Ολα ξεκινούν σε ένα «καχεκτικό» δωμάτιο με ένα παλιοκαιρισμένο κρεβάτι, καλώδια να υπερίπτανται πάνω από τον Ρίπλεϊ, μια ποντικοπαγίδα στο πάτωμα και το λαβομάνο μέσα στο μονόχωρο διαμέρισμα. Ο ασπρόμαυρος Ρίπλεϊ με το λευκό πουκάμισο είναι έτοιμος να υποδυθεί μια ακόμη ψεύτικη ταυτότητα στους λερωμένους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Η σειρά «Ripley» του Netflix επιμένει στο ημίφως, τους συμβολισμούς που δημιουργούν τα μπαρόκ αγάλματα των αγγέλων, τα στυλιζαρισμένα κάδρα α λα Εντουαρντ Χόπερ. Αυτός ο Ρίπλεϊ δεν είναι λουσμένος στο φως – ακόμη και αργότερα στην ιταλική περίοδο το ασπρόμαυρο κυριαρχεί –, δημιουργεί σκιές και κινείται υποτονικά μέχρι να λάβει τη φαντασιακή εκδίκηση από τον κόσμο. Ως γνωστόν, αλλάζει ταυτότητες, μπαίνει – κυριολεκτικά – στα ρούχα των άλλων, προσποιείται, παραχαράσσει, παρατηρεί για να αντιγράφει. Ενας παλιός λογοτεχνικός ήρωας καθ’ όλα προσαρμοσμένος στην εποχή της κοινωνικής δικτύωσης και των προσωπείων που εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα.
Γιατί να είσαι μόνο Ρίπλεϊ όταν μπορείς να πείσεις και ως Ντίκι Γκρίνλιφ; Γιατί να είσαι μόνο υπάλληλος σε εταιρεία όταν μπορείς να πείσεις ότι έχεις κι εσύ μερίδιο στη «μοιραιότητα» της σύγχρονης νεοελληνικής καθημερινότητας; Κάτω από μία ή περισσότερες ετικέτες στο προφίλ γεννιέται ο άνθρωπος με τις πολλές ιδιότητες. Πραγματικές ή κίβδηλες, είναι πλέον αδιάφορο για τη δικτύωση όπου «είσαι ό,τι δηλώσεις». Ο Ρίπλεϊ είναι ο κατ’ εξοχήν αντιήρωας της μιμητικής επιθυμίας. Επιθυμεί όσα κατέχει ο Ντίκι και οι παρόμοιοί του. Θα φτάσει προφανώς μέχρι τη βία, όπως επιβάλλει η μιμητική κρίση. Ο κύκλος αυτός θα ανοίγει ολοένα και περισσότερο όσο η επιθυμία παραμένει ακόρεστη και όσο ο δράστης οφείλει να πείθει τον ίδιο του τον εαυτό για την «ερμηνεία» του. Ο θύτης θα συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό του σαν θύμα της κοινωνικής ευμάρειας αδιαφορώντας για το Κακό που εξαπολύει. Ο Ρίπλεϊ και κάθε Ρίπλεϊ έχει πείσει τον εαυτό του πως δεν φταίει. Ή, εν πάση περιπτώσει, πρωτίστως φταίνε οι απέναντι που μονίμως διέθεταν περισσότερα από αυτόν.
Ξεχωριστό σημείο μέσα στην τηλεοπτική σειρά, σε σκηνοθεσία Στίβεν Ζέλιαν, η σύνδεση του Τομ Ρίπλεϊ με τον Καραβάτζιο. Οι υπομνήσεις για τους παράλληλους βίους των δύο είναι κάτι παραπάνω από ευκρινείς. Ο Ντίκι είναι εκείνος που αναφέρει τον ιταλό ζωγράφο ως μακρινό πρότυπο και αμέσως ο Τομ «απορροφά» την πληροφορία (σε πείσμα του μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ, όπου απλώς αναφέρεται ότι ο Γκρίνλιφ κατέχει ένα βιβλίο με τέχνη του Κουατροτσέντο: της περιόδου, δηλαδή, πριν από τον Καραβάτζιο). Από εκείνο το σημείο κι έπειτα ο Ρίπλεϊ θα σταθεί πολύ συχνά μπροστά στα έργα του κορυφαίου δημιουργού παρατηρώντας, εκτός άλλων, και την «ερωτικοποίηση» των ανδρικών μορφών – άλλη μία αναφορά στα κοινά στοιχεία που τους συνδέουν, αυτή τη φορά για τη σεξουαλικότητά τους.
Κι ύστερα είναι το κιαροσκούρο, η τεχνική την οποία τελειοποίησε ο Καραβάτζιο και «δανείζεται» ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπερτ Ελσουιτ κατά την κινηματογράφηση αυτού του εσωστρεφούς «Ripley». Η αντίθεση φωτός και σκιών γίνεται το μοτίβο πάνω στο οποίο εξελίσσεται η αφήγηση για την ψυχολογική και συναισθηματική ωρίμαση του αντιήρωα. Μονίμως μετεωρισμένου στο όριο φωτός και σκότους, μονίμως σαγηνευμένου από την αισθητική της βίας, όπως και ο ιταλός «πρόγονός» του. Σε μία από τις χαρακτηριστικές στιγμές ο Ρίπλεϊ κρατάει το κεφάλι ενός από τα θύματά του με τρόπο που μιμείται τον Δαβίδ όταν κρατάει το κεφάλι του Γολιάθ. Εχει δει ήδη το πρωτότυπο έργο στην Γκαλερία Μποργκέζε της Ρώμης και έχει ακούσει τον ξεναγό να περιγράφει σε μια ομάδα τουριστών:
«Σ’ αυτόν τον πίνακα ο Καραβάτζιο συνδέει τον δολοφόνο με το θύμα, απεικονίζοντας τον Δαβίδ ως συμπονετικό, ακόμα και τρυφερό, έτσι όπως ατενίζει το κομμένο κεφάλι του Γολιάθ. Και έκανε αυτό τον δεσμό ακόμα πιο ισχυρό χρησιμοποιώντας τον εαυτό του ως μοντέλο και για τους δύο. Και οι δύο έχουν το πρόσωπο του Καραβάτζιο. Νεαρός… και ηλικιωμένος».