Η Βαρβάρα Φύτρου, τον Ιούλιο του 2018, έχασε στην πυρκαγιά στο Μάτι όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγος και ο 11χρονος γιος της, βρέθηκαν αγκαλιασμένοι και απανθρακωμένοι σ’ εκείνο το «οικόπεδο του θανάτου». Η 13χρονη κόρη της έγινε ένα φλεγόμενο σώμα που, πέφτοντας στο κενό για να σωθεί, έκανε άλμα προς τον ουρανό. Την κυρία Φύτρου οι περισσότεροι δεν την γνωρίζουμε κατ’ όψη. Δεν τέθηκε επικεφαλής κάποιου συλλόγου συγγενών θυμάτων, δεν έκανε δηλώσεις, δεν μίλησε σε κανάλια, δεν πήγε καν στις Βρυξέλλες για να καταγγείλει το κράτος που άφησε τους ανθρώπους της να καούν ούτε φωτογραφήθηκε στην είσοδο του Ευρωκοινοβουλίου ζητώντας δικαίωση. Ούτε αναρτήθηκε σε ποδοσφαιρικό αγώνα πανό με το πρόσωπό της που να γράφει «Βαρβάρα όρμα τους». Διαχειρίστηκε τον πόνο της στη σιωπή. Αλλοι τον διαχειρίζονται φωνάζοντας και «βγαίνοντας μπροστά». Και εμείς οι υπόλοιποι, ουδένα λόγο έχουμε ως προς τον τρόπο διαχείρισης του πόνου του άλλου. Ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί που λέει και το τραγούδι.
Εμείς οι υπόλοιποι, όμως, αποτιμάμε ένα δυστύχημα, ένα έγκλημα ή οτιδήποτε έχει κόστος ανθρώπινες ζωές ανάλογα με τον τρόπο που διαχειρίζονται τον πόνο τους οι συγγενείς των θυμάτων; Δηλαδή όσο περισσότερο φωνάζουν αυτοί (που είναι απόλυτα σεβαστό δικαίωμά τους) τόσο μεγαλύτερο υποτίθεται ότι είναι το έγκλημα; Δεν θα έπρεπε. Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει. Δεν είδα, έξι χρόνια τώρα, κάποια μεγάλη κινητοποίηση για τους 104 νεκρούς στο Μάτι. Δεν γράφτηκαν με κόκκινη μπογιά τα ονόματά τους στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Και ο δήμαρχος της Αθήνας που έσπευσε να δεσμευθεί για την ανέγερση μνημείου νεκρών στα Τέμπη, δεν διευκρίνισε αν κάτι ανάλογο δικαιούται και η μνήμη των νεκρών στο Μάτι.
Δεν υπάρχουν συμψηφισμοί εδώ. Ολοι οι νεκροί – και κάτω μάλιστα από τέτοιες συνθήκες – έχουν ακριβώς την ίδια «ταυτότητα». Ούτε ο αριθμός των θυμάτων μετράει. Ακόμη και ένας νεκρός ισούται με δέκα, είκοσι, τριάντα, πενήντα. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς εγείρεται το συλλογικό θυμικό. Απ’ όσο διαπιστώνω κοντά έξι χρόνια τώρα, όχι απ’ αυτήν καθ’ αυτήν την τραγωδία αλλά από το πώς επικοινωνείται. Και για να το πω ξεκάθαρα, από το πώς εργαλειοποιείται μια τραγωδία από συγκεκριμένες πολιτικές νοοτροπίες – δεν θα τους κάνω τη χάρη να τις αποκαλέσω ιδεολογίες.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι θα γινόταν την ημέρα που θα έβγαινε η απόφαση σε μια δίκη για την τραγωδία στα Τέμπη. Τα πανό, έξω από το δικαστήριο, που θα ζητούσαν την αθώωση των «απλών πολιτών» – για τα Τέμπη ο σταθμάρχης, για το Μάτι οι πυροσβέστες – και την καταδίκη των πιθανώς εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων. Χθες, ημέρα της απόφασης για τους νεκρούς στο Μάτι, άκρα του τάφου σιωπή. Μόνο οι συγγενείς και ο πόνος τους. Το ότι οι πολιτικές νοοτροπίες που αναφέρω παραπάνω έχουν κατοχυρώσει το knowhow εργαλειοποίησης τραγωδιών, είναι πλέον τόσο απρόκλητο ώστε, τουλάχιστον, δεν πείθει. Τουλάχιστον όχι όλους.
Οι ποινές
Χθες το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι για τους 104 νεκρούς στο Μάτι φταίνε όλα κι όλα έξι άτομα, σε βαθμό πλημμελήματος. Επί της ουσίας δηλαδή, δεν φταίει κανείς ή, όπως το έλεγαν στο Ελεύθερο Θέατρο, «…φταίει ένα αίσθημα σε στυλ τουρκομπαρόκ». Προς 38.000, το ανώτερο, ευρώ εξαγοράσιμη η κάθε ποινή.
Σκέφτομαι την κυρία Φύτρου. Να μετρά και να αναλογίζεται. Διαιρώ κι εγώ το ποσόν εξαγοράς της ποινής διά του αριθμού των νεκρών. (Το ξέρω, αυτό δεν είναι νομική επιστήμη αλλά μπακάλικο, πώς να αποφύγεις όμως κάποιους συνειρμούς;). Το αποτέλεσμα είναι 365, περίπου, ευρώ για κάθε ψυχή που χάθηκε. Επί έξι – αν εξισώσουμε τις ποινές – 2.190 ευρώ. Για την κυρία Φύτρου λοιπόν, και, αντίστοιχα, για όσους έχασαν τους ανθρώπους τους στο Μάτι, η τραγωδία που έκοψε στα δύο τη ζωή της αποτιμήθηκε 6.570 ευρώ.
Οσο για την κυρία Ρένα Δούρου – που οι «πιστοί» της πανηγυρίζουν για την αθώωσή της – ναι, αφού έτσι αποφάσισε η Δικαιοσύνη, θεωρείται νομικά αθώα. Ηθικά δεν ξέρω τι γίνεται όταν μία πολιτικός αποτιμά ως απλώς «στραβή στη βάρδια της» τον μαρτυρικό θάνατο 104 ανθρώπων. Ή, μάλλον, ξέρω.