Κάποτε ένας παπάς τού είπε πως έμαθε πώς να πιάνει το Ευαγγέλιο παρατηρώντας τον πώς πιάνει τη λύρα. Και είναι και κολακευτικό και πολύ σωστό, αν τον δεις πώς πιάνει τη λύρα για να παίξει ή πώς την αφήνει στα διαλείμματα. Είμαστε σε μια υπέροχη αυλή στο Περιστέρι όπου φιλοξενείται. Ο λυράρης και ερμηνευτής Βασίλης Σκουλάς είναι απέναντί μου, έχει έλθει για δύο εμφανίσεις στο Χαμάμ. Καπνίζει πια ηλεκτρονικό τσιγάρο, αλλά με την ίδια μανία με το κλασικό. Μαζί με τις πολλές ιστορίες που λέει, έχει μια σοφία. Και βασικά ένα μέτρο και μια σεμνότητα που σπάνια τη συναντάς. Κι όμως ο άνθρωπος αυτός έχει διανύσει μια μεγάλη πορεία, όχι απλώς στο κρητικό είδος, μα στο ελληνικό τραγούδι στο σύνολό του από δώδεκα ετών. Μια πορεία δύσκολη που τα είχε όλα ως τώρα, μέχρι τραυματισμό από μπαλοθιά. Ο Σκουλάς έχει τη μοναδικότητα και το δικό του ιδίωμα, το ανωγειανό, να κομίσει στην τέχνη μα και να το μοιραστεί με μεγάλα κοινά και να το ανανεώσει.
Στο μαγαζί του, στα κέντρα της Αθήνας, στις μεγάλες φορτισμένες συναυλίες της Μεταπολίτευσης με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, στο θέατρο, στο εξωτερικό και βέβαια στη δισκογραφία του. Σήμερα βιώνει μια νέα επιτυχία με τα τραγούδια «Κερί αναμμένο» και «Τα αντίθετα» της σειράς «Σασμός». Είναι ένας δεινός αφηγητής, ακριβής στη μνήμη του και με πίστη στα όσα τάχθηκε από τη μέρα που ένας μαραγκός στο χωριό του τού έφτιαξε την πρώτη λύρα.
Μια ερώτηση που πάντα ήθελα να σας κάνω ήταν όταν παίζετε ποιον σκέφτεστε; Περνάνε πρόσωπα από την πορεία και τη ζωή σας στη σκέψη σας;
Κάθε φορά, είτε εντός είτε εκτός, όταν παίζω και τραγουδώ μου ‘ρχονται πρόσωπα ή τωρινά ή παλιά που γαλουχήθηκα μαζί τους που ήταν τα πιο ουσιαστικά πρότυπα της ζωής, πρόσωπα απλά της καθημερινότητας από το χωριό. Οι άγγελοι που με προστατεύανε και ήταν δίπλα μου. Εχουν φύγει οι περισσότεροι από τη ζωή. Τους είχα όμως και έχω μέσα μου ως εικόνα. Το μεγαλείο που κουβαλούσανε. Τη σοβαρότητα, την καλοσύνη, αυτά τα πρόσωπα σπανίζουν σήμερα. Υπάρχουν σε άλλες καταστάσεις. Αυτοί είναι δίπλα μου.
Είχατε παππού λυράρη.
Τον παππού μου δεν τον πρόλαβα, έπαιζε λύρα, ναι. Ο προπάππους μου έπαιζε κι αυτός. Ο παππούς μου πέθανε νέος, 55 ετών. Αφησε όμως μια μεγάλη παρακαταθήκη στην ευρύτερη περιοχή των Ανωγείων. Μυλοπόταμο και Αλεβίζι. Οταν άρχισα κι εγώ να παίζω και ήμουν μόλις δώδεκα ετών όταν ξεκίνησα, ένιωθα πως με τον τρόπο που είχα πολλοί στην περιοχή έβλεπαν σε προέκταση τον παππού μου.
Ο οποίος ήταν;
Ο λυράρης Μιχάλης Σκουλάς. Από νωρίς έβλεπα πώς με αγκάλιαζαν οι άνθρωποι λόγω του παππού μου. Τους άρεσε πώς εκφραζόμουν. Δώδεκα χρονών έπαιξα στον πρώτο γάμο. Και μετά επαγγελματικά γύρισα όλη την Κρήτη και την Αθήνα και το εξωτερικό. Στο καφενείο που είχε ο πατέρας μου, ο Αλκιβιάδης ή Γρυλιός, που ήταν ζωγράφος και ξυλογλύπτης, οι παλιοί άνθρωποι έρχονταν εκεί και από αυτούς γαλουχήθηκα. Είχα μαγνητοφωνήσει μέσα μου όλες τις ωραίες φωνές, είχα φωτογραφίσει όλες τις ωραίες μορφές. Μετέπειτα ανέλυσα το μεγαλείο που κουβαλούσαν μέσα από την απλότητά τους. Είχαν μεγαλείο ψυχής, ξέρανε πότε να μανίσουν (σ.σ. να θυμώσουν), πότε να αγαπήσουν έντονα. Ολοι αυτοί περνάνε μπροστά μου.
Τότε ποιοι ήταν οι μύθοι της μουσικής στην Κρήτη;
Οι παλιοί όλοι. Οπως ο Μουντάκης, ο Σκορδαλός, ο Γιάννης Δερμιτζογιάννης. Κάθε νομός είχε τους δικούς του. Τα Χανιά είχαν τον Ναύτη. Ηταν οι Κουτσουρέληδες. Αν υπήρχε ραδιόφωνο, είχες τύχη να ακούσεις τα ηχοχρώματα της άλλης πλευράς της Κρήτης. Τις προφορές. Στα Ανώγεια είχε μια πληθώρα μουσικών. Υπήρχε ένας τυφλός, ο «Στραβός», που γαλούχησε πολλές γενιές. Εδωσε το στίγμα του. Υπήρχε και ένας Φρίξος Ανδρεαδάκης, μετά ο Καλομοίρης, ο Μανουράς που ακόμη ζει. Σαν παιδί τούς θυμάμαι και στο καφενείο. Μετά ο Νίκος ο Ξυλούρης, οι παππούδες μας είναι αδέλφια από τη μάνα του. Μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Το 1964 κάναμε ένα μικρό δισκάκι που το γράψαμε στο στούντιο της οδού Σταδίου στην Αθήνα. Με τον Θανάση Σταυρακάκη, στην ασκομαντούρα. Η πρώτη μου συμμετοχή ήταν αυτή. Ομως ήδη το ’61 κατέβηκε στην Κρήτη ο Σίμων Καράς. Εκανε τη συλλογή τραγούδια από την Ελλάδα. Κατεβαίνοντας στο Ηράκλειο του υπέδειξαν να πάρει εμένα και κάναμε δύο τραγούδια. Αυτή είναι η πρώτη λοιπόν. Το 1969 είναι ο πρώτος δικός μου με τίτλο «Ντελίνα», που είναι το θηλυκό του Ντελικανή. Με βλέπανε στην αρχή μικρό και δεν με εμπιστευόντουσαν αλλά με παίρνανε. Το έβλεπα σαν παιδικό μεράκι και παιχνίδι. Οπου με καλούσαν όμως δεν ξανακαλούσαν άλλον.
Ποιο ήταν το κλίμα τότε μουσικά, στα πανηγύρια;
Δεν υπήρχαν μαγαζιά, τα σκήπτρα τα είχαν τα καφενεία. Το κάθε χωριό είχε ανάγκη να στήσει το πανηγύρι του, το είχαν ανάγκη οι χωριανοί.
Είχε δυσκολίες; Για παράδειγμα, είχε μπαλοθιές;
Δεν υπήρχαν τότε καθόλου τέτοια. Η νεολαία και οι παλιότεροι είχαν ανάγκη να γλεντήσουν. Κάθε καλλιτέχνης έδινε το στίγμα του. Πηγαίναμε με τα λεωφορεία. Και δεν υπήρχε και τεχνολογία. Καθόμασταν στη μέση η ορχήστρα σταυρωτά και χορεύανε γύρω μας. Μετά από μερικά χρόνια κάτι τεχνικοί φτιάχνανε κάτι κόρνες – ενισχυτές τύπου – και παίρναμε σε κάτι χωριά που δεν υπήρχε ρεύμα, μπαταρία και συνδέαμε με πιαστράκια για να έχουμε την κόρνα έξω να ακούγεται.
