Η Ελληνική Δημοκρατία συστηματικά, διακομματικά και διαχρονικά από το 1975 μέχρι σήμερα, προσπερνά την Αρχή της Αμοιβαιότητας που επιδίωξε να εγκαθιδρύσει στη Θράκη η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 στα ζητήματα μειονοτικής πολιτικής, προχωρώντας τολμηρά σε μια πολιτική Θετικής Διάκρισης.
Η Ελλάδα δεν παρακολούθησε τις αγριότητες του Τουρκικού Κράτους και παρακράτους σε βάρος της Ελληνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ιμβρο και την Τένεδο στις δεκαετίες του 1950-60. Δεν εκδικήθηκε για τη δίωξη ενός ακμάζοντος Ελληνισμού που από 90.000 περιορίστηκε σε 3.000 ηλικιωμένους. Δεν τιμώρησε τη Μουσουλμανική Μειονότητα για την παράνομη εισβολή και κατοχή στην Κύπρο.
Δεν έκλεισε σχολεία και εκκλησίες ή αντίστοιχα τεμένη, δεν απαλλοτρίωσε βακούφια, δεν σύλησε τάφους, δεν κατέσχεσε περιουσίες, δεν ξεκλήρισε ολόκληρες οικογένειες… Αντίθετα λειτούργησε με ευρωπαϊκή αντίληψη. Επέδειξε ανθρωπιά και σεβασμό στη διαφορετικότητα. Οικοδόμησε σταδιακά μια Ανοιχτή Δημοκρατική Κοινωνία Πρότυπο στη Θράκη που σέβεται απόλυτα τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα και θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα ως «Σχολείο Δημοκρατίας» όχι μόνο για την Τουρκία και τα Βαλκάνια, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά δυστυχώς είναι εμφανές, ότι την αντίληψη αυτή δεν φαίνεται να την ενστερνίζεται η άλλη πλευρά. Η τουρκική ηγεσία τις περισσότερες φορές δεν αντιμετωπίζει τις μειονότητες ως γέφυρες φιλίας και συνεργασίας μεταξύ θρησκειών, πολιτισμών και κρατών.
Αντίθετα βλέπει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, τόσο στα Βαλκάνια όσο και την Ευρώπη, ως εργαλεία προέκτασης της εξωτερικής της πολιτικής, της ιμπεριαλιστικής παρεμβατικής πολιτικής του «στρατηγικού βάθους». Δεν περιορίζεται λοιπόν μόνο στην παρακολούθηση της κατοχύρωσης των μειονοτικών δικαιωμάτων, αλλά παρεμβαίνει επιδιώκοντας τη χειραγώγηση της θρησκευτικής μειονότητας. Αποθαρρύνει την κοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτική ένταξη των μουσουλμάνων στην ελληνο-ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Επιδιώκει την τουρκοποίηση των Πομάκων και των Ρομά με εργαλείο τη θρησκεία, χωρίς σεβασμό στην ιδιαίτερη εθνοτική γλωσσική και πολιτιστική τους ταυτότητα. Επιδιώκει συχνά την πολιτική γκετοποίηση των μειονοτικών στηρίζοντας τη δράση αμιγώς μειονοτικών κομμάτων, όπως το DEP που κατέρχεται αυτόνομο στις επικείμενες Ευρωεκλογές και όχι την ένταξή τους στα πολιτικά κόμματα με στόχο την ενίσχυση της φωνής της μειονότητας.
Στόχος αυτής της πολιτικής και εκλογικής γκετοποίησης είναι η ενίσχυση της τουρκικής επιρροής στη μειονότητα, η επίδειξη δύναμης παρέμβασης στην Ανοιχτή Θρακιώτικη Κοινωνία και φυσικά η στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας, όχι να προστατέψει τη Μουσουλμανική Μειονότητα αλλά να τη χρησιμοποιήσει επιδιώκοντας κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου τον συλλογικό επαναπροσδιορισμό της σε «Τουρκική Κοινότητα», ώστε να επιτύχει μια νέα νομική βάση, πάνω στην οποία θα επιδιώξει να στηρίξει την απόπειρα «Συνδιοίκησης της Τουρκίας στη Θράκη».
Αυτός είναι και ο λόγος που επιδιώκεται η ανεξάρτητη κάθοδος μειονοτικού κόμματος στις Ευρωεκλογές για ακόμα μία φορά στη Θράκη. Η φυσιολογική ιδεολογική και εκλογική πολυδιάσπαση χριστιανών και απελευθερωμένων μουσουλμάνων σε πολλά πολιτικά κόμματα, θα βάψει γκρίζο τον χάρτη στη Ροδόπη και την Ξάνθη και θα επιτρέψει για ακόμη μία φορά τον τουρκικό εθνικισμό να κάνει επίδειξη δύναμης στην ευαίσθητη θρησκευτική μειονότητα.
Ενα όμως είναι βέβαιο, ότι αυτή η αναχρονιστική και πατερναλιστική πολιτική που έρχεται από το παρελθόν, πρώτον αποκαλύπτει ότι η Τουρκία ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα κρατικά της συμφέροντα και λιγότερο για τα δίκαια της μουσουλμανικής μειονότητας και δεύτερον ότι όσο επικρατούν τέτοιες νοοτροπίες στη γείτονα περισσότερο την απομακρύνουν παρά τη γεφυρώνουν με την Ευρωπαϊκή Οικογένεια, καθιστώντας την στα μάτια της διεθνούς κοινότητας μάλλον εχθρό την Ανοιχτής Κοινωνίας.
Ο Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης είναι βουλευτής Ροδόπης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός