Την περασμένη Πέμπτη, 25 Απριλίου, η Πορτογαλία γιόρτασε την 50η επέτειο της γνωστής σε όλους ως «Επανάστασης των Γαριφάλων». Το έκανε, όμως, μάλλον αμήχανα και χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς μπορεί οι ιστορικές μνήμες να παραμένουν ζωντανές – μαζί με λίγους ακόμη πρωταγωνιστές εκείνης της συγκλονιστικής περιόδου – όμως η σημερινή ζοφερή πραγματικότητα και οι καταιγιστικές εξελίξεις και ανατροπές μοιάζουν να ρίχνουν βαριά σκιά πάνω τους. Μαζί, βεβαίως, με το φάντασμα της Ακροδεξιάς, η οποία έχει αναβιώσει για τα καλά και έχει βρει τον εκφραστή της στο πρόσωπο του Αντρέ Βεντούρα, ηγέτη του Chega, ο οποίος έχει προσθέσει στο παραδοσιακό τρίπτυχο «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και το αίτημα για «Εργασία» θέλοντας να γίνει αποδεκτός από την κοινωνική πλειοψηφία.
Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι έχουν συνδέσει την «Επανάσταση των Γαριφάλων» αποκλειστικά με την αναίμακτη σε γενικές γραμμές και εξαιρετικά σύντομη σε διάρκεια εξέγερση μιας πολυπληθούς ομάδας μεσαίων και κατώτερων στελεχών του στρατού, με επικεφαλής την εμβληματική φυσιογνωμία του Οτέλο ντε Καρβάλιο, καθώς και της πλειονότητας του λαού της χώρας, η οποία τερμάτισε τη δικτατορία που είχε ξεκινήσει με το πραξικόπημα της 28ης Μαΐου 1926 και σφραγίστηκε από τη μορφή του Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Του ακαδημαϊκού και οικονομολόγου ο οποίος εγκαθίδρυσε το αποκαλούμενο «Νέο Κράτος», δανειζόμενος πολλά στοιχεία από τον φασισμό του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία και δανείζοντας, με τη σειρά του, αρκετά στον Φρανθίσκο Φράνκο, που επέβαλε μερικά χρόνια αργότερα την εξουσία του στην Ισπανία, μετά τη νίκη που κατήγαγε στον εμφύλιο με την αποφασιστική βοήθεια της χιτλερικής Γερμανίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, επρόκειτο για κάτι πολύ ευρύτερο, που ξεπερνούσε τα στενά σύνορα της Πορτογαλίας. Κάτι που, πρακτικά, σηματοδοτούσε το τέλος μιας ολόκληρης πολιτικής περιόδου συνολικά για την Ευρώπη και ειδικά το νότιο άκρο της, το οποίο αλλού συντελέστηκε βίαια και αλλού πιο «ομαλά», στο φόντο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου, του Μάη του ’68 που κατέρριψε τον μύθο της «κοινωνίας της αφθονίας» και της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, του 1973.
Πορτογαλία και Ισπανία είναι, άλλωστε, δύο χώρες οι οποίες δεν μοιράζονται απλώς την ίδια χερσόνησο, την Ιβηρική, αλλά έχουν καταγράψει σχεδόν παράλληλες πολιτικές διαδρομές στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Αμφότερες παρέμειναν επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πνιγμένες στα «αγκάθια» των μακροβιότερων δικτατορικών καθεστώτων που γνώρισε η Ευρώπη, τα οποία κυριάρχησαν ολοκληρωτικά (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) μέχρι τη στιγμή που άνθισαν τα λουλούδια της δημοκρατίας, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70. Οπως ακριβώς συνέβη και με την Ελλάδα, δηλαδή, η οποία στο ίδιο διάστημα γνώρισε δύο δικτατορίες – του Μεταξά και των συνταγματαρχών –, έναν εμφύλιο και πολλά χρόνια πολιτικών διώξεων και δολοφονιών, με αντικομμουνιστικό πρόσημο. Οσο για την Ιταλία, το σενάριο που παίχτηκε μετά τον Μουσολίνι και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε τον τίτλο «Μολυβένια χρόνια» και σκηνοθέτιδα την «Γκλάντιο».
Τελικά, φαίνεται πως υπάρχει κάτι «πιο βαθύ που μας ενώνει» εδώ στον Νότο της Ευρώπης.