Ως εναλλακτική λύση για την σακχαρόζη και την επιτραπέζια ζάχαρη, η Στέβια έχει κάποια σημαντικά οφέλη για την υγεία. Μπορεί να θεωρείται γλυκαντικό «χωρίς θερμίδες», αυτό όμως δεν σημαίνει ότι περιέχει απόλυτα μηδενικές θερμίδες, αλλά σημαντικά λιγότερες από τη σακχαρόζη και αρκετά χαμηλές γενικά, ώστε να ταξινομείται ως προϊόν χωρίς θερμίδες.
Ποια είναι όμως η «γλυκιά» ιστορία της Στέβια; Η Stevia rebaudiana είναι μέλος της οικογένειας των Αστεροειδών και συγγενεύει με διάφορα βότανα και άνθη, όπως το χαμομήλι, το εστραγκόν, το αντίδι, το μαρούλι, η μαργαρίτα, ο ηλίανθος και τα χρυσάνθεμα. Το γένος Στέβια αποτελείται από 240 είδη φυτών που ενδημούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική και το Μεξικό μέχρι την Αριζόνα, το Νέο Μεξικό και το Τέξας.
Οι γλυκιές ιδιότητες των φύλλων της ήταν γνωστές για αιώνες στους αυτόχθονες της Ν. Αμερικής, όπως στη φυλή Γουαρανί της Παραγουάης, που φαίνεται να χρησιμοποίησε πρώτη τα φύλλα του φυτού για να γλυκάνει ροφήματα βοτάνων. Από το 1800 η κατανάλωση της στέβιας εδραιώθηκε σε όλη τη Νότια Αμερική, όπως τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Τα φύλλα του φυτού είναι 30 με 45 φορές πιο γλυκά από τη ζάχαρη και τρώγονται ωμά ή χρησιμοποιούνται ολόκληρα σε ροφήματα βοτάνων και τρόφιμα.
Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι αν η Στέβια μπορεί να βλάψει τα δόντια σου, η απάντηση είναι όχι. Δύο έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τη Ερευνητική Oμάδα Οδοντιατρικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Purdue έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η στεβιοσίδη είναι συμβατή με το φθόριο και ανέστειλε σημαντικά την ανάπτυξη της πλάκας, έτσι η Στέβια μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη αποτροπή κοιλοτήτων.
Επιστημονική ανακάλυψη
Το όνομα στέβια προέρχεται από τον Ισπανό βοτανολόγο και γιατρό Πέτρους Γιάκομπους Στέβους που την ανακάλυψε. Το 1899 ο Σουηδός βοτανολόγος Moises Santiago Bertoni που εργαζόταν στην ανατολική Παραγουάη περιέγραψε λεπτομερώς το φυτό και τις γλυκαντικές του ιδιότητες. Εξαιτίας της γλυκιάς της γεύσης η στέβια έχει πολλά ονόματα όπως μελόφυλλο (honey leaf), γλυκό φύλλο της Παραγουάης, γλυκό φύλλο, γλυκό βότανο κλπ.
Το 1931 οι Γάλλοι χημικοί M. Bridel και R. Lavielle απομόνωσαν τα συστατικά στα οποία οφείλεται η γλυκιά γεύση των φύλλων της στέβιας και που ονομάστηκαν στεβιοσίδη και ρεμπαουδιοσίδη-Α. Τα τελευταία είναι 200 με 300 φορές γλυκύτερα από τη ζάχαρη, σταθερά στη θέρμανση και σε διαφορετικά pH και δεν αποικοδομούνται.
Πλεονεκτήματα
Η στεβιοσίδη της στέβια βοηθάει στην εξόντωση των καρκινικών κυττάρων και μειώνει τα επίπεδα φλεγμονής στο σώμα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο. Μελέτη του 2012 στο περιοδικό Nutrition and Cancer έδειξε ότι η εξάπλωση του καρκίνου του μαστού ελαχιστοποιήθηκε μέσω της τακτικής κατανάλωσης στέβια.
Όσοι ακολουθούν κετογονική και δίαιτα paleo, επιλέγουν στέβια αντί ζάχαρης για να αποφύγουν τους υδατάνθρακες. Η πρόσληψη σακχάρων και θερμίδων μειώνεται σημαντικά μέσω της αντικατάστασης της ζάχαρης με στέβια, γεγονός που συμβάλλει στην πρόληψη της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2.
Τέλος, συμβάλλει στην αύξηση της καλής και τη μείωση της κακής χοληστερόλης.
Μειονεκτήματα
Μελέτη έδειξε ότι η στέβια μπορεί να επηρεάζει την αποτελεσματικότητα φαρμάκων για την ινσουλίνη, τη χοληστερίνη, τη γονιμότητα, τον καρκίνο και διάφορες ιώσεις. Έχει βρεθεί επίσης ότι όσοι δεν καταναλώνουν σακχαρόζη, αντισταθμίζουν την πρόσληψη θερμίδων μέσω της κατανάλωσης μεγαλύτερων ποσοτήτων τροφής.
Αρκετές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα φυσικά γλυκαντικά δεν είναι πάντοτε ευεργετικά για την απώλεια βάρους, καθώς αρκετά ανοίγουν την όρεξη.