Αν ρωτήσει κανείς τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αυτά που έζησαν το κόμμα την περίοδο του Αλέξη Τσίπρα και την περίοδο του Στέφανου Κασσελάκη, θα απαντήσουν πως οι θέσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχουν αλλάξει: όπως μιλούσαν, έτσι μιλάνε, ό,τι έλεγαν σε μια σειρά θεμάτων συνεχίζουν να λένε.
Και επισήμως, δεν έχουν άδικο – κανένα αναρτημένο κείμενο, κανένα καταστατικό δεν έχει διαμορφωθεί με τρόπο που να αναδεικνύει πως υπάρχει πολιτική ή ιδεολογική στροφή. Η ατμόσφαιρα όμως είναι πλέον εντελώς διαφορετική: στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων μηνών δεν κοιτάζει μόνο ή κυρίως προς τον χώρο της Αριστεράς.
Κοιτάζει ευθέως, ανοιχτά, στον χώρο της Κεντροαριστεράς: το όχημα παραγωγής αφηγήματος για τον ΣΥΡΙΖΑ (δηλαδή ο ίδιος ο πρόεδρός του) ναι μεν αναφέρεται δημόσια στη σύγχρονη Αριστερά που εγκολπώνει το προοδευτικό Κέντρο και μπορεί να αναδιαμορφώσει τον ελληνικό προοδευτικό χώρο γιατί «αυτό είναι που χρειάζεται», όμως πια δεν διστάζει να μιλάει και για τη μια, μεγάλη, προοδευτική, δημοκρατική παράταξη στη χώρα –περιγράφοντας επί της ουσίας τον ΣΥΡΙΖΑ.
Διαφορετική στροφή
Αν επιστρέψουμε στα «επισήμως», αυτός ο στόχος της διεύρυνσης είναι απόφαση συνεδρίου και έχει ληφθεί προτού ο Κασσελάκης εμφανιστεί στον κομματικό ορίζοντα, όταν ακόμη ο προκάτοχός του οραματιζόταν να αντιμετωπίσει με άλλους όρους τον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2023. Επί Κασσελάκη, δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα: η στροφή προς το πολιτικό Κέντρο, για τη σημερινή ηγετική ομάδα, δεν είναι στροφή προς τους κεντρώους ψηφοφόρους που τα προηγούμενα χρόνια αποτέλεσαν βασικό συστατικό του ονομαζόμενου «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου» ή του «μετώπου λογικής», της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής πλευράς – η οποία δεν υποκύπτει εύκολα στον λαϊκισμό για τον οποίο κατηγορείται ο Κασσελάκης.
Το άνοιγμα στο Κέντρο, στον αντίποδα, αφορά την ευρύτερη Κεντροαριστερά και γίνεται με δύο μορφές: Η πρώτη περικλείεται στο πρόγραμμα της οικονομικής πολιτικής (και το πλασάρισμα του ίδιου του Κασσελάκη ως τεχνοκράτη, ως «ανθρώπου της αγοράς» που γνωρίζει να διευθύνει μια επιχείρηση) που απευθύνεται σε ένα ακροατήριο μεσαίας τάξης που δεν κατάφερε να προσεγγίσει ο ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα, κυρίως γιατί του απέδιδε τις επιπτώσεις του τελευταίου μνημονίου.
Η δεύτερη εδράζεται στην αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων και ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής: η συνάντηση που ακυρώθηκε ανάμεσα στον Κασσελάκη και το ισχυρότερο ισραηλινό λόμπι των ΗΠΑ, κατά την επίσκεψη του πρώτου στην Ουάσιγκτον, ήρθε ως επιστέγασμα μιας πιο «μπερδεμένης» (όπως περιγράφεται) αντιμετώπισης της κατάστασης που επικρατεί στη Μέση Ανατολή, από μια πολιτική δύναμη που μέχρι πρόσφατα φρόντιζε να κρατάει περισσότερες και πιο συστηματικές ισορροπίες.
Καθόλου τυχαία, τα περισσότερα βέλη για τη συγκεκριμένη συνάντηση ο ΣΥΡΙΖΑ τα έλαβε από τα στελέχη που αποχώρησαν από τις τάξεις του, που κρατούν ισχυρή φιλοπαλαιστινιακή στάση και παράλληλα γνωρίζουν τις διαχρονικές θέσεις του κόμματος στο Μεσανατολικό (ακόμα και την περίοδο που, ως κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναπτύξει ισχυρούς διαύλους επικοινωνίας με την ισραηλινή πλευρά), καθώς και την επίσημη στάση υπέρ της κατάπαυσης του πυρός. Στο άλλο πολεμικό μέτωπο της ευρύτερης περιοχής, το «όχι» του ΣΥΡΙΖΑ στην αποστολή αμυντικού υλικού στην Ουκρανία αφορά «δημοσιονομικούς περιορισμούς» και «εθνικές δυνατότητες».
Υπάρχει χώρος δράσης, σ’ αυτό το πλαίσιο, εντός του κεντροαριστερού χώρου – στον χώρο που είθισται να περιγράφεται ως «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ», στο οποίο καθαρά απευθύνεται η Κουμουνδούρου βάζοντας, εκτός των άλλων, στο επίκεντρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του διαλόγου ανάμεσα στις δύο πλευρές την επίλυση του Κυπριακού. Τον ίδιο χώρο, πάντως, διεκδικεί, κρατώντας αυστηρή στάση στα εθνικά θέματα, και η Χαριλάου Τρικούπη.
Το πατριωτικό στοιχείο
Παράλληλα, ο Κασσελάκης επενδύει αρκετά και στο πατριωτικό στοιχείο – σε επίπεδο συμβολικό, με την παρουσία του στον Στρατό αλλά και την επικοινωνία που επέλεξε πριν και κατά τη διάρκεια της θητείας του, καθώς και με την ευρύτερη διάθεση να «μην αφήσει τον πατριωτισμό στην Ακροδεξιά».
Δεν είναι το Κέντρο ο χώρος στον οποίο απαραίτητα απευθύνεται με αυτή την επιλογή, αλλά ακροατήρια με πιο συντηρητικά χαρακτηριστικά που πιθανώς να διασχίσουν (τουλάχιστον σε αυτή την κάλπη) την απόσταση για να τον συναντήσουν εκεί.
Οι δημοσκόποι την κίνηση αυτών ακριβώς των ψηφοφόρων δεν μπορούν να προβλέψουν –γι’ αυτό και, παρότι έχουν σαφές και καθαρό δείγμα των εκλογέων που προτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εθνικές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού, δεν είναι απολύτως βέβαιοι πως μπορούν να «διαβάσουν» με ακρίβεια την εκλογική συμπεριφορά ψηφοφόρων που θα επιλέξουν τον ΣΥΡΙΖΑ για τα συγκεκριμένα στοιχεία προφίλ και πολιτικής που ακολουθεί προσωπικά ο Κασσελάκης.
Για τους επικριτές του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η στροφή του δεν έχει πολιτικά χαρακτηριστικά αλλά επικοινωνιακά – γι’ αυτό και υπάρχουν θέσεις που εμφανίζονται αντικρουόμενες ανά περίοδο και επικαιρότητα. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τη στροφή που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συντελείται.
Το ζήτημα που εντοπίζεται αφορά το ευρύτερο κεντροαριστερό τοπίο που περιμένει τις ευρωεκλογές για να διαμορφωθεί: τότε θα ξέρουμε αν η στροφή θα συνεχιστεί, αν θα πάρει πιο συνεκτικά χαρακτηριστικά και, κυρίως, ποιοι θα την ακολουθήσουν.