Τι παίζατε τότε;
Ρεπερτόριο είχαμε τα κρητικά. Αλλά αναγκαστήκαμε να μάθουμε και τα εισαγόμενα της εποχής εκείνης. Μετέπειτα αναρωτιόμουν πώς φτάνανε τα ευρωπαϊκά στα χωριά. Τανγκό, βαλς, μπόσα νόβα, τσάρλεστον. Τα μαθαίναμε με τη λύρα. Πιο πολύ αυτά παίζαμε στα πεδινά. Τα κρητικά τα παίζαμε πιο πολύ στα ορεινά χωριά. Ετσι πορεύτηκα. Γύρισα όλη την Κρήτη μέχρι να πάω στρατιώτης. Μια διαδρομή αποδεκτή, συγκινητική. Είπα μέσα μου, λόγω της κληρονομιάς του παππού μου, πως δεν έχω δικαίωμα να μη σταθώ στο ύψος του. Αλλά και όλων των παλιών. Οι άνθρωποι που σκοτωθήκανε για να είμαστε εμείς ελεύθεροι, για παράδειγμα. Ολα αυτά με ταρακούνησαν να πορευθώ σεμνά και με αγάπη. Να μην τα ευτελίσω.
Κάνετε πάντως κάποια στιγμή το πέρασμά σας, τη μετάβασή σας από το στενό κρητικό στο πιο έντεχνο.
Αυτή είναι η εξέλιξη που με εξέφραζε και μένα.
Είστε από τους πρώτους που το επιχειρείτε.
Ο Νίκος ο Ξυλούρης και ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος ήταν πρώτοι. Το 1980 συναντηθήκαμε με τον Μαρκόπουλο που η μουσική του με συγκινούσε και με έκφραζε. Και ήταν κάτι το ιδιαίτερο, προέκταση των παλιών ακουσμάτων. Τις μουσικές αυτές ήλθαν να τις μελετήσουν κάποιοι άνθρωποι-γνώστες, να τις συγκεράσουν και να τις δώσουν μια νέα μορφή. Που είχε και ανάγκη ο κόσμος.
Πού κατατάσσετε σήμερα τον Μαρκόπουλο;
Ενας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς. Δάσκαλος. Πήρα πολλά πράγματα.
Μαζί κάνετε τα «Τραγούδια του Σίδερου και του Ατμού» και τις «Ρίζες»…
Κι άλλες συμμετοχές. Και συναυλίες μαζί πολλές. Και στο Ηρώδειο το 1987, για παράδειγμα. Και μεταπολευτικά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, που ειπώθηκε το «Προσκυνώ την Χάρη σου Λαέ μου». Η πρώτη φορά ήταν στο Ηράκλειο μπροστά σε 15 χιλιάδες κόσμου. Εγώ έφερα το βιβλίο του Γιάννη Σταυρακάκη, του συγχωριανού μου, στον Γιάννη. Οι εποχές ήταν τέτοιες – ο κόσμος ήθελε την αλλαγή. Το είπα πρώτη εκτέλεση στο Ηράκλειο. Ηταν ο Μάνος Κατράκης αφηγητής. Μαζί μας ήταν ο Παπακωνσταντίνου, ο Μητσιάς, η Γαλάνη, η Δημητριάδη, η Λαβίνα, ο Γαργανουράκης κ.ά. Μετά από πέντε ημέρες στον Παναθηναϊκό ήταν όλοι, και η Μελίνα, η Αλεξίου, ο Νταλάρας, πολλοί. Εγώ έλεγα από το «Χρονικό», τον «Γίγα» και το «Ηταν ο Τόπος μου». Και το «Προσκυνώ». Από την πίεση του κόσμου το είπα τρεις φορές. Τέτοιο κλίμα. Τέλος της σεζόν έφυγα Αμερική και πηγαινοερχόμουν, Οχάιο. Είχα και μαγαζί στο Ηράκλειο, το Ντελίνα. Εφτά μήνες τον χρόνο χωρίς ρεπό δούλευα. Είχα την αγάπη του κόσμου και ακόμη με βλέπουν ως Βασίλη. Πήρα σεβασμό και έδωσα. Αυτό είναι το επίτευγμά μου 65 χρόνια.
Οι πιστολιές πότε ξεκινάνε;
Ξεκινάνε μετά την ευμάρεια, τα ξενοδοχεία, όλα αυτά. Δημιουργήθηκαν άλλες προϋποθέσεις. Τα σύνδρομα είναι αυτά που αναδείχθηκαν. Στο σπίτι μου απ’ έξω παίζαμε τρεις μια φορά. Βγαίνοντας να παίξω στην ανιψιά μου, μεθυσμένος από ευφορία όχι από ποτό, πέσανε πάνω μου. «Παίξε, Βασίλη, αυτό, εκείνο». Την ώρα που πιάνω τη λύρα, πιάνει ένας το πιστόλι μπροστά μου να το αφοπλίσει. Και παίρνει μπροστά και με χτυπάει στο πόδι. Πήγα νοσοκομείο. Τότε ισχυροποιήθηκε η θέση μου να αντιστέκομαι. Να κάνω πάντα συμφωνία: έρχομαι στη χαρά σας αλλά θέλω να μου εγγυηθείτε πως δεν θα έχετε πυροβολισμούς. Αν ρίξετε θα φύγω αμέσως. Κι έτσι σε ορισμένες περιπτώσεις έχασα, είχα κόστος να βγάλω λεφτά.
Τώρα;
Τώρα έχει κάπως κοπάσει όλο αυτό. Ομως δυστυχώς υπήρχε τρομερή έξαρση. Αυτό που το λένε έθιμο δεν υπήρχε. Οπλα υπήρχαν επί Τουρκοκρατίας ή στην Κατοχή, αλλά ήταν άλλες οι συνθήκες. Σε κοινωνικές εκδηλώσεις, δεν το θυμάμαι, βίωσα άλλα πράγματα. Γίνονταν τα συνοικέσια από τα ίδια χωριά. Οταν η νύφη ήταν έτοιμη για την εκκλησία, ο πατέρας ή ο αδελφός έριχναν δύο πυροβολισμούς για να δώσουν το μήνυμα στον γαμπρό. Στην εκκλησία όταν τελείωνε, μπορεί να ρίχνανε δύο ακόμη. Στο γλέντι δεν υπήρχε όμως. Μετά την ευμάρεια, ανοίχτηκε το πράγμα. Και ερχόταν ο καλεστικός του καλεστικού. Σε γάμους ερχόταν βαν σαν σουπερμάρκετ με όλες τις διαμέτρους των σφαιρών να διαλέξεις. Φτάσαμε σε τέτοια. Ντροπή. Δυστυχώς. Αυτή είναι η παράδοση; Αυτή η κρίση έφτασε μέσα από πολλές καταστάσεις. Εγώ θυμάμαι το μεγαλείο στο χωριό. Τα καλωσορίσματα, τα κεράσματα, τα τραγουδίσματα. Τις φωνές και τα πρόσωπα των ανθρώπων. Αν αυτά ως μικρός δεν τα δεις, δεν καταλαβαίνεις. Τα χρόνια των απαράδεκτων πυροβολισμών, οι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά, φοβόντουσαν, και αυτά πια δεν είχαν παραστάσεις από την παράδοση των πανηγυριών. Δεν είναι φτωχά μεγαλώνοντας;
Πάμε σε δύο άλλες κορυφαίες στιγμές σας. «Καφενείον η Ελλάς» στο Παρκ και «Καπετάν Μιχάλης» με τον Γιάννη Βόγλη.
Στο Παρκ, το 1981. «Καφενείο η Ελλάς». Μουσική του Μαρκόπουλου και σενάριο του Γιώργου Σκούρτη και του Χαρδαβέλλα. Ημασταν 75 άτομα επί σκηνής. Στο τραγουδιστικό μέρος ήμουν εγώ, ο Γιάννης Κούτρας, η Αφροδίτη Μάνου, η Λιζέτα Νικολάου. Είχα την ευλογία και την τύχη να συγκατοικήσω στο ίδιο καμαρίνι με τον μεγάλο Μίμη Φωτόπουλο. Τι ευγένεια! Ογκόλιθος. Με σημάδεψε. Ηρεμία, σιγουριά και δύναμη. Τον κάλεσα και ήλθε στη βάφτιση του μικρού μου γιου. Συνδεθήκαμε. Πήρε τη φωτογραφία του πατέρα μου και τη ζωγράφισε. Ηταν και εικαστικός. Το άλλο ήταν ο «Καπετάν Μιχάλης» (1983) με τον Βόγλη. Εγώ άνοιγα την αυλαία και ήμουν συνέχεια επί σκηνής. Πρεμιέρα στον Λυκαβηττό, κάναμε δύο παραστάσεις. Ημασταν χωρίς ήχο και φοβήθηκα. Και λέω του Γιάννη πως δεν είχαμε μικρόφωνα. «Θα είναι σαν να κουβεντιάζουμε» μου είπε. Και τις δύο βραδιές ήλθε η Ελένη η Καζαντζάκη. Με αγκάλιασε όλο αγάπη. Γυρίσαμε όλη τη χώρα. Πήγαμε και Κύπρο. Σκηνικά είχε κάνει ο Αγγελος Αγγελίδης. Εμπειρία. Πέρασα και ωραία.
Είστε πάντα ανοιχτός μουσικά.
Αν με εκφράζει κάτι ναι.
Οπως με τον Μιχάλη Νικολούδη, στο άλμπουμ «Αιολία» το 1995.
Μεγάλη επιτυχία και εκπληκτική μουσική. Ακουγες όλο το χρώμα της Μεσογείου.
Δεν ακούγατε την άποψη πως απομακρύνεστε από την παράδοση.
Ημουν πάντα της άποψης πως τα όργανα δεν φταίνε ποτέ. Φταίμε εμείς. Να ξέρουμε εμείς τον ρόλο τους. Ποιο έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πείτε μας από αυτόν τον δίσκο πώς έγινε τόσο επιτυχία «Ο Ηλιος Θεός»;
Ερχονταν οι αεροπόροι στο μαγαζί στην Κρήτη και μου λέγανε: «Πριν πετάξουμε και κάνουμε αναχαιτίσεις βάζουμε το τραγούδι». Και έφτασε να είναι ο ύμνος της Αεροπορίας.
«Εχω συμμετάσχει σε πολλούς σασμούς»
Μια ειδική ερώτηση ήθελα να κάνω και για τον στιχουργό Κώστα Φασουλά που είστε στενοί συνεργάτες. Εχετε πολλά τραγούδια μαζί σε μουσική Νικολάου, Τόκα, Λειβαδά.
Είναι συγχωριανός και πολύ φίλος μου. Μου τηλεφώνησε να πω το τραγούδι «Τα άγρια πουλιά» σε μουσική του Γιάννη Νικολάου. Από τότε συνδεόμαστε. Πιστεύει στο ηχόχρωμά μου. Ο Κώστας μου έδωσε ώθηση και έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κορυφαία στιγμή μας το «Θα σε φιλέψω στεναγμέ» (σ.σ. στίχοι Κώστα Φασουλά και μουσική Κώστα Λειβαδά). Πριν από χρόνια γίνεται ένας γάμος στο Κολυμπάρι. Θέλανε να παίξω. Στον χώρο – συνεδριακός – όταν φτιάχνω τον ήχο, κατέβαιναν καμιά τριανταριά άνθρωποι ερχόμενοι στην πίστα. Γερμανοί που κάνανε συνέδριο χοροθεραπείας – το κάνανε 25 χρόνια. Μου είπανε πως κάνανε ασκήσεις πάνω στα τραγούδια μου. Και κάνουνε κύκλο και λένε το «Θα σε φιλέψω στεναγμέ». Γνωριστήκαμε καλύτερα και την άλλη μέρα. Με άκουσαν κι άλλο. Ενας από το γκρουπ ήλθε το 2015, πενηντάρης, στο ξενοδοχείο με την οικογένειά του. Ηρθαν και στη συναυλία μου. Τον Σεπτέμβρη με πήραν να μου πουν πως ο άνθρωπος αυτός σκοτώθηκε. Και με πήραν γιατί ήταν επιθυμία του να του βάλουν ένα δικό μου τραγούδι στην νεκρώσιμη ακολουθία. Το 2017 ήρθαν φίλοι και η χήρα του στην Κρήτη. Και μου δείξανε σε βίντεο τη στιγμή με το φέρετρο και τη χορογραφία της χήρας με τρία άτομα. Σηκώνεται η τρίχα σου. Η δύναμη του ελληνικού ηχοχρώματος που έτυχε εκεί να είμαι εγώ. Η δύναμη του τόπου.
Κάνατε επιτυχία τώρα με τα τραγούδια του «Σασμού».
Με τον «Σασμό» γίνεται χαλασμός. Μου αρέσει, είναι μια επιβράβευση. Ο κόσμος τα έχει αγαπήσει. Ο Νίκος Τερζής τα έγραψε και αποκάλυψη είναι ο Γιάννης Κότσιρας στο στίχο. Εχω συμμετάσχει σε πολλούς σασμούς, πρέπει να μπαίνεις, να συμβιβάζεις ανθρώπους. Πρέπει να επιστρέψουμε στην κοινωνικότητα. Παλιά οι γειτόνοι, κάνανε το σκουτελικό. Κάτι έκανε μια γειτόνισσα, ένα μυζηθροπιτάκι ας πούμε. Τα πήγαινε κέρασμα στη δίπλα. Αρμονικότητα, ανταλλαγή. Τα τελευταία χρόνια επικράτησε ο εγωισμός. «Πίνω και με κερνάς;». Ενώ δεν είναι έτσι.