«Δεν υπάρχουν ενδείξεις, σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα από τα Εγκληματολογικά Εργαστήρια, εισβολής αγνώστων στους δύο ηλεκτρονικούς υπολογιστές του διευθυντή Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών. Η έρευνα, βέβαια, δεν έχει ολοκληρωθεί. Πλέον εξετάζουμε το ενδεχόμενο να πρόκειται για σκηνοθετημένο περιστατικό και ερευνούμε τη χρονική σειρά των γεγονότων, τις αναφορές κεντρικών προσώπων της υπόθεσης κ.ο.κ. Εντοπίζουμε χρονικές αποκλίσεις, των 20-30 λεπτών, σε ορισμένες περιγραφές μαρτύρων και εκτιμούμε ότι κάποιοι είχαν τα περιθώρια να προκαλέσουν φθορές στην πόρτα του γραφείου του διευθυντή. Πάντως, εκτιμούμε ότι σύντομα η υπόθεση θα εξιχνιαστεί και ίσως δοθεί μια πειστική εξήγηση στο ερώτημα γιατί κανείς δεν αντελήφθη την καταστροφή της κλειδαριάς αλλά και κυρίως στο ποια ήταν η στόχευση της πράξης…».
Σε αυτές τις αναφορές προχωρούν, μιλώντας στα «ΝΕΑ», στελέχη της λεωφόρου Κατεχάκη που παρακολουθούν την έρευνα για την αναφερόμενη διάρρηξη, την Παρασκευή το μεσημέρι, στο γραφείο του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εκλογών. Πρόκειται, άλλωστε, για μια καταγγελλόμενη πράξη που ταυτόχρονα ερευνάται αν συσχετίζεται με το σκάνδαλο διαρροής των e-mail των αποδήμων ψηφοφόρων των ευρωεκλογών, πολλοί εκ των οποίων έχουν ήδη υποβάλει αγωγές συνολικού ύψους άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι με πόρισμά του το υπουργείο Εσωτερικών αποδίδει ευθύνες σε πολιτικό πρόσωπο και υψηλόβαθμο υπηρεσιακό παράγοντα, ενώ δεν διατυπώνονται υπόνοιες εις βάρος τού εν λόγω διευθυντή, ο οποίος ωστόσο φαίνεται να είχε τους σχετικούς καταλόγους, όπως και ακόμη τέσσερα πέντε στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών.
Από την πλευρά του, το ίδιο υπηρεσιακό στέλεχος, μιλώντας με ένστολους, παραλληλίζει το συμβάν με την υπόθεση «Γουότεργκεϊτ» που συντάραξε τις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’70 και οδήγησε στην παραίτηση του τότε προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον.
Πού οδηγούν οι έρευνες
Σύμφωνα με τις καταθέσεις του διευθυντή και συνεργατών του, η διάρρηξη σημειώθηκε την ώρα της απουσίας του, λόγω συμμετοχής σε σύσκεψη σε γειτονικό κτίριο, και έγινε αντιληπτή από συνεργάτιδά του, με την ΕΛ.ΑΣ. να ειδοποιείται λίγη ώρα αργότερα. Οι αστυνομικοί ερευνούν ποια ήταν η χρονική αλληλουχία και πότε εισήλθαν και εξήλθαν υπάλληλοι από το κτίριο, αφού δεν υπάρχουν κάρτες πρόσβασης από τις οποίες θα μπορούσαν να αντληθούν στοιχεία για τις μετακινήσεις τους. Κρίσιμα στοιχεία επιχειρείται να αντληθούν και από καταθέσεις προσώπων που συμμετείχαν σε συσκέψεις ή βρίσκονταν σε παρακείμενα γραφεία.
Επιπλέον, οι ερευνητές αποδίδουν μεγάλη σημασία και στην απουσία ιχνών DNA και αποτυπωμάτων «τρίτου» ατόμου από το σημείο, ενώ υπογραμμίζουν ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι υπήρχε υφαρπαγή δεδομένων από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της υπηρεσίας.