη θέση, παρότι έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν καλά. Για αυτό και δεν σκέφτηκα ούτε μία στιγμή να μη συνεχίσω να προσπαθώ στο σχολείο». Του αναφέρω πως οι Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι και σήμερα επιμένουν στη stay in school φιλοσοφία, περνώντας μέσα από τη σχολική εκπαίδευση το μονοπάτι για τον επαγγελματικό αθλητισμό. Εκεί μαθαίνω από σπόντα ότι, παρότι 1,93 μ., με το ΝΒΑ «όχι πολλά πράγματα», αν και προφανώς μια χαρά θα μπορούσε όταν έφτασε η ώρα, ελέω ύψους, να διαλέξει το μπάσκετ.
«Η μητέρα μου είναι γυμνάστρια και ο πατέρας μου φυσικοθεραπευτής. Μεγάλωσα μέσα στους στίβους από 3-4 χρονών καθώς η μητέρα μου με έπαιρνε μαζί της καθημερινά. Αρχισα να κάνω στίβο – άλμα εις ύψος – ώσπου σταδιακά με κέρδισε το ποδόσφαιρο. Κάπου εκεί παρενέβη ο πατέρας μου που λόγω της δουλειάς του με προέτρεψε να γίνω τερματοφύλακας. Οχι γιατί φαινόμουν ότι θα γίνω ψηλός, άλλωστε ακόμη δεν είχα κάποια μεγάλη διαφορά από τους συνομηλίκους μου. Εβλεπε τα γόνατά μου να έχουν μια μικρή κλίση προς τα μέσα και για αυτό μου πρότεινε να φορέσω τα γάντια. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους. Ο Πλατανιάς. Η εθνική ομάδα. Η μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό μόλις σε ηλικία 15 ετών. Οι συμμετοχές με τα τμήματα των υποδομών. Η επιλογή από τον κύριο Μαρτίνς για την πρώτη ομάδα»…
Και μικρός, και «παλιός»
Θυμάμαι ότι έπαιξε και εκείνος στη Youth League. Τη διοργάνωση που πριν από μερικά 24ωρα κατέκτησε η ομάδα Νέων του Ολυμπιακού με τα παιδιά 2004-2007. «Πραγματικά θέλω να πω μόνο συγχαρητήρια στα παιδιά. Και μακάρι αυτή η επιτυχία να δώσει και άλλη ώθηση και χώρο στους νέους έλληνες ποδοσφαιριστές. Ξέρεις, δύο φορές την εβδομάδα η προπόνηση ξεκινάει με… κορόιδο και πάντα μπαίνουν μέσα πρώτοι οι μικροί. Είμαι έξι χρόνια στην ομάδα, από τους πιο παλιούς αν το σκεφτείς, αλλά με το που έρχεται η ώρα εγώ μπαίνω πρώτος και ο Ανδρέας Ντόι», λέει με χαμόγελο. «Ο Ολυμπιακός είναι μια ομάδα που πραγματικά δίνει ευκαιρίες σε Ελληνες. Και από την Ακαδημία του παίζουν παιδιά στην πρώτη ομάδα ή έχουν πάρει μεταγραφές κ.λπ. Πάντα όμως είναι καλό να δίνονται και άλλες ευκαιρίες. Ακόμη και το να κάνεις μια προπόνηση με την πρώτη ομάδα είναι σπουδαίο. Δεν κοιμάσαι το βράδυ από την αγωνία σου όταν ξέρεις ότι την άλλη μέρα θα μπεις στο γήπεδο μαζί με τον Ελ Αραμπί, με τον Ιμπόρα ή πέρυσι με τον Βαλμπουενά, τον Χάμες, τον Μαρσέλο». Να μην το ξεχάσω: κάποια στιγμή μέσα στην κουβέντα ρώτησα τον Κωνσταντή Τζολάκη αν ως πιτσιρικάς καταλαβαίνοντας το ταλέντο του αναζήτησε κάποια «έξτρα» εκπαίδευση. Κάποιον επαγγελματία για να του κάνει «ατομική» προπόνηση κ.λπ. Με αυτή την αφετηρία, μου είπε δύο φοβερές ιστορίες. Η πρώτη για τον Ινμπόμ Χουάνγκ και τον τρόπο που καταλαβαίνουν το ποδόσφαιρο στην Κορέα. «Παίζαμε μαζί πέρυσι. Χτυπούσε την μπάλα είτε με το αριστερό πόδι είτε με το δεξί ακριβώς το ίδιο. Τον ρώτησα πώς τα καταφέρνει και μου είπε πως έτσι έμαθε. Οτι αυτή ήταν η εκπαίδευσή του». Η δεύτερη; Απευθείας από το θυμικό του. Πριν από τον Πλατανιά, την πρώτη ομάδα που αγωνίστηκε, την Ιωνία, σαν παιδί του Δημοτικού. Είχε την τύχη να γνωρίσει εκεί τον Γιώργο Μουντάκη – νυν γυμναστή τερματοφυλάκων του Παναθηναϊκού – που προφανώς τον βοήθησε σημαντικά. Θυμάται όμως και τον πατέρα ενός συμπαίκτη του, που έμπαινε στο γήπεδο για να τον βοηθήσει να εξασκηθεί «και που ακόμη και σήμερα τον ευχαριστώ πολύ για αυτό». «Είμαι τυχερός γιατί πήρα πολλά από τους ανθρώπους γύρω μου», προσθέτει. Και εκείνοι μάλλον όμως τυχεροί πρέπει να νιώθουν βλέποντάς τον να εξελίσσεται ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Μα και ως άνθρωπος…