Στην αποκάλυψη ότι βρετανοί βουλευτές έχουν αποκτήσει δωρεάν βίλες στα Κατεχόμενα, τις οποίες τους παραχώρησε ο τότε ηγέτης του ψευδοκράτους Ραούφ Ντενκτάς, προέβη, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο Ντένις ΜακΣέιν. Ο υπουργός Ευρώπης στην κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ μεταξύ 2002 και 2005 ανέφερε ότι οι εν λόγω «δεξιοί βουλευτές», όταν επέστρεφαν στη Βρετανία από τα ταξίδια τους στην Κύπρο, δήλωναν ότι «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα» στο νησί! Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Οι Εργατικοί στην εξουσία» (Biteback, Λονδίνο), ο επί 18 χρόνια βουλευτής του Εργατικού Κόμματος μίλησε ακόμη για τις αιτίες που προκάλεσαν το Brexit και αποκάλυψε γιατί ένας βρετανός υπουργός Πολιτισμού τον είχε εκλιπαρήσει να μη θίξει το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Ποια ήταν η άποψη της κυβέρνησης των Εργατικών για την Ελλάδα και τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη;
Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε ένα σημείο στο οποίο υπήρχε διάσταση απόψεων εκείνη την περίοδο. Ο Σημίτης ήταν πολύ ισορροπημένος. Συνήθιζα να του μιλάω στα γερμανικά, κάτι το οποίο τον ενθουσίαζε. Είχε πολύ καλές επαφές με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Πιθανώς καλύτερες κι από εκείνες του Μπλερ. Ηταν καλός στο να πιάνει φίλο τον πρόεδρο της Γαλλίας ή τον καγκελάριο της Γερμανίας.
Πώς προσέγγιζε η κυβέρνηση Μπλερ την επίλυση του Κυπριακού;
Δεν ήταν προτεραιότητα. Ο Μπλερ ήταν προσηλωμένος στο να εξετάσει αν η Τουρκία μπορούσε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αφήσαμε το Κυπριακό στον ΟΗΕ, στον Κόφι Ανάν, προκειμένου να προσπαθήσει να βρει λύση. Η Βρετανία είναι μια μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκή δύναμη. Εχει κάποια επιρροή, αλλά όχι όπως η Αμερική. Ο Μπλερ ήθελε απλώς να διαχειριστεί το στάτους κβο, διασφαλίζοντας ότι δεν θα προέκυπτε βία. Με εξέπληξε, ωστόσο, το γεγονός ότι δεξιοί βουλευτές, ιδίως από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα, απέκτησαν δωρεάν βίλες στη Βόρεια Κύπρο τις οποίες τους παραχώρησε ο Ντενκτάς. Οταν επέστρεφαν στη Βρετανία, έλεγαν: «Ολα είναι υπέροχα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είναι (σ.σ. οι Τουρκοκύπριοι) σαν εμάς τους προτεστάντες που πολεμάμε εναντίον των καθολικών!».
Τι διαμειβόταν στις εσωτερικές συζητήσεις που είχατε στην κυβέρνηση για τα Γλυπτά του Παρθενώνα;
Ο Μπλερ ήταν ανέκαθεν άνθρωπος του κατεστημένου. Γνωρίζει τις αδυναμίες του, αλλά γνωρίζει επίσης ότι δεν μπορείς να κάνεις πολλά αν το κατεστημένο είναι εναντίον σου. Το βρετανικό κατεστημένο νοσταλγεί τη δόξα της αυτοκρατορίας και πιστεύει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα φιλοτεχνήθηκαν από κάποιον Αγγλο! Ετσι, ο Τόνι δεν επρόκειτο να μπλεχτεί σε αυτό το θέμα. Θυμάμαι ότι λίγο καιρό αφότου έγινε πρωθυπουργός, βρέθηκα στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου δίπλα στον υπουργό Πολιτισμού Κρις Σμιθ. Γύρισα και του είπα: «Κρις, τι θα γίνει επιτέλους με τα Γλυπτά;». Εκείνος άσπρισε από τον φόβο του και μου απάντησε: «Ντένις, σε παρακαλώ, μην το πιάνεις αυτό το θέμα. Μη γράψεις τίποτε για αυτό, ούτε να το θίξεις στη Βουλή των Κοινοτήτων. Σε παρακαλώ πολύ». Ο Σμιθ είναι ένας διανοούμενος της Αριστεράς. Φυσικά και ήταν υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών. Ηξερε όμως ότι αν έλεγε κάτι, την επόμενη μέρα δεν θα ήταν υπουργός. Ο Μπλερ θα τον έδιωχνε. Το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής της Βρετανίας είναι πολιτιστικά πολύ συντηρητικό. Εχει την εξής αντίληψη: αν αρχίσεις δίνοντας πίσω τα Γλυπτά, τι θα ακολουθήσει με όλα τα υπόλοιπα; Πιστεύω, όμως, ότι τα Γλυπτά είναι ένα πολύ σημαντικό σύμβολο. Η επιστροφή τους θα συνιστούσε μια θαυμάσια πράξη βρετανικής γενναιοδωρίας.
Στο βιβλίο σας γράφετε ότι η κυβέρνηση των Εργατικών ήταν πολύ ισχυρή, αλλά την κατέτρυχαν αντιπαλότητες και αντιζηλίες, γι’ αυτό και «δεν απείχε ποτέ πολύ από την καταστροφή».
Υπήρχαν πολλοί ταλαντούχοι βουλευτές που ήταν παθιασμένοι με ορισμένα θέματα. Οταν γίναμε κυβέρνηση, θεώρησαν ότι έπρεπε να γίνεται «αυτό που επιτάσσει ο σοσιαλισμός». Κι όταν ο Μπλερ ή ο Γκόρντον Μπράουν (σ.σ. υπουργός Οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργός) τους έλεγαν «λυπάμαι, δεν θα το κάνουμε έτσι», τότε δημιουργούνταν εντάσεις στις υψηλότερες βαθμίδες. Αλλά και ο Μπράουν και ο Μπλερ έπαιζαν παιχνίδια ο ένας εναντίον του άλλου, χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ.
Από πού εκπορεύθηκε το Brexit; Καλλιεργούνταν επί πολλά χρόνια αντιευρωπαϊκά ή αντιμεταναστευτικά αισθήματα στη χώρα;
Το Brexit ξεκίνησε με μια παραδοξότητα: η νίκη των Εργατικών επέτρεψε στους Συντηρητικούς να γίνουν αντιευρωπαϊστές. Αν οι Συντηρητικοί είχαν κερδίσει τις εκλογές μετά το Μάαστριχτ, νομίζω ότι πιθανότατα θα ήμασταν ακόμη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο τότε νέος ηγέτης τους, ο Ουίλιαμ Χέιγκ, ήταν πολύ έξυπνος και ικανός, αλλά ήταν εκνευρισμένος διότι δεν μπορούσε να ακουμπήσει τον Μπλερ. Ετσι, αποφάσισε να καταστήσει τον αντιευρωπαϊσμό κεντρικό σύνθημα των τεσσάρων χρόνων του στην ηγεσία της αντιπολίτευσης. Αυτό έδωσε έδαφος σε ακραίους αντιευρωπαϊστές, όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ, οι οποίοι εξαπέλυαν διαρκώς επιθέσεις στην Ευρώπη. Στο τέλος της πρώτης θητείας των Εργατικών, έφτασαν στο σημείο να πουν ότι, αν επανεκλεγεί ο Μπλερ, η Βρετανία θα γίνει μια ξένη χώρα που θα διοικείται από τις Βρυξέλλες.
Υπάρχει πιθανότητα επανένταξης στην ΕΕ;
Εχω ένα μπλουζάκι που γράφει «Rejoin». Οταν κάνει καλό καιρό, το φοράω και πηγαίνω στο πάρκο κοντά στο σπίτι μου. Οσοι με βλέπουν, συνήθως μου λένε: «Ωραία τα γράφει!». Αλλά είναι πολύ δύσκολο. Το Συντηρητικό Κόμμα, η Δεξιά και μεγάλο μέρος του Τύπου εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά αντιευρωπαϊστές. Ελπίζω να επιστρέψουμε βήμα βήμα. Αλλά είναι ακόμη πολύ νωρίς για να μιλάμε για πλήρη επανένταξη